ΑΡΙΘΜΟΣ 359/2020 (Ποινική)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος. Τόπος τέλεσης του εγκλήματος. Τοπική αρμοδιότητα στην ακάλυπτη επιταγή. Υπέρβαση εξουσίας.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου (κλητηρίου θεσπίσματος) που περιέχει με ποινή ακυρότητας, μεταξύ άλλων, ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, έτσι ώστε να ικανοποιηθεί το δικαίωμα αυτού από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ να πληροφορηθεί την κατηγορία που του αποδίδεται και να μπορέσει να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Ο καθορισμός της πράξης είναι ακριβής, όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη σ’ αυτό ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου της πράξης και την απειλούμενη ποινή, χωρίς, όμως, να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, δεν ταυτίζεται. Ως άρθρο του ποινικού νόμου, που πρέπει να αναφέρεται, με ποινή ακυρότητας, στο κλητήριο θέσπισμα νοείται μόνο η διάταξη που προβλέπει την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, δηλαδή η ειδική ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το συγκεκριμένο έγκλημα και καθορίζει αφηρημένα, ως άμεση και κύρια έννομη συνέπεια της συνδρομής των όρων του πραγματικού της, την ποινή που επισύρει η τέλεση της πράξης, σε απλή ή διακεκριμένη μορφή, ώστε να προκύπτει με σαφήνεια και βεβαιότητα η ταυτότητα και η νομική φύση και διαβάθμισή της ως πλημμεληματικής ή κακουργηματικής με τυχόν επιβαρυντικές περιστάσεις τέλεσής της. Ως επίσημη σφραγίδα νοείται η επίσημη σφραγίδα της οικείας εισαγγελίας, ενώ η υπογραφή του εισαγγελέα στο αντίτυπο του κλητηρίου θεσπίσματος που επιδίδεται στον κατηγορούμενο αρκεί να έχει τεθεί με μηχανικό μέσο και να καλύπτει ολόκληρο το κείμενο αυτού και τις τυχόν ουσιώδεις παραπομπές.
– Η διάταξη του άρθρου 321 παρ.1 εδ. ε’ ΚΠΔ απαιτεί απλώς την υπογραφή του εισαγγελέα και όχι την ιδιόγραφη τοιαύτη. Ανάλογη πρόβλεψη υπάρχει και στο άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974 και αποτελεί εσωτερικό δίκαιο με υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 Σ.), το οποίο ορίζει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα α) να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα που εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια τη φύση και τον λόγο της σε βάρος του κατηγορίας και β) να διαθέτει τον χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Διαφορετικά, αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει αυτά τα στοιχεία, είναι άκυρο, κατά το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ, και οι σχετικές ελλείψεις αποδεικνύονται από το αντίτυπο που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το αντίτυπο που επισυνάπτεται στη δικογραφία και, σε περίπτωση έλλειψής τους, από το αποδεικτικό επίδοσης (άρθρο 321 παρ. 5 ΚΠΔ) ενώ, αν υπάρχει αντίθεση μεταξύ του αντιτύπου που επιδόθηκε (ή της δικογραφίας) και του αποδεικτικού επίδοσης, υπερισχύει το πρώτο. Η ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία αφορά πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο και είναι σχετική, πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ και ήδη 174 παρ.2 νέου ΚΠοινΔ, να προταθεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την κατηγορία σε τελευταίο βαθμό, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, κατά το άρθρο 174 παρ. 1 και ήδη 175 παρ.1 του ΚΠΔ Ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλει εναντίωση στην πρόοδό της, προτείνοντας την ακυρότητα. Αν ο κατηγορούμενος δεν παραστεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία συνεπιφέρει αναγκαίως ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και της καταδικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί (άρθρο 175 και ήδη 176 παρ.2 του ΚΠΔ), δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της σχετικής εκκλητής απόφασης. Επίσης, αν η ακυρότητα προταθεί έγκαιρα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απορριφθεί η σχετική ένσταση, ο κατηγορούμενος μπορεί να επαναφέρει στην εφετειακή δίκη την πρόταση ακυρότητας και την αντίρρησή του στην πρόοδο της διαδικασίας με σχετικό λόγο έφεσης (άρθρο 173 παρ. 1 εδ. β’ περ. β’ και ήδη 174 παρ.2 εδ.γ’ του ΚΠΔ). Αυτό συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση, για να προβληθεί παραδεκτά ο σχετικός ισχυρισμός πριν ο εισαγγελέας αναπτύξει την έφεση και πριν αρχίσει η εξέταση των αποδεικτικών μέσων.
– Κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, ήδη δε, όπως συνάγεται από το άρθρ. 468 παρ.2 του νέου ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για τα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που πλήττονται με τους λόγους της έφεσης. Αν η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος προβληθεί με παραδεκτό και ορισμένο λόγο έφεσης και το δικαστήριο δεν απαντήσει, στοιχειοθετείται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β’ του νέου ΚΠΔ για έλλειψη ακρόασης που δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα (κατ’άρθρ. 171 παρ.2 του ίδιου Κώδικα) και σχετική ακυρότητα της διαδικασίας, ενώ, αν απορρίψει αναιτιολόγητα τη σχετική ένσταση, στοιχειοθετείται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
– Κατά μεν το άρθρο 16 Π.Κ., τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθε ή σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε, σύμφωνα με την πρόθεση του υπαίτιου, να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, κατά δε το άρθρο 122 παρ. 1 ΚΠΔ, η τοπική αρμοδιότητα προσδιορίζεται από τον τόπο όπου τελέστηκε το έγκλημα ή όπου κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο κατηγορούμενος όταν αρχίζει η ποινική δίωξη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην περίπτωση του καθιερούμενου με τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ.1325/1972, εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ως τόπος τελέσεως θεωρείται, τόσο ο τόπος εκδόσεως, όσο και ο τόπος πληρωμής της επιταγής. Επομένως, αρμόδιο κατά τόπο είναι και το Δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου τελέσθηκε ένας από τους σωρευτικά αναφερόμενους τρόπους του εν λόγω μικτού εγκλήματος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο τόπος, ο οποίος αναγράφεται στην επιταγή ως τόπος εκδόσεως και πληρωμής της επιταγής.
– Συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ (πρώην Η’) ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως η παράβαση των περί τοπικής αρμοδιότητας διατάξεων, εφόσον η περί αναρμοδιότητας κατά τόπο ένσταση, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 2 ΚΠΔ, προβλήθηκε μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αν η κατά τόπο αναρμοδιότητα του δικαστηρίου δεν προταθεί από κάποιο διάδικο ή τον Εισαγγελέα ή δεν γίνει αντιληπτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, καλύπτεται και δεν μπορεί να προταθεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Αν ο κατηγορούμενος καταδικασθεί ερήμην στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν προβάλλει με λόγο εφέσεως την κατά τόπο αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η αναρμοδιότητα αυτή καλύπτεται, και δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως.