Δικαστήριο ΕΕ: Το δίκαιο ΕΕ δεν επιτρέπει σε εθνική νομοθεσία να αποκλείει από το δικαίωμα αυτό τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες υπηκόους τρίτων χωρών εκτός ΕΟΧ
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 8-09-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να αποκλείει τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες φωνογραφημάτων που είναι υπήκοοι χωρών εκτός ΕΟΧ από το δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής για τη μετάδοση της ηχογραφημένης μουσικής.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η οδηγία 2006/115/ΕΚ [οδηγία σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας] δεν θέτει καμία προϋπόθεση υπό την έννοια ότι ο ερμηνευτής ή εκτελεστής καλλιτέχνης ή ο παραγωγός του φωνογραφήματος πρέπει να έχει είτε την ιθαγένεια κράτους μέλους του ΕΟΧ είτε την κατοικία ή συνήθη διαμονή του σε ένα τέτοιο κράτος, ούτε θέτει ως προϋπόθεση ότι ο τόπος πραγματοποίησης της δημιουργικής ή καλλιτεχνικής εργασίας πρέπει να βρίσκεται εντός κράτους μέλους του ΕΟΧ.
Ιστορικό της υποθέσεως
Η Recorded Artists Actors Performers Ltd (RAAP), είναι ιρλανδική εταιρία συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, ενώ η Phonographic Performance (Ireland) Ltd (PPI) είναι εταιρία συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων παραγωγών φωνογραφημάτων. Η RAAP και η PPI συνήψαν σύμβαση η οποία ορίζει με ποιον τρόπο τα καταβλητέα στην Ιρλανδία δικαιώματα για τη δημόσια αναπαραγωγή ηχογραφημένης μουσικής σε μπαρ και σε άλλα προσβάσιμα στο κοινό μέρη ή για τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ηχογραφημένης μουσικής πρέπει να κατανέμονται στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες αφού έχουν καταβληθεί από τους χρήστες στην PPI, και με ποιον τρόπο τα δικαιώματα αυτά πρέπει να αποδίδονται εν μέρει, για τον σκοπό αυτό, από την PPI στη RAAP. Οι δύο εταιρίες διαφωνούν όμως ως προς την έκταση εφαρμογής της συμβάσεως αυτής σε σχέση με τα δικαιώματα τα οποία καταβάλλονται στην PPI στις περιπτώσεις στις οποίες μεταδίδεται μουσική προερχόμενη από ηχογράφηση ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη που δεν είναι ούτε υπήκοος ούτε κάτοικος κράτους μέλους του ΕΟΧ.
Πιο συγκεκριμένα, η RAAP εκτιμά ότι όλα τα καταβλητέα δικαιώματα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ και τις διεθνείς συμφωνίες στις οποίες παραπέμπει η οδηγία αυτή, να κατανέμονται μεταξύ του παραγωγού του φωνογραφήματος και του ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη. Κατά την άποψή της, η ιθαγένεια και ο τόπος κατοικίας του καλλιτέχνη είναι συναφώς άνευ σημασίας. Αν γινόταν δεκτή η άποψη της RAAP, οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες τρίτων χωρών θα αμείβονταν στην Ιρλανδία σε κάθε περίπτωση, μολονότι, κατά την PPI, η οποία επικαλείται το ιρλανδικό δίκαιο, αυτό δε μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση όπου οι Ιρλανδοί ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες δεν λαμβάνουν ίση αμοιβή σε τρίτες χώρες.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφάινεται ότι όταν τα φωνογραφήματα χρησιμοποιούνται εντός της Ένωσης, η οδηγία 2006/115/ΕΚ δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να αποκλείσει από την ενιαία και εύλογη αμοιβή που δικαιούνται οι καλλιτέχνες, τους καλλιτέχνες υπηκόους τρίτης χώρας εκτός του ΕΟΧ. Πρόσθετα, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι επιφυλάξεις που γνωστοποιούνται από τρίτες χώρες δυνάμει της Συνθήκης του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (Συνθήκη WPPT1) δεν συνεπάγονται από μόνες τους εντός της Ένωσης έναντι αυτών των καλλιτεχνών υπηκόων τρίτων χωρών περιορισμούς στο δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής.
Μολονότι ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί να θεσπίσει τέτοιους περιορισμούς υπό την προϋπόθεση ότι συνάδουν με τις απαιτήσεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, η οδηγία 2006/115/ΕΚ δεν περιέχει τέτοιο περιορισμό και επομένως δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να περιορίζουν το δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής έναντι των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων που είναι υπήκοοι των τρίτων αυτών χωρών.
Επιπλέον, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η οδηγία 2006/115/ΕΚ δεν επιτρέπει ούτε τον περιορισμό του προβλεπόμενου δικαιώματος εύλογης και ενιαίας αμοιβής κατά τρόπον ώστε μόνον ο παραγωγός του φωνογραφήματος να λαμβάνει αμοιβή, χωρίς να τη μοιράζεται με τον ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη που συνέβαλε στη δημιουργία του φωνογραφήματος αυτού.
Το Δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι το δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής διασφαλίζει την εφαρμογή στην έννομη τάξη της Ένωσης της Συνθήκης WPPT και δεν μπορεί να παρέχεται από τον εθνικό νομοθέτη μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών του ΕΟΧ.
Συναφώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία 2006/115/ΕΚ παρέχει, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων που σχετίζονται με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ένα δικαίωμα ανταποδοτικού χαρακτήρα και θεσπίζει μία υποχρέωση εξασφαλίσεως εύλογης αμοιβής η οποία θα κατανέμεται μεταξύ του παραγωγού του φωνογραφήματος και του ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη. Η δε υποχρέωση αυτή ισχύει σε περίπτωση χρήσεως του φωνογραφήματος ή της αναπαραγωγής του εντός της Ένωσης. Η οδηγία δεν θέτει καμία προϋπόθεση υπό την έννοια ότι ο ερμηνευτής ή εκτελεστής καλλιτέχνης ή ο παραγωγός του φωνογραφήματος πρέπει να έχει είτε την ιθαγένεια κράτους μέλους του ΕΟΧ είτε την κατοικία ή συνήθη διαμονή του σε ένα τέτοιο κράτος, ούτε θέτει ως προϋπόθεση ότι ο τόπος πραγματοποίησης της δημιουργικής ή καλλιτεχνικής εργασίας πρέπει να βρίσκεται εντός κράτους μέλους του ΕΟΧ.
Αντιθέτως, σύμφωνα με το Δικαστήριο, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η οδηγία 2006/115/ΕΚ καθώς και οι σκοποί της οδηγίας αυτής, όπως επίσης και η συναγόμενη από το άρθρο 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ υπεροχή των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει η Ένωση έναντι άλλων πράξεων του παράγωγου δικαίου, επιβάλλουν να ερμηνεύεται η οδηγία 2006/115/ΕΚ, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο με τη Συνθήκη WPPT. Αυτή η διεθνής συμφωνία, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης, υποχρεώνει, κατ’ αρχήν, την Ένωση και τα κράτη μέλη της να παρέχουν το δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής τόσο στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και τους παραγωγούς φωνογραφημάτων που είναι υπήκοοι κρατών μελών της Ένωσης όσο και σε εκείνους που είναι υπήκοοι άλλων συμβαλλομένων μερών της Συνθήκης WPPT.
Δεύτερον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι επιφυλάξεις που γνωστοποιούνται από τρίτες χώρες δυνάμει της Συνθήκης WPPT δεν συνεπάγονται από μόνες τους εντός της Ένωσης έναντι των καλλιτεχνών υπηκόων τρίτων χωρών περιορισμούς στο δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, υπό το πρίσμα της αρχής της αμοιβαιότητας η οποία που κωδικοποιείται στη Σύμβαση της Βιέννης, η Ένωση και τα κράτη μέλη της δεν υποχρεούνται να παρέχουν απεριορίστως το δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής. Κατά το Δικαστήριο, η ανάγκη διασφαλίσεως ισότιμων όρων συμμετοχής στο εμπόριο της ηχογραφημένης μουσικής συνιστά σκοπό γενικού συμφέροντος, ικανό να δικαιολογήσει τον περιορισμό του δικαιώματος εύλογης και ενιαίας αμοιβής.
Εντούτοις, το δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής συνιστά εντός της Ένωσης συγγενικό προς την πνευματική ιδιοκτησία δικαίωμα. Αποτελεί, έτσι, αναπόσπαστο μέρος της προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη. Επομένως, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση αυτού του συγγενικού προς την πνευματική ιδιοκτησία δικαιώματος πρέπει να προβλέπεται εκ του νόμου, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι η νομική βάση που επιτρέπει την επέμβαση στο εν λόγω δικαίωμα πρέπει να προσδιορίζει η ίδια, με σαφήνεια και ακρίβεια, την έκταση του περιορισμού της ασκήσεώς του. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η ύπαρξη απλώς και μόνον μιας νομίμως γνωστοποιηθείσας, δυνάμει της Συνθήκης WPPT, επιφυλάξεως δεν πληροί την απαίτηση αυτή. Κατά συνέπεια, εναπόκειται αποκλειστικώς και μόνο στον νομοθέτη της Ένωσης, ο οποίος έχει αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα σχετικώς, να αποφασίσει επί ενός τέτοιου περιορισμού.
Τρίτον, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι από το ίδιο το γράμμα της οδηγίας 2006/115/ΕΚ προκύπτει ότι τόσο οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες όσο και οι παραγωγοί φωνογραφημάτων έχουν δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής, καθώς η αμοιβή αυτή «κατανέμεται» μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, η οδηγία δεν επιτρέπει σε μία εθνική νομοθεσία να αποκλείει τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες από το δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
- 1.Η Συνθήκη WPPT συνήφθη στη Γενεύη στις 20 Δεκεμβρίου 1996 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2000/278/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2000 (ΕΕ 2000, L 89, σ. 6).