Οι μισές και πλέον μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Ευρώπης, που απασχολούν τα 2/3 των Ευρωπαίων εργαζομένων, εκφράζουν φόβους πως δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν μέσα στους επόμενους μήνες. Η δυσοίωνη εικόνα προκύπτει από σχετική δημοσκόπηση που διεξήγαγε η συμβουλευτική εταιρεία McKinsey και δόθηκε την Πέμπτη στη δημοσιότητα.
Δεύτερο κύμα
Τα πορίσματά της είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά, καθώς η δημοσκόπηση διεξήχθη στη διάρκεια του Αυγούστου, όταν ακόμη δεν είχε εκδηλωθεί το δεύτερο κύμα της πανδημίας και δεν είχαν αναγκαστεί οι κυβερνήσεις να επαναφέρουν τα περιοριστικά μέτρα, δια-κινδυνεύοντας νέο πλήγμα στην οικονομία. Και όλα αυτά όταν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν δεχθεί καίριο πλήγμα από την πανδημία, με το 70% εξ αυτών να αναφέρει μείωση εσόδων.
Το σχετικό ερωτηματολόγιο δόθηκε σε περισσότερες από 2.200 επιχειρήσεις σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες και συγκεκριμένα σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Βρετανία. Από τις απαντήσεις προκύπτει πως 55% των επιχειρήσεων έβλεπαν από τον Αύγουστο ζοφερό το μέλλον τους, καθώς εκτιμούσαν πως θα κλείσουν τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους εάν τα έσοδά τους παραμείνουν στα υφιστάμενα επίπεδα. Με τα σημερινά δεδομένα άλλωστε, μία στις 10 μικρομεσαίες επιχειρήσεις αναμένεται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης μέσα στους επόμενους έξι μήνες.
Πρόκειται για την κατηγορία επιχειρήσεων που σε όλη την Ευρώπη απασχολεί πάνω από 90 εκατομμύρια άτομα. Το μικρό μέγεθός τους, όμως, τις καθιστά ευάλωτες σε περιόδους κρίσης και έλλειψης ρευστότητας. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, το 83% των 85.000 επιχειρήσεων που έχουν καταρρεύσει μετά τον Φεβρουάριο απασχολούσε λιγότερους από πέντε υπαλλήλους η κάθε μία.
Τα κρατικά προγράμματα στήριξης των θέσεων εργασίας που υιοθέτησαν οι κυβερνήσεις από την αρχή της πανδημίας και το μορατόριουμ στην αποπληρωμή δόσεων δανείων έχουν κρατήσει στη ζωή πολλές επιχειρήσεις. Καθώς, όμως, εκπνέουν ορισμένα από τα εν λόγω προγράμματα, η γερμανική ομοσπονδιακή τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας προειδοποιούν για το επερχόμενο κύμα πτωχεύσεων.
«Θα αποτελέσει σοβαρή επιβάρυνση για τον χρηματοπιστωτικό τομέα», σχολιάζει ο ένας εκ των συντακτών της έρευνας, ο Ζντράβκο Μλάντενοφ, αναφερόμενος μόνο σε ένα από τα παρεπόμενα μιας τέτοιας αρνητικής εξέλιξης, που πρωτίστως θα επέφερε μεγάλο πλήγμα στην αγορά εργασίας οδηγώντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στην ανεργία.
Ευάλωτη
Σύμφωνα, πάντως, με δημοσκόπηση που διεξήγαγε τον περασμένο μήνα το Reuters μεταξύ οικονομολόγων, στην πλειονότητά τους εκτιμούν πως το επόμενο έτος η οικονομία της Ευρωζώνης δεν πρόκειται να αναπτυχθεί περισσότερο από 5,5% μετά την ύφεση 8% του τρέχοντος έτους. Προειδοποιούν, εξάλλου, ότι ακόμη και αυτή η περιορισμένη ανάκαμψη είναι ευάλωτη και μπορεί να ανασταλεί σε περίπτωση περαιτέρω επιδείνωσης στο μέτωπο της πανδημίας.
Σχολιάζοντας, άλλωστε, τον κίνδυνο των μαζικών πτωχεύσεων, στελέχη του ΔΝΤ τόνισαν στο blog του Ταμείου ότι «οι ιθύνοντες που χαράσσουν πολιτική πρέπει να κάνουν ό,τι και αν χρειαστεί για να αναχαιτίσουν την πανδημία και τον οικονομικό της αντίκτυπο και να μην επαναλάβουν το λάθος που έκαναν στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, όταν ανακάλεσαν πρόωρα τα προγράμματα στήριξης».
Τα στελέχη του Ταμείου επικαλέστηκαν τα μέτρα που υιοθέτησαν οι κυβερνήσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους, για να διευκρινίσουν πως «οι πολιτικές για τη στήριξη των επιχειρήσεων πρέπει να περιορισθούν στην εξασφάλιση ρευστότητας και γενικότερα να διασφαλίσουν πως θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν εταιρείες που είναι βιώσιμες αλλά αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας.