Αναδρομικά συνταξιούχων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Όλα τα ποσά με παραδείγματα για το τι χάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι από την μείωση του 4051/2012 που δεν θα πάρουν.
Από 132 ευρώ μέχρι 1.320 ευρώ χάνουν οι συνταξιούχοι του Δημοσίου από τα αναδρομικά τους λόγω του ότι δεν θα τους καταβληθούν οι μειώσεις του νόμου 4051 /2012 λόγω του ότι έχει κριθεί συνταγματική από το Ελεγκτικό συνέδριο. Ο δικηγόρος Γιάννης Μαυρωνάς (www.mavronaslaw.gr/contact) μας αναλύει με παραδείγματα τι χάνουν οι συνταξιούχοι και τι σημαίνει η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που κρίνει συνταγματική την μείωση του 4051 /2012.
Όπως μας αναφέρει πολλά έχουν ειπωθεί, περισσότερα ακόμα θα ειπωθούν το επόμενα διάστημα και ακόμα περισσότερα θα αποτελέσουν αντικείμενο ερμηνειών ένθεν και ένθεν σχετικά με τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων για τα αναδρομικά τους και τον τρόπο που επιλέγει στην παρούσα συγκυρία η Κυβέρνηση να συμμορφωθεί με την απόφαση του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα των περικοπών των συντάξεων και τις απαιτήσεις των συνταξιούχων για δικαίωση.
Πριν επιχειρήσουμε ένα «ψύχραιμο» και ρεαλιστικό σχόλιο των αποφάσεων, ας αναλύσουμε τι σημαίνει η τροπολογία που συμπεριλαμβάνει και τους συνταξιούχους Δημοσίου, σε όσους θα λάβουν ποσά με πολιτική απόφαση το επόμενο διάστημα, χωρίς αγωγές.
Η τροπολογία που κατατέθηκε την Παρασκευή το βράδυ λοιπόν, προβλέπει μεν ότι και οι συνταξιούχοι Δημοσίου θα λάβουν αναδρομικά 11 μηνών, κατά τα πρότυπα της απόφασης του ΣτΕ, ωστόσο θα λάβουν τα ποσά που αντιστοιχούν στις περικοπές μόνο του νόμου 4093/2012 και όχι του νόμου 4051/2012, όπως οι συνταξιούχοι του Δημοσίου Τομέα.
Ας θυμίσουμε τι περιλαμβάνουν οι μειώσεις του καθένα από τους δύο παραπάνω νόμους, οι οποίες έχουν κριθεί αντισυνταγματικές από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Μείωση σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του αριθ.1 του Ν.4051/12
Το ποσό της σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακράτηση των προηγούμενων κρατήσεων των νόμων 3865/10, 4002/11 και 4024/11, και υπερβαίνει τα 1.300,00 €, υπόκειται σε μείωση κατά 12%.
Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο περισσότερων από μία κύριες συντάξεις από το Δημόσιο ή από άλλο Ασφαλιστικό Φορέα λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συντάξεων αυτών και η μείωση γίνεται αναλογικά σε κάθε φορέα ή τομέα.
Μείωση για ποσά συντάξεων που υπερβαίνουν τα 1.000,00 ευρώ (Ν. 4093/12)
Η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων (κυρίων, επικουρικών και μερισμάτων) που υπερβαίνουν τα 1.000 ευρώ, μειώνονται ως εξής:
– από 1.000,00 ευρώ έως και 1.500,00 ευρώ, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά 5%. Το ποσό που απομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ.
– από 1.500,01 ευρώ έως και 2.000,00 ευρώ, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά 10%. Το ποσό που απομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.425,01 ευρώ.
– από 2,000,01 ευρώ έως και 3.000,00 ευρώ, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά 15%. Το ποσό που απομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.800,01 ευρώ.
– από 3.000,01 ευρώ και άνω, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά 20%. Το ποσό που απομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 2.550,01 ευρώ.
Ας δούμε με απλά παραδείγματα τι χάνουν οι συνταξιούχοι του Δημοσίου σε σχέση με αυτούς του Ιδιωτικού Τομέα
-Συνταξιούχος με σύνταξη 1400 ευρώ, προ της μείωσης θα χάσει για 11 μήνες αναδρομικών, 132 ευρώ.
– Με σύνταξη 1500 ευρώ, θα χάσει 264 ευρώ.
– Με σύνταξη 1700 ευρώ, θα χάσει 528 ευρώ.
– Με σύνταξη 2000 ευρώ, θα χάσει 924 ευρώ
– Με σύνταξη 2300 ευρώ, θα χάσει 1320 ευρώ και ούτω καθεξής.
Η απόφαση να μην αποδοθούν στους συνταξιούχους Δημοσίου οι περικοπές του 4051/2012 έστω και για το 11μηνο που θα τις λάβουν οι αντίστοιχοι του ιδιωτικού τομέα, δικαιολογείται έσω της επίκλησης του σκεπτικού της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 29.3.2017, που έκρινε σύμφωνα με το Σύνταγμα αυτές τις περικοπές. Αν διαβάσουμε όμως πιο προσεκτικά την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία, ο Νομοθέτης περισσότερο προσπαθεί να τεκμηριώσει δικαιοπολιτικά την επιλογή του αυτή με την προσφυγή στις συνταγματικές αρχές της ισότητας στα δημόσια βάρη και της κοινωνικής αλληλεγγύης και στην επιταγή να κατανέμεται το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, κάτι που επιπλέον σημαίνει ότι ο κάθε πολίτης θα κληθεί να συνεισφέρει ανάλογα με τις δυνατότητές του ( όπως αυτές κρίνονται από την Πολιτεία) στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε και προκαλεί ο covid-19.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να κάνουμε μερικές παραδοχές και σχόλια επί των γενικότερων αποφάσεων, σχετικά με τα αναδρομικά των συνταξιούχων.
1. Ας παραδεχτούμε και ας δεχτούμε πλέον, μετά από τόσα χρόνια κρίσης, ότι η πολιτική όλων των κυβερνήσεων που κλήθηκαν να διαχειριστούν τα αιτήματα και διεκδικήσεις των συνταξιούχων, υπαγορεύεται και δεσμεύεται ασφυκτικά από τη δημοσιονομική ανάγκη και από τις αυστηρές οδηγίες (sic) των Θεσμών, για το πόσα χρήματα μπορούν να δαπανούνται από το Κράτος για συνταξιοδοτικές παροχές.
2. Η ανάγκη και πίεση αυτή επηρέασε και τα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας, δημιουργώντας -ας μου επιτραπεί η έκφραση- τη νομολογία της «δημοσιονομικής επιβίωσης», δηλαδή σειρά αποφάσεων, που ναι μεν καταρχήν έκριναν διάφορες μειώσεις και εκπτώσεις στο οικονομικό και βιοτικό επίπεδο του Έλληνα πολίτη παράνομες σε ένα αμιγώς θετικό και νομικό επίπεδο, αλλά ανεκτές συνταγματικά, στα πλαίσια της αποφυγής του μεγαλύτερου «κακού» του δημοσιονομικού «εκτροχιασμού» της χώρας.
3. Κάθε απόφαση της παρούσας Κυβέρνησης λοιπόν , όπως και κάθε άλλης που θα ακολουθήσει, όσο επικρατεί η ίδια κατάσταση, σχετικά με τις παροχές ή μη σε συνταξιούχους, είναι πολύ πιο απλό να την προσεγγίσουμε, εάν αντιληφθούμε, πέρα από «ευχάριστες» διακηρύξεις από τη μία ή «δυσοίωνα» αναθέματα από την άλλη, ότι βασικό κίνητρό της, είναι αυτά που δίνονται να μην ξεπερνούν αυτά που…επιτρέπεται να δοθούν στην εκάστοτε οικονομική συγκυρία.
Των παραπάνω δοθέντων, η απόφαση που τελικά παίρνει η Πολιτεία αυτήν την στιγμή παρουσιάζει τα εξής προβλήματα:
1. Αξιοποιεί μεν την ευνοϊκή δημοσιονομικά απόφαση του ΣτΕ που κρίνει ότι πρέπει να δοθούν αναδρομικά 11 μηνών μόνο για τις αντισυνταγματικές μειώσεις, αναγιγνώσκει δε αυθαίρεται και χωρίς καμία νομική δικαιολόγηση ότι εκτός αυτών των αναδρομικών βρίσκονται οι μειώσεις σε επικουρικές συντάξεις και σε δώρα και επιδόματα.
2. Αποφασίζει ότι θα δώσει τα αναλογούντα ποσά με πολιτική απόφαση, αλλά προβλέπει ότι για όποιον τα πάρει, αποσβήνονται όλες οι περαιτέρω αξιώσεις για επικουρικές, δώρα και επιδόματα και περαιτέρω διαστήματα. Ωστόσο, παραδέχεται ότι όσοι έχουν κινηθεί και κινούνται δικαστικά, διεκδικούν διαφορετικά ποσά. Πως θα δικαιολογηθεί λοιπόν νομικά και ηθικά, το ενδεχόμενο τα δικαστήρια, συμμορφωνόμενα με την ουσία της απόφασης του ΣτΕ, να αρχίσουν να επιδικάζουν και τα παραπάνω ποσά; Εδώ θα έχουμε δικαιωμένους δυο ταχυτήτων.
3. Αποφασίζει ότι δεν θα περιμένει την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου και θα δώσει μια δίκαιη λύση, στα πρότυπα της ανάγνωσης της απόφασης του ΣτΕ και για αυτούς, για να μην προκύψει αδικία και διαχωρισμός. Ωστόσο, στην τροπολογία, αγνοεί την ίδια της την συσταλτική ερμηνεία στην απόφαση του ΣτΕ που προβλέπει αναδρομικά 11μήνου για αμφότερες τις περικοπές των νόμων 4051 και 4093/2012 και χρησιμοποιεί κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που κρίνει ότι οι περικοπές του 4051 είναι θεμιτές! Εδώ έχουμε μια «εγγενή» αντίφαση, πέρα από το σχήμα πρωθύστερο του να δίνεται λύση πριν την τελική κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των θεμάτων, που μπορεί νομικά να ανατρέψει τις επιλογές αυτές.
4. Σε κάθε περίπτωση και προλαμβάνοντας αυτούς που θα πουν, ότι αποφασίζεται για τους συνταξιούχους Δημοσίου που είχαν μόνο μεγάλες συντάξεις ( άνω των 1300 ευρώ ) να μην δοθούν περαιτέρω αναδρομικά, η ηθική αυτή δικαιολόγηση θα μπορούσε να σταθεί, εάν η ίδια επιλογή είχε γίνει και για του συνταξιούχους του Ιδιωτικού Τομέα, οι οποίοι θα λάβουν τα αντίστοιχα ποσά.
Συμπερασματικά, μπορεί όσοι επιχειρούμε να προσεγγίσουμε τα θέματα αυτά με ορθολογισμό και ρεαλισμό, να αντιλαμβανόμαστε τις ανάγκες που οδηγούν σε συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις, στα πλαίσια της οικονομικής επιβίωσης της χώρας, ιδιαίτερα σε αυτές τις «άνευ προηγουμένου» συνθήκες υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, ωστόσο οι αποφάσεις αυτές θα πρέπει να είναι πιο δίκαιες, να εμπεδώνουν την ισότητα μεταξύ των πολιτών και να μην δημιουργούν διαφορετικά «στρατόπεδα» δικαιωμένων, λιγότερο δικαιωμένων και αδικημένων και τέλος να δικαιολογούνται αρκετά πιο εμπεριστατωμένα σε νομικό και ηθικοπολιτικό επίπεδο.