Ενδιαφέρουσα απόφαση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Μία ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με την αναταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών εξέδωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι στο πλαίσιο διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών ο αποδέκτης διαταγής παροχής πληροφοριών πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητήσει δικαστικό έλεγχο μιας τέτοιας διαταγής.
Ιστορικό της υπόθεσης
Τον Οκτώβριο του 2016 και τον Μάρτιο του 2017, δυνάμει της φορολογικής σύμβασης μεταξύ Λουξεμβούργου και Ισπανίας, καθώς και της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, σχετικά με την διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, οι ισπανικές φορολογικές αρχές ζήτησαν πληροφορίες από τις αντίστοιχες αρχές του Λουξεμβούργου αναφορικά με την καλλιτέχνιδα FC που κατοικεί στην Ισπανία.
Δεδομένου ότι δεν είχε τις απαιτούμενες πληροφορίες, η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου ζήτησε από την λουξεμβουργιανή εταιρία Β να της παράσχει ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την FC. Όσον αφορά το πρώτο αίτημα παροχής πληροφοριών, ζήτησε από την εταιρία Β να χορηγήσει αντίγραφα των συμβάσεων που έχουν συναφθεί από την ίδια εταιρία με τις εταιρίες E και F σχετικά με τα δικαιώματα της καλλιτέχνιδος και άλλα έγγραφα, όπως τιμολόγια και αναλυτικά στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών της.
Το Λουξεμβουργιανό Δημόσιο τόνισε ότι η διαταγή παροχής πληροφοριών δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προσφυγής. Σύμφωνα δε με το λουξεμβουργιανό νόμο, αν δεν παρασχεθούν οι ζητηθείσες πληροφορίες εντός της προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της διαταγής αυτής, μπορεί να επιβληθεί στον κάτοχο των πληροφοριών διοικητικό φορολογικό πρόστιμο ύψους έως 250 000 ευρώ.
Ως προς το δεύτερο αίτημα παροχής πληροφοριών, οι φορολογική αρχή του Λουξεμβούργου υποχρέωσε μια τράπεζα της ίδιας χώρας να της παράσχει πληροφορίες σχετικά με τους λογαριασμούς, τα υπόλοιπα λογαριασμών και άλλα περιουσιακά στοιχεία της ίδιας φορολογούμενης. Η προσφυγή αποκλείστηκε και σε αυτή την περίπτωση.
Ωστόσο, η εταιρεία B στην οποία απευθύνθηκε η πρώτη διαταγή για παροχή πληροφοριών (C-245/19), η τράπεζα του Λουξεμβούργου στην οποία απευθύνθηκε η δεύτερη διαταγή, οι αναφερθείσες στην διαταγή εταιρείες και η καλλιτέχνης αμφισβήτησαν τις αποφάσεις της φορολογικής αρχής ενώπιον των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου.
Το Cour administrative (διοικητικό εφετείο, Λουξεμβούργο), το οποίο έχει επιληφθεί των διαφορών αυτών θέτει το ερώτημα ενώπιον του ΔΕΕ εάν η διαταγή παροχής πληροφοριών συνιστά παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου από το οποίο ζητείται να χορηγηθούν πληροφορίες, του φορολογούμενου και άλλων ενδιαφερομένων τρίτων, κατά της οποίας πρέπει να προβλέπεται πραγματικό ένδικο βοήθημα βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (στο εξής: Χάρτης).
Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σε ποιο βαθμό η αίτηση για παροχή πληροφοριών πρέπει να είναι συγκεκριμένη και ακριβής όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ώστε η αρμόδια φορολογική διοίκηση να μπορεί να εκτιμήσει την «προβλέψιμη συνάφεια»1 των πληροφοριών που ζητήθηκαν για τη φορολογική διαδικασία στο άλλο κράτος μέλος. Η διοικητική συνεργασία βάσει της οδηγίας 2011/16 αφορά μόνο σε «πληροφορίες που, κατά πάσα πιθανότητα, έχουν σημασία».
Η απόφαση του Δικαστηρίου
Με την σημερινή του απόφαση, το ΔΕΕ κρίνει ότι το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται από τον Χάρτη επιβάλλει να δίνεται η δυνατότητα σε πρόσωπα που είναι κάτοχοι πληροφοριών των οποίων την παροχή ζητά η διοίκηση, στο πλαίσιο διαδικασίας συνεργασίας µεταξύ κρατών µελών, να ασκούν άμεση προσφυγή κατά της διαταγής αυτής.
Αντιθέτως, τα κράτη μέλη μπορούν να στερήσουν μια τέτοια προσφυγή από τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο για τον οποίο διεξάγεται η φορολογική έρευνα και από τους ενδιαφερόμενους τρίτους.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στο CVRIA.
- 1.Το πρότυπο της «προβλέψιμης συνάφειας» προορίζεται να προβλέπει ανταλλαγές πληροφοριών σε φορολογικά θέματα στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και ταυτόχρονα να διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη δεν είναι ελεύθερα να πραγματοποιούν «αλίευση πληροφοριών» ή να ζητούν πληροφορίες που είναι απίθανο να αφορούν φορολογικές υποθέσεις ενός φορολογουμένου.