Τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) της ΕΕ και ειδικότερα των κανόνων για το δημόσιο χρέος προτείνει το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (European Fiscal Board, EFB), ένα ανεξάρτητο όργανο που συμβουλεύει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην ετήσια έκθεσή του για το 2020, το EFB θεωρεί ότι η μεγάλη αύξηση του χρέους στις χώρες της Ευρωζώνης, λόγω του κορονοϊού, καθιστά απαραίτητη μία ευελιξία, ώστε οι στόχοι για το χρέος να είναι ρεαλιστικοί και για την επίτευξή τους να χρειάζονται χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα σε σχέση με τους ισχύοντες κανόνες.
Το Συμβούλιο προτείνει την αύξηση του δείκτη αναφοράς για το χρέος πάνω από το 60% του ΑΕΠ ή μία μεγαλύτερη χρονική περίοδο μείωσης του χρέους προς το επίπεδο αυτό για τις χώρες με υψηλό χρέος ή έναν συνδυασμό των δύο αυτών παραμέτρων. Επισημαίνει την ανάγκη να διαφοροποιούνται οι κανόνες με βάση τα δεδομένα των χωρών, ώστε να αποφευχθούν τα αδιέξοδα που θα προκαλούσε η ανάγκη επίτευξης πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων από τις υπερχρεωμένες χώρες ή μία ντε φάκτο καταστρατήγησή τους.
Οι κανόνες, όπως ισχύουν μετά τις αλλαγές που έγιναν το 2011, προβλέπουν κατ’ αρχήν ότι οι χώρες που έχουν χρέος υψηλότερο από το 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνουν κάθε χρόνο τη διαφορά τους από το επίπεδο αυτό κατά το 1/20ό (δηλαδή κατά 5%). Όταν οι οικονομίες ξεπεράσουν το σοκ του κορονοϊού και αποφασισθεί η απενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής από τους δημοσιονομικούς κανόνες, θα είναι σημαντική για πολλές χώρες, καθώς το χρέος αναμένεται να εκτιναχτεί κατά 15-20% του ΑΕΠ. Για φέτος εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 100% του ΑΕΠ για το σύνολο της Ευρωζώνης. “Τα επόμενα χρόνια, η αυστηρή συμμόρφωση με τον δείκτη αναφοράς για τη μείωση του χρέους θα οδηγούσε σε σημαντικά προβλήματα με τους ισχύοντες κανόνες όσον αφορά την επίτευξη δύσκολων δημοσιονομικών προσαρμογών και σε πιέσεις για πρόσθετες ευελιξίες στο σύμφωνο”, αναφέρει χαρακτηριστικά το EFB στην έκθεσή του.
Με βάση τα στοιχεία που ανακοίνωσε την Πέμπτη η Εurostat, στο τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2020 το χρέος της Ευρωζώνης ως σύνολο ανήλθε στο 95,1% του ΑΕΠ, ενώ για εφτά χώρες υπερέβαινε το 100%. Η Ελλάδα είχε το υψηλότερο χρέος (187,4%) ακολουθούμενη από την Ιταλία, όπου το χρέος άγγιξε το 150% (για την ακρίβεια 149,4%) και την Πορτογαλία (126,1%).
Για να γίνει σαφής η διαφορά στο ύψος της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής που θα απαιτείται με τις αλλαγές που προτείνει, το EFC αναφέρει ως παράδειγμα μία χώρα με αρχικό χρέος 150% του ΑΕΠ , μέσο επιτόκιο 2,5% και ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ 3,5%. Για να μειώσει η χώρα αυτή το χρέος της προς τον στόχο του 60% του ΑΕΠ με έναν μέσο ρυθμό 5% ετησίως (δηλαδή σε 20 χρόνια), θα έπρεπε να έχει πρωτογενή πλεονάσματα 2,9% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο τα πρώτα δέκα χρόνια της προσαρμογής. Αν, όμως, δοθεί στη χώρα η δυνατότητα μείωσης του χρέους σε 30 χρόνια, τα αναγκαία πρωτογενή πλεονάσματα θα μειώνονταν κατά μία ποσοστιαία μονάδα στο 1,9%, ενώ το ίδιο αποτέλεσμα θα υπήρχε, αν αυξανόταν ο στόχος για το χρέος στο 85% και διατηρείτο ο ρυθμός μείωσής του στο 5%. Στην περίπτωση που η περίοδος προσαρμογής αυξανόταν στα 50 χρόνια, τα αναγκαία πρωτογενή πλεονάσματα θα περιορίζονταν στο 1%.
Το EFB θεωρεί ότι η συζήτηση για την επανεξέταση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης, την οποία είχε προαναγγείλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις αρχές Φεβρουαρίου φέτος αλλά στη συνέχεια την ανέβαλε λόγω του κορονοϊού, θα πρέπει να γίνει το συντομότερο, αν είναι δυνατόν στα τέλη του 2020 ή τις αρχές του 2021 και κατά προτίμηση πριν από την απενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής από τους δημοσιονομικούς κανόνες. Το Συμβούλιο τονίζει ακόμη την ανάγκη να υπάρχει ένα μόνιμο δημοσιονομικό ταμείο της Ευρωζώνης, σημειώνοντας ότι το Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας που συμφώνησαν οι ηγέτες της ΕΕ και το οποίο θα λειτουργήσει σε προσωρινή βάση (έως το 2026) θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για ένα μόνιμο δημοσιονομικό ταμείο. Επιπλέον, τονίζεται η ανάγκη για έναν μηχανισμό που θα δίνει κίνητρα στις χώρες να προχωρούν σε δημόσιες επενδύσεις.