Όπως είχε αποκαλύψει από την περασμένη Παρασκευή η aftodioikisi.gr, η κυβέρνηση, μετά τις αντιδράσεις, έφερε διορθωτική διάταξη για την τροπολογία άρσης ποινικής δίωξης αιρετών.
Η διάταξη -νομοτεχνική βελτίωση του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 ήρθε, όπως είχε γράψει η ιστοσελίδα, σε ν/σ του υπουργείου Δικαιοσύνης που κατατέθηκε χθες στη Βουλή.
Εξαιρεί, δε, τους αιρετούς και τους υπαλλήλους που λειτούργησαν με δόλο. Υπενθυμίζεται ότι σχετική τροπολογία είχε ήδη προαναγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ενώ χθες σε σχετική ανακοίνωση προχώρησε και το ΥΠΕΣ.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα το άρθρο 68 του ν/σ του υπουργείου Δικαιοσύνης «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις»:
Να σημειωθεί ότι η αιτιολογική έκθεση αναφέρει:
Όπως ρητά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της υπ’ αριθμ. 489/48 βουλευτικής τροπολογίας και η οποία ενσωματώθηκε στο άρθρο 67 του ν. 4735/2020 «…δαπάνες οι οποίες εκτελέστηκαν τόσο βάσει ενταλμάτων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών, όσο και από τους ίδιους τους Ο.Τ.Α. και ελέγχθηκαν προληπτικώς από το Ελεγκτικό Συνέδριο … Πρόκειται για δαπάνες η πληρωμή των οποίων κρίθηκε νόμιμη…».
Προς άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας, με την παρούσα ρύθμιση, ορίζεται με τρόπο μη επιδεχόμενο καμίας αμφισβήτησης ότι αφορά αποκλειστικά και μόνο δαπάνες οι οποίες θεωρήθηκαν από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου και το Ελεγκτικό Συνέδριο και κρίθηκαν νόμιμες πριν την πληρωμή τους. Η αληθής έννοια της ως άνω διάταξης συνίσταται στο ότι, δεδομένου του τεκμηρίου νομιμότητας της δαπάνης, όσον αφορά τόσο τους αιρετούς, όσο και τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. που έλαβαν μέρος στη διαχειριστική διαδικασία διενέργειάς της, δεν γεννάται τυχόν δημοσιονομική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη για αυτήν καθεαυτήν την πληρωμή της δαπάνης. Ως εκ τούτου, η ποινική δίωξη αιρετών και υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. για την πληρωμή δαπανών που έλαβε χώρα μετά τη θεώρηση των οικείων ενταλμάτων πληρωμής, αντιβαίνει στην ασφάλεια του δικαίου και στην αρχή της νομιμότητας, εκτός βεβαίως εάν εμφιλοχώρησαν δόλιες ενέργειες των ιδίων προς τον σκοπό της θεώρησής τους.