Κατά την παρ. 8 του άρθρου 2 ν. 3846/2010, «καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω μη αποδοχής από τον μισθωτό εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση είναι άκυρη».
Η εν λόγω διάταξη έχει ως σκοπό να προστατεύσει τον ήδη απασχολούμενο με πλήρες ωράριο, όταν η καταγγελία είναι συνέπεια της άρνησης του μισθωτού να δεχθεί την πρόταση του εργοδότη για μερική απασχόληση.
Έχει δηλαδή η διάταξη σκοπό να προστατεύσει τον εργαζόμενο από τις προσπάθειες του εργοδότη να τροποποιήσει τον χρόνο εργασίας και τη μορφή της συμβάσεως από πλήρους σε μερικής απασχόλησης χωρίς να συντρέχει αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί μια τέτοια τροποποίηση, δεν έχει όμως ως σκοπό να αποτρέψει την προσφυγή σε μερική απασχόληση όταν με τον τρόπο αυτό πρόκειται να αποτραπούν απολύσεις και να περισωθούν ήδη υφιστάμενες θέσεις εργασίας.
Η καταγγελία δηλαδή είναι άκυρη στην περίπτωση που λόγο της αποτελεί αυτή καθ’ εαυτήν η άρνηση του εργαζομένου να συναινέσει σε μετατροπή της σχέσης του από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, και δεν απαγορεύει η εν λόγω διάταξη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας όταν αιτία της πρότασης του εργοδότη για μεταβολή του χρόνου εργασίας αποτελούν λόγοι που προϋπάρχουν της άρνησης του εργαζομένου, όπως π.χ. οικονομικοτεχνικοί λόγοι ή η εφαρμογή ενός γενικότερου επιχειρηματικού σχεδίου με την υλοποίηση του οποίου αποτρέπονται οι απολύσεις.
Εξ άλλου, δεν είναι νόμιμη η επιβολή συστήματος εκ περιτροπής απασχολήσεως(ακολουθουμένη από μείωση αποδοχών) κατά το διάστημα της προειδοποιήσεως (καταγγελία με προειδοποίηση).
Αν επιβληθεί τέτοιο σύστημα, ο μισθωτός του οποίου έχει καταγγελθεί με προειδοποίηση η σύμβαση εργασίας πρέπει, παρά την μείωση του χρόνου εργασίας, να εξακολουθήσει και υπό το νέο σύστημα να λαμβάνει πλήρεις τις αποδοχές του (Απόφαση του Α.Π., Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου, τόμος 2020, σελ. 575 επ.).