ΑΡΙΘΜΟΣ 57/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου. Παρεπόμενες ποινές. Στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Απέλαση.
– Με βάση γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 2 του ΠΚ και 590 παρ. 1 του ΚΠΔ, οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Η διαδικασία, δηλαδή, χωρεί σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο, που επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και, συνεπώς, οι μεν πράξεις, οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου, είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας και, επομένως, και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με το νέο νόμο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, “αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένους”. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (ΟλΑΠ 1/2014). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου ΠΚ, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ θεωρείται η πρώτη βαρύτερη της δεύτερης και σε περίπτωση χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 461 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), “Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό”, ενώ κατά το άρθρο 463 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, “Όπου ειδικοί νόμοι παραπέμπουν σε άρθρα του καταργούμενου Ποινικού Κώδικα, οι παραπομπές αυτές από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα θεωρείται ότι γίνονται στις αντίστοιχες διατάξεις αυτού”. Με τη διάταξη δε του άρθρου 83 περ. α’ του ίδιου Κώδικα ορίζεται “Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη”, η διάρκεια της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη ούτε είναι κατώτερη των πέντε ετών. Η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 83 περ. α’ του νέου ΠΚ είναι φανερά επιεικέστερη της αντίστοιχης του προϊσχύσαντος ΠΚ, με την οποία οριζόταν, ότι “Όπου στο γενικό μέρος προβλέπεται ποινή ελαττωμένη χωρίς κανένα άλλο προσδιορισμό, η ποινή που πρέπει να επιβληθεί επιμετρείται ως εξής: α) αντί για την ποινή …. της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών”, το ανώτερο όριο της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, ήταν τα είκοσι έτη. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 59 του νέου ΠΚ, που ορίζει τις παρεπόμενες ποινές, προκύπτει ότι μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνεται η ποινή της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, που προβλεπόταν από τις διατάξεις των άρθρων 59 έως 61 του προϊσχύσαντος ΠΚ στις καταδίκες σε ισόβια κάθειρξη, κάθειρξη αόριστης διάρκειας ή πρόσκαιρη κάθειρξη, η οποία έτσι καταργήθηκε, γιατί κρίθηκε πλέον ως παρωχημένη (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019, άρθρο 59), ενώ με τον ισχύοντα από 1-7-2019 νέο ΠΚ καταργήθηκε και η δικαστική απέλαση, που προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 74 του προϊσχύσαντος ΠΚ σε περίπτωση καταδίκης αλλοδαπού σε κάθειρξη, υπό τις αναφερόμενες σ’ αυτήν προϋποθέσεις, καθώς δεν επαναδιατυπώθηκε στο νέο ΠΚ. Και τούτο, διότι, κατά την αιτιολογική έκθεση, κρίθηκε ότι πρέπει η απέλαση να διατηρηθεί μόνο ως διοικητικού χαρακτήρα μέτρο, στις περιπτώσεις που η παρουσία ενός αλλοδαπού στη χώρα θεωρείται ότι δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Επομένως, συντρέχει περίπτωση επιεικέστερου νόμου και ως προς τις παρεπόμενες ποινές της αποστέρησης των πολιτικών τους δικαιωμάτων και της απέλασης που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση στους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες, για την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, αφού οι παρεπόμενες αυτές ποινές έχουν καταργηθεί. Ενόψει όλων αυτών, πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή, σύμφωνα με τα άρθρα 511 εδ. δ’ και 514 εδ. δ’ περ. β’ του νέου ΚΠΔ, των ως άνω επιεικέστερων διατάξεων, εφόσον οι υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης είναι παραδεκτές, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση α) ως προς τις περί ποινών κάθειρξης διατάξεις της, που αφορούν την πράξη της διακίνησης (με τη μορφή της καλλιέργειας) ναρκωτικών ουσιών από κοινού, κατ’ επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, για την οποία επιβλήθηκε στους κατηγορούμενους, λόγω αναγνώρισης ελαφρυντικού, μειωμένη ποινή κάθειρξης, αναγκαίως δε και ως προς τον καθορισμό της συνολικής ποινής καθενός των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων και β) ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής σε καθέναν από τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες των παρεπόμενων ποινών της αποστέρησης των πολιτικών τους δικαιωμάτων τους για πέντε (5) έτη και της απέλασή τους από τη χώρα μετά την έκτιση των επιβληθεισών σ’ αυτούς ποινών ή την υφ’ όρον απόλυσή τους, τις οποίες πρέπει να απαλείψει ο Άρειος Πάγος, αφού δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής στο Δικαστήριο της ουσίας κατά τούτο, λόγω έλλειψης αντικειμένου περαιτέρω έρευνας και να παραπεμφθεί κατά το ανωτέρω αναιρούμενο υπό στοιχ. α’ μέρος (που αφορά μόνο το σκέλος της ποινής) η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, συγκροτούμενο, εφόσον είναι δυνατό, από τους ίδιους δικαστές, που δίκασαν προηγουμένως και σε περίπτωση αδυναμίας από άλλους (άρθρα 519 και 522 ΚΠΔ).