ΑΡΙΘΜΟΣ 194/2020 (ποινική)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Διατάραξη οικιακής ειρήνης. Προθεσμία έγκλησης. Υπέρβαση εξουσίας.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 334 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της υπό κρίση πράξης και μέχρι την αντικατάστασή του με τον Ν. 4619/2019, που τέθηκε σε ισχύ από την 01η-07-2019 και η οποία τυγχάνει ευμενέστερη από την ήδη ισχύουσα, “Όποιος εισέρχεται παράνομα ή παραμένει παρά τη θέληση του δικαιούχου στην κατοικία άλλου ή στο χώρο που αυτός χρησιμοποιεί για την εργασία του ή σε χώρο περικλεισμένο που αυτός κατέχει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της διαταράξεως οικιακής ειρήνης απαιτείται παράνομη είσοδος ή παραμονή στην κατοικία άλλου ή στους άνω χώρους και δολία προαίρεση, ως παράνομη δε είσοδος νοείται η αυθαίρετος είσοδος στην κατοικία ή στους άνω χώρους της εργασίας του ή τον περικλεισμένο που αυτός κατέχει. Η εναντίωση του δικαιούχου μπορεί να εκφράζεται ρητώς ή σιωπηρώς, δικαιούχος δε είναι κάθε κάτοχος, ανεξάρτητα από τη νομική σχέση με την οποία παραμένει στο συγκεκριμένο χώρο (ιδιοκτήτης, προσωπικό), ο οποίος μπορεί και να είναι απών κατά τον χρόνο της παράνομης εισόδου.
– Κατά το άρθρο 117 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τον Ν. 4619/2019 (αντιστοιχεί δε στην όμοια κατά περιεχόμενο διάταξη του άρθρου 114 παρ. 1 του νέου ΠΚ) , “Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της”. Ως γνώση θεωρείται η πληροφόρηση του δικαιούχου σε έγκληση κατά τρόπο πλήρη, σαφή και συγκεκριμένο περί των πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία κατόρθωσε να μορφώσει πλήρη γνώμη για την πράξη, δηλαδή μόλις ο δικαιούμενος λάβει γνώση όλων των στοιχείων που απαιτούνται για την τελεσθείσα πράξη. Η τρίμηνη προθεσμία είναι αποκλειστική και για τον υπολογισμό της λαμβάνεται υπόψη και η ημέρα της γνώσεως, λήγει δε όταν παρέλθει η τελευταία ημέρα του τρίτου μηνός που αντιστοιχεί αριθμητικώς με την ημέρα ενάρξεως δηλαδή με την ημέρα, κατά την οποία ο δικαιούμενος σε υποβολή εγκλήσεως έλαβε γνώση της τελέσεως της πράξεως και του προσώπου που την τέλεσε ή κάποιου από τους συμμέτοχους. Η δε έγκληση απαιτείται να είναι ρητή και σαφής, χωρίς όρους, αιρέσεις ή προθεσμίες, δεν απαιτείται όμως να διατυπώνεται και κατά τρόπο πανηγυρικό αλλά αρκεί να προκύπτει από αυτήν, έστω και έμμεσα, η θέλησή του δικαιούμενου σε έγκληση προσώπου να τιμωρηθεί ο δράστης του κατ’ έγκληση διωκόμενου αδικήματος. Αρκεί, περαιτέρω να αναφέρονται στην έγκληση τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αξιόποινη πράξη, χωρίς να ενδιαφέρει ο τυχόν εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός από τον εγκαλούντα διότι αυτός γίνεται από τον Εισαγγελέα και, στη συνέχεια, το δικαστήριο.
Συνεπώς, επί των κατ’ έγκληση διωκομένων εγκλημάτων, όπως και το προαναφερόμενο της διατάραξης της οικιακής ειρήνης, αν δεν υπάρχει έγκληση ή αυτή είναι απαράδεκτη (εκπρόθεσμη, μη τήρηση τύπων κλπ.) και παρά ταύτα ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών άσκησε δίωξη, αντί να την απορρίψει κατά το άρθρο 47 ΚΠΔ, η ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη από το δικαστήριο. Άλλωστε, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν το Δικαστήριο, επί εγκλήματος που διώκεται κατ’ έγκληση, προχώρησε στην καταδίκη του κατηγορουμένου, παρά το ότι δεν είχε υποβληθεί η απαιτούμενη έγκληση (περ. δ’ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ).