Υιοθετώντας την άποψη της μειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών απευθύνει για πρώτη φορά ερωτήματα στο Δικαστήριο της ΕΕ για τα δάνεια σε ελβετικό
Με μία ιδιαιτέρως σημαντική απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (ΠολΠρΑθ 1599/2020) ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και απηύθηνε μία σειρά από προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών υιοθέτησε κατά πλειοψηφία την άποψη της μειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σχετικά με τη δυνατότητα ελέγχου καταχρηστικότητας των όρων των δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο.
Το Lawspot, παρακολουθώντας επί σειρά ετών το σχετικό ζήτημα, δημοσιεύει την απόφαση, με την οποία για πρώτη φορά τίθενται τα εν λόγω ερωτήματα στο Δικαστήριο της ΕΕ από ελληνικό δικαστήριο.
Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο της ΕΕ έχει ήδη εκδώσει αποφάσεις στο αντικείμενο των δανείων σε ξένο νόμισμα, έπειτα από σχετικά ερωτήματα δικαστηρίων άλλων κρατών – μελών της ΕΕ.
Μάλιστα, το Πολυμελές Πρωτοδικείο σημειώνει στην απόφασή του ότι έχει τη γνώμη (κατά πλειοψηφία) ότι τα Ελληνικά δικαστήρια μπορούν να προβούν σε έλεγχο καταχρηστικότητας και ρητρών, οι οποίες απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού (και ενδοτικού) δικαίου.
Συγκεκριμένα, στην απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναφέρεται:
«Περαιτέρω, σύμφωνα με την άποψη της μειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, την οποία (κατά πλειοψηφία) υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, ως προς το εν λόγω ζήτημα έγινε δεκτό ότι: η εξαίρεση του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, η οποία δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ερμηνευτικά ότι εμπεριέχεται στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994. Αν ο εθνικός νομοθέτης ήθελε τη μεταφορά του, θα το έπραττε με ρητό και ειδικό τρόπο, σε κάθε δε περίπτωση οι εξαιρέσεις από τον κανόνα (ότι όλοι οι ΓΟΣ πρέπει να ελέγχονται για καταχρηστικότητα) πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά, ώστε να μη φαλκιδεύεται ο κανόνας αυτός. Τούτο δικαιολογείται από το γεγονός ότι η Οδηγία 93/13/ΕΚ προέβη σε μερική μόνο κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταχρηστικών ρητρών, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 12 του Προοιμίου της, παρέχοντας με το άρθρο 8 αυτής εξουσιοδότηση στα κράτη να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από αυτήν, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.
Τούτο επιτυγχάνεται με τη μη μεταφορά διατάξεων της Οδηγίας που περιορίζουν το πεδίο προστασίας του καταναλωτή, όπως συμβαίνει με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 της επίμαχης Οδηγίας, που δεν μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο, παρά τις διαδοχικές, τροποποιήσεις του ν. 2251/1994. Έτσι, εφόσον υπήρξε σκόπιμη παράλειψη μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της εξαίρεσης του άρθρου 1 παρ. 2 της επίμαχης Οδηγίας, αυτή (Οδηγία), κατά τη μη μεταφερθείσα διάταξή της, δεν παράγει άμεσο οριζόντιο (μεταξύ ιδιωτών) αποτέλεσμα, ούτε είναι δυνατή η σύμφωνη προς το πνεύμα και τους σκοπούς της Οδηγίας ερμηνεία του εθνικού δικαίου και δη της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994), αφού θα προκαλούσε απομείωση της μεγαλύτερης προστασίας του καταναλωτή στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης του Ν.2251/1994 (με τη μη μεταφορά της εξαίρεσης του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας) και συνεπώς θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου.
Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση ανακύπτει αμφιβολία ως προς την ερμηνεία διατάξεων της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, και ειδικότερα το ζήτημα της εφαρμογής ή όχι της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας σε περίπτωση που η εν λόγω διάταξη δεν έχει ενσωματωθεί ρητά σε μία Εθνική, εν προκειμένω, την Ελληνική Νομοθεσία.
Επομένως, το Δικαστήριο αυτό θεωρεί απαραίτητο να απευθύνει ερώτημα προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η ανωτέρω κρίση αποτελεί προκριματικό ζήτημα για την εξέταση του σχετικού ισχυρισμού περί ακυρότητας ως καταχρηστικών των προαναφερθέντων υπ’ αριθ. 4.5 και 8.1 παρ. 3 της ένδικης δανειακής σύμβασης.
Ειδικότερα, σε περίπτωση που κριθεί ότι η ως άνω εξαίρεση δεν έχει εισαχθεί στο Ελληνικό δίκαιο, τότε το παρόν Δικαστήριο δύναται να κηρύξει άκυρους τους ανωτέρω όρους λόγω καταχρηστικότητας, δυνατότητα η οποία δεν υπάρχει σε περίπτωση που κριθεί ότι πράγματι η ανωτέρω εξαίρεση, μπορεί να θεωρηθεί, ερμηνευτικά, ότι έχει εισαχθεί στο Ελληνικό δίκαιο.
Σημειώνεται ότι το παρόν Δικαστήριο, έχει τη γνώμη κατά πλειοψηφία, ότι η εν λόγω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ δεδομένου ότι δεν έχει εισαχθεί ρητά στο Ελληνικό δίκαιο δεν εφαρμόζεται, με αποτέλεσμα τα Ελληνικά δικαστήρια να μπορούν να προβούν σε έλεγχο καταχρηστικότητας και ρητρών, οι οποίες απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού (και ενδοτικού) δικαίου.
Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, υποστηρίχθηκε η άποψη (ΟλΑΠ 4/2019) ότι, παρότι, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το Ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνείας.
Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2251/1994 αποτελεί αυτούσια μεταφορά των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ. Επομένως, αντιστοιχίζοντας το περιεχόμενο των ανωτέρω διατάξεων (6 παρ. 2 Ν. 2251/1994 = 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 93/13/ΕΚ) καταλήγουμε στο πρόδηλο συμπέρασμα ότι σύμφωνα με την εν λόγω άποψη η εξαίρεση του ελέγχου καταχρηστικότητας των όρων που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού (και ενδοτικού) δικαίου, παρόλο που δεν εισήχθη με ρητή διάταξη στο Ελληνικό δίκαιο εν τούτοις μπορεί να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας. Η ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση αποτελεί και ένα από τα προδικαστικά ερωτήματα που απευθύνονται στο ΔΕΕ, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης», σημειώνει το Δικαστήριο.
Τα προδικαστικά ερωτήματα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) είναι τα εξής:
1) Κατά την έννοια του άρθρου 8 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ που προβλέπει δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή, μπορεί ένα κράτος μέλος να μην ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και να επιτρέψει τον δικαστικό έλεγχο και ρητρών που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου;
2) Είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το άρθρο 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της Οδηγίας 93/13/ΕΚ αν και δεν εισήλθε ρητά στο Ελληνικό δίκαιο εισήλθε έμμεσα σύμφωνα με το περιεχόμενο των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της ανωτέρω Οδηγίας, όπως αυτό μεταφέρθηκε στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 22541/1994;
3) Στην έννοια των καταχρηστικών όρων και του εύρους τους όπως αυτοί ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της Οδηγίας 93/13 περιέχεται η εξαίρεση του άρθρου 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της οδηγίας 93/13;
4) Καταλαμβάνεται από τον έλεγχο της καταχρηστικότητας γενικού όρου συναλλαγής κατά τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, ο όρος σε πιστωτική σύμβαση που συνάπτει καταναλωτής με πιστωτικό ίδρυμα, ο οποίος αποδίδει το περιεχόμενο κανόνα ενδοτικού δικαίου του κράτους μέλους, εφόσον ο σχετικός όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής διαπραγμάτευσης;
Ευχαριστούμε τον δικηγόρο κ. Βασίλειο Κοντογιάννη για την αποστολή της απόφασης, την οποία μπορείτε να βρείτε εδώ.
Η υπόθεση εκδικάζεται ενώπιον του ΔΕΕ το Νοέμβριο.