Επανέρχεται το «καυτό» θέμα της προτεραιότητας που πρέπει να δίνεται στους εργαζόμενους σε περιπτώσεις πλειστηριασμών και στο προϊόν της πτωχεύσεως σε περιπτώσεις πτώχευσης επιχειρήσεων, καθώς, όπως φαίνεται, αίρεται η πρόσφατη «φιλεργατική» ρύθμιση, με αποτέλεσμα να παραμένει το προηγούμενο καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο προηγείται η ικανοποίηση των απαιτήσεων των ενυπόθηκων δανειστών (ήτοι των Τραπεζών κατά κύριο λόγο), του Δημοσίου και των ασφαλιστικών φορέων.
Της Μαρίας Δήμα
Με τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα, όπως μεταρρυθμίστηκε το καλοκαίρι του 2015, οι εργαζόμενοι ήταν ουσιαστικά τελευταίοι στη σχετική κατάταξη, καθώς ικανοποιούνταν για τις εργατικές απαιτήσεις, μόνο μετά την ικανοποίηση των ενυπόθηκων δανειστών. Η ρύθμιση αυτή είναι ευνόητο ότι ουσιαστικά απέκλειε την ικανοποίηση των εργατικών αξιώσεων, αφού όλες οι επιχειρήσεις είχαν προβεί σε δανεισμό από Τράπεζες με παράλληλη χορήγηση εμπράγματης εξασφάλισης σε αυτές.
Όπως τονίζει και ο δικηγόρος – εργατολόγος στον Άρειο Πάγο, Δημήτρης Περπατάρης, η αδικία αυτή φάνηκε να αποκαθίσταται – εν μέρει – τον Ιούλιο του 2020 με την ακόλουθη διάταξη που ψηφίσθηκε τότε, η οποία έχει επί λέξει ως εξής:
«Άρθρο 43 – Ερμηνευτική διάταξη ως προς τον χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις
Κατά την αληθή τους έννοια, οι διατάξεις: α) της περ. 19 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 της παρ. 2 του ν. 4446/2016 και (β) του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α΄ 87) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος των παραπάνω νόμων. Για την κατάταξη των πιστωτών στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται υπόψιν το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης.
Η άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων κατά της κατάταξης των πιστωτών με βάση τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν αναστέλλει τη διανομή στις περιπτώσεις του εδαφίου αυτού.» (NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4715/2020 – ΦΕΚ 149/Α/1-8-2020)
Κατά την αληθή ερμηνεία της διάταξης αυτής, οι εργαζόμενοι επιχειρήσεων, οι οποίες είτε είχαν πτωχεύσει είτε περιουσιακά τους στοιχεία είχαν εκπλειστηριασθεί προ της 1-1-2016 θα ικανοποιούνταν προνομιακά, σύμφωνα με τους προγενέστερους νόμους οι οποίοι ήταν απόλυτα ευνοϊκοί για αυτούς, όπως προαναφέρθηκε.
Μάλιστα, η διάταξη αυτή ικανοποίησε το αίσθημα δικαίου της κοινωνίας, με αφορμή τους εργαζόμενους της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, οι οποίοι, μετά από δέκα χρόνια δικαστικών αγώνων, εξακολουθούσαν να παραμένουν απλήρωτοι. Αυτό, βέβαια, αφορούσε και πολλές άλλες σχετικές περιπτώσεις.
Όμως, με ένα νέο σχέδιο νόμου του Πτωχευτικού Κώδικα, με τίτλο «ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ», του οποίου έχει ολοκληρωθεί η δημόσια διαβούλευση, και του οποίου επίκειται η ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής, η Κυβέρνηση, δυστυχώς αντί να διευρύνει την ικανοποίηση των εργαζομένων των πληττομένων επιχειρήσεων (οι οποίοι μετά από 10 χρόνια μνημονίων και οικονομικής ύφεσης, βρίσκονται σε απόγνωση, αντιμετωπίζοντας προβλήματα ακόμα και για την επιβίωση αυτών και των οικογενειών τους), με πλάγιο τρόπο, στις μεταβατικές – καταργούμενες διατάξεις του νομοσχεδίου αυτού, επιχειρεί να αναιρέσει αυτή της την «φιλεργατική» της ρύθμιση στο πολλαπλάσιο.
Ειδικότερα, η υπό ψήφιση διάταξη έχει επί λέξει ως εξής: «Άρθρο 170 – Καταργούμενες διατάξεις 1. Από την ημερομηνία του πρώτου εδαφίου του άρθρου 171, καταργείται ο ν. 3588/2007. Όπου γίνεται αναφορά σε νόμο στον Πτωχευτικό Κώδικα, ν. 3588/2007, νοείται ο Κώδικας Φερεγγυότητας και Δεύτερης Ευκαιρίας του παρόντα νόμου. Οι εκκρεμείς κατά το χρόνο δημοσίευσης διαδικασίας εξελίσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εκτός όπου άλλως ρητά ορίζεται στο παρόν ή από τις προϊσχύουσες του ν. 3588/2017 διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 182 αυτού. Κατ ́ εξαίρεση, με απόφαση της πλειοψηφίας της συνέλευσης των πιστωτών εκκρεμούς πτωχευτικής διαδικασίας, επιτρέπεται η συνέχιση της διαδικασίας στο στάδιο στο οποίο βρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φερεγγυότητας και Δεύτερης Ευκαιρίας.»
Σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη η πλειοψηφία της συνέλευσης των πιστωτών, που στο 99% των περιπτώσεων αποτελείται από τα τραπεζικά ιδρύματα, αφού αυτά χορήγησαν τεράστια δάνεια στις επιχειρήσεις, θα έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει τη συνέχιση της διαδικασίας της πτώχευσης με τις διατάξεις που αυτές οι ιδιωτικές τράπεζες δύνανται να επιλέξουν! Είναι προφανές ότι, προς ικανοποίηση των συμφερόντων τους, θα επιλέξουν τη διαδικασία που τις ευνοεί και εν προκειμένω τις διατάξεις εκείνες του Πτωχευτικού Κώδικα που ισχύει από το 2015 και τις ικανοποιεί κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, εις βάρος των εργαζομένων, του Δημοσίου και του ΕΦΚΑ.
Αντισυνταγματικότητα
Η επίμαχη διάταξη είναι απολύτως αντισυνταγματική, αφού εκχωρεί νομοθετική εξουσία που έχει μόνον η Βουλή σύμφωνα με το Σύνταγμα, σε ιδιώτες, πλειοψηφούντες από άποψη χρηματικών απαιτήσεων πιστωτές. Και αυτό διότι θα αποφασίζουν αυτοί ως εφαρμοστέα εκείνη ή την άλλη διάταξη.
Αυτή η ανέντιμη και υποκριτική συμπεριφορά πρέπει απαραιτήτως να επισημανθεί, με την ελπίδα η Κυβέρνηση, έστω και την τελευταία στιγμή, να εμείνει, στην πιο πάνω ρύθμιση που η ίδια θέσπισε τον Αύγουστο του 2020, ήτοι μόλις πριν από ένα μήνα. Εδώ τίθενται και τα σοβαρά ερωτήματα «τι άλλαξε άραγε στο μεταξύ;» και «πόσο απροκάλυπτα μπορούν να ευνοούνται τα συμφέροντα των μεγάλων κερδοσκοπικών ιδρυμάτων έναντι των πενιχρών συνήθως αιτημάτων των εργαζομένων που με τον ιδρώτα τους έχτισαν τις επιχειρήσεις και την πραγματική οικονομία της χώρας»;
Υπενθυμίζεται (όπως αναφέρει και ο κ. Περπατάρης) ότι από το 1985 με ρύθμιση του τότε Υπουργού Εργασίας Ευάγγελου Γιαννόπουλου είχε οριστεί η προνομιακή κατάταξη των εργαζομένων στο προϊόν εκπλειστηριάσματος σε περιπτώσεις πλειστηριασμών και στο προϊόν πτωχεύσεως σε περιπτώσεις πτώχευσης. Και συγκεκριμένα οι απαιτήσεις των εργαζομένων της τελευταίας διετίας προ του πλειστηριασμού ή της πτώχευσης και της αποζημίωσης ένεκα καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των εργαζομένων, ανεξαρτήτως του χρόνου που γεννήθηκε, ικανοποιούνταν κατά προτεραιότητα, δηλαδή πριν από τις απαιτήσεις των ενυπόθηκων δανειστών (ήτοι των Τραπεζών κατά κύριο λόγο), του Δημοσίου και των ασφαλιστικών φορέων. Αυτό ανταποκρινόταν στην ικανοποίηση του αισθήματος δικαίου αλλά κυρίως στην προνομιακή μεταχείριση εκείνων, οι οποίοι με την προσωπική τους εργασία συμμετείχαν στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας.
Στη σχετική του δήλωση, ο κ. Περπατάρης υπογραμμίζει και τα εξής:
«Για μια ακόμη φορά με επιχειρούμενη νομοθετική ρύθμιση επιχειρείται ο παραμερισμός των δικαιωμάτων των εργαζομένων και μάλιστα όσων είναι απλήρωτοι και άνεργοι από αφερέγγυο εργοδότη υπέρ των δικαιωμάτων των Τραπεζών με πραγματική συνέπεια το να παραμείνουν ανικανοποίητες για πάντα οι απαιτήσεις τους κατά των φτωχών εταιρειών που συνήθως κρύβουν πίσω από την πτωχευτική διαδικασία τους πάμπλουτους εργοδότες! Η διάταξη ως εξόχως αντισυνταγματική πρέπει άμεσα να αποσυρθεί!»