ΑΠΟΦΑΣΗ
Ayoub κ.α. κατά Γαλλίας της 08.10.2020 (αρ. προσφ. 77400/14, 34532/15 και 34550/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ακροδεξιές οργανώσεις και ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Διοικητική διάλυση τριών ακροδεξιών ενώσεων: μιας de facto ομάδας (Troisième Voie και του τάγματος ασφαλείας της) και δύο οργανώσεων (L’Oeuvre française and Jeunesses nationalistes/Εθνικιστική Νεολαία).
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διάλυση των συγκεκριμένων οργανώσεων, είχε ως στόχο τη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας, την πρόληψη αναταραχών και την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων, τα οποία αποτελούσαν νόμιμους σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 11 § 2 της Σύμβασης. Λαμβάνοντας υπόψη και το ευρύτερο πλαίσιο-κατά το οποίο είχε επέλθει ο θάνατος στις 5 Ιουνίου 2013 ενός φοιτητή και μέλους του αντιφασιστικού κινήματος, σε μια συμπλοκή με “skinheads”, οι οποίοι ήταν πρώην μέλη και οπαδοί τους, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι αρχές δικαιολογημένα είχαν αποφανθεί ότι υφίσταντο σχετικοί και επαρκείς λόγοι που αποδεικνύουν μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» για τη διάλυση των σχετικών ενώσεων, ώστε να προληφθεί και να τερματιστεί η δημόσια αναταραχή.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι οργανώσεις L’Oeuvre française και Jeunesses nationalistes επιδίωκαν σκοπούς αντίθετους με το άρθρο 17 της Σύμβασης και είχαν καταχραστεί το δικαίωμά τους στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι με τρόπο ασυμβίβαστο με τις αξίες της ανοχής, της κοινωνικής ειρήνης και της μη διάκρισης που διέπουν τη Σύμβαση.
Σύμφωνα με το Στρασβούργο, οι προσφεύγοντες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το δικαίωμά τους στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι για να καταστρέψουν τα ιδανικά και τις αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Το Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση του άρθρου 11 (ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι) της ΕΣΔΑ, υπό το φως του άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης), σε σχέση με την πρώτη προσφυγή, ενώ κήρυξε ομόφωνα ότι τις υπόλοιπες προσφυγές απαράδεκτες λόγω κατάχρησης δικαιώματος (άρθρο 17 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 11
Άρθρο 10
Άρθρο 17
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι: α) ο κ. Serge Ayoub (αρ. προσφ. 77400/14), Γάλλος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1964, ζει στο Soissons (Γαλλία) και ήταν ο ηγέτης της ένωσης Troisième Voie (Third Way) και του τάγματος ασφαλείας Jeunesses nationales révolutionnaires (JNR – Επαναστατική εθνικιστική Νεολαία), πριν από τη διάλυσή τους.
β) η οργάνωση L’Oeuvre française (The French Work) και ο Πρόεδρος της Ένωσης, κ. Yvan Benedetti (αριθ. 34532/15), Γάλλος υπήκοος που γεννήθηκε το 1965 και ζει στο Παρίσι, και
γ) η οργάνωση Jeunesses nationalistes (Εθνικιστική Νεολαία) και ο πρόεδρος της, ο κ. Alexandre Gabriac (αριθ. 34550/15), Γάλλος υπήκοος που γεννήθηκε το 1990 και ζει στο Meylan.
Οι οργανώσεις διαλύθηκαν τον Ιούλιο του 2013 μετά το θάνατο, στις 5 Ιουνίου 2013, ενός φοιτητή, του C.M. , στο Sciences Po (Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού) και μέλους του αντιφασιστικού κινήματος, κατά τη διάρκεια συμπλοκών με τους
«skinheads». Αρκετά άτομα τέθηκαν υπό επίσημη έρευνα. Η έρευνα διαπίστωσε ότι μετά τη συμπλοκή, τα ενδιαφερόμενα άτομα είχαν συναντηθεί στο Le Local, ένα μπαρ που διευθύνεται από τον προσφεύγοντα, με τον οποίο ήρθαν σε επαφή μέσω τηλεφώνου πριν και μετά τη συμπλοκή και καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2018, το Κακουργιοδικείο του Παρισιού καταδίκασε δύο πρώην μέλη και οπαδούς της Troisième Voie σε ποινή κάθειρξης 11 και 7 ετών για την εκ προθέσεως ανθρωποκτονία του C.M. μέσω ένοπλης επίθεσης, που διαπράχθηκε ως μέρος μιας ομάδας. Οι ποινικές διαδικασίες είναι σε εξέλιξη.
Προσφυγή αρ. 77400/14
Ο κ. Serge Ayoub ήταν ο Πρόεδρος του Συλλόγου Troisième Voie, στόχος του οποίου ήταν «να προωθήσει την εθνικιστική και επαναστατική ιδεολογία» και ο αρχηγός του τάγματος ασφαλείας του, το JNR, μια de facto ομάδα. Στις 11 Ιουνίου 2013 ο κ. Ayoub ενημερώθηκε για την πρόθεση της κυβέρνησης να διαλύσει την οργάνωσή του καθώς και το JNR. Στις 18 Ιουνίου 2013, ο κ. Ayoub ενημέρωσε τον Υπουργό Εσωτερικών σχετικά με την εκούσια διάλυση του JNR και της Troisième Voie. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση τον ενημέρωσε για την πρόθεσή της να προχωρήσει στη διάλυση, σημειώνοντας ότι η οργάνωση συνέχισε να λειτουργεί, συμπεραίνοντας ότι υπήρχε ακόμη μια de facto ομάδα που πραγματοποιεί τις ίδιες δραστηριότητες. Με διάταγμα της 12ης Ιουλίου 2013, ο Πρόεδρος της Γαλλίας διέταξε τη διάλυση του JNR και της Troisième Voie. Στις 18 Ιουλίου και στις 15 Οκτωβρίου 2013, ο κ. Ayoub ζήτησε από το Συμβούλιο του Κράτους να παραβλέψει το διάταγμα υποστηρίζοντας ότι η απόφαση είχε πολιτικό χαρακτήρα. Το Συμβούλιο του Κράτους απέρριψε το αίτημα.
Προσφυγή αρ. 34532/15
Το 2012 ο κ. Benedetti διορίστηκε Πρόεδρος της L’Oeuvre française. Στις 28 Ιουνίου 2013 ο Υπουργός Εσωτερικών τον ενημέρωσε για την πρόθεση της κυβέρνησης να διαλύσει την οργάνωση. Με το διάταγμα της 25ης Ιουλίου 2013, ο Πρόεδρος της Γαλλίας διέταξε τη διάλυσή της. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2013 ο κ. Benedetti ζήτησε την κατάργηση του διατάγματος. Σε απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2014, το Συμβούλιο του Κράτους απέρριψε το αίτημα.
Προσφυγή αρ. 34550/15
Ο κ. Gabriac ήταν Πρόεδρος της jeunesses nationalistes association , η οποία καταχωρήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2011. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η οργάνωση είναι ένα παράρτημα νεολαίας του L’Oeuvre française. Στις 24 Ιουνίου 2013 ο Υπουργός Εσωτερικών ενημέρωσε τον κ. Gabriac για τη πρόθεση της κυβέρνησης να διαλύσει την προσφεύγουσα οργάνωση. Οι Jeunesses nationalistes και ο κ. Gabriac ως ο πρόεδρός της υπέβαλλαν επείγουσα αίτηση ενώπιον δικαστηρίου για αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος διάλυσης, το οποίο επιδίωκαν να καταργηθεί. Σε απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2014, το Συμβούλιο του Κράτους απέρριψε το αίτημα.
Στηριζόμενοι στα άρθρα 10 (ελευθερία έκφρασης) και 11 (ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι η διάλυση των οργανώσεων υπό την ηγεσία τους αποτελούσε αδικαιολόγητη παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός τους στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και στην ελευθερία της έκφρασης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 11 (ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι) υπό το φως του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης)
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η προστασία των απόψεων και η ελευθερία έκφρασης αυτών, όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 10 της Σύμβασης, ήταν ένας από τους στόχους της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 11. Επομένως, το άρθρο 11 πρέπει να εξεταστεί υπό το φως του άρθρου 10.
Προσφυγή αρ. 77400/14
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διάλυση της οργάνωσης Troisième Voie και του JNR διατάχθηκε από την κυβέρνηση βάσει των διατάξεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 6 του Άρθρου L. 212-1 του κώδικα Εσωτερικής Ασφάλειας (Code de la sécurité intérieure – CSI). Η απόφαση του δικαστή βασίστηκε στην πρώτη προϋπόθεση διάλυσης, δηλαδή στην ύπαρξη ιδιωτικής πολιτοφυλακής/τάγματος ασφαλείας. Ωστόσο, ο δικαστής είχε αποφανθεί ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για τη συνδρομή της δεύτερης προϋπόθεσης, δηλαδή η υποκίνηση σε διακρίσεις, μίσος ή βία.
Επομένως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παρέμβαση είχε προβλεφθεί από το νόμο. Αν και ο προσφεύγων είχε προλάβει την εντολή διάλυσης, διαλύοντας εθελοντικά την οργάνωση Troisième Voie και το JNR, οι αρχές είχαν την άποψη ότι αυτές οι οργανώσεις συνέχισαν να είναι «de facto ομάδες» που θα μπορούσαν να διαλυθούν σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομοθετική διάταξη. Η διάλυση είχε ως στόχο να αποτρέψει την ανασυγκρότηση των σχετικών μορφωμάτων. Η πράξη αυτή συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα με τον Κώδικα Εσωτερικής Ασφάλειας, διάταξη την οποία ενδέχεται να ήθελαν να παρακάμψουν με την εθελοντική διάλυση.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση διάλυσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας, της πρόληψης της αναταραχής και της προστασίας των δικαιωμάτων τρίτων, τα οποία αποτελούσαν νόμιμους σκοπούς του Άρθρου 11 § 2 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Troisième Voie δεν ήταν πολιτικό κόμμα που ζητούσε εκλογή, αλλά μάλλον μια οργάνωση η οποία ακολουθούσε ένα πολιτικό πρόγραμμα που ορίζεται ως επαναστατική εθνικιστική ιδεολογία. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διάλυση προκλήθηκε λόγω συγκεκριμένης πράξης και όχι λόγω των σκοπών της ομάδας ή των πολιτικών δηλώσεων ή απόψεων του Προέδρου του. Η απόφαση των γαλλικών αρχών να διαλύσουν την οργάνωση και το JNR είχε ληφθεί μετά το θάνατο του C.M, ενόψει της κοινωνικής αναταραχής που προκλήθηκε από το βίαιο περιστατικό. Αυτός ήταν ένας αποφασιστικός παράγοντας στην απόφαση. Σύμφωνα με το Υπόμνημα του Υπουργού Εσωτερικών ενώπιον του Συμβούλιου του Κράτους, το περιστατικό είχε αποκαλύψει «μια κατάσταση εντεινόμενης σύγκρουσης μεταξύ αριστερών και δεξιών εξτρεμιστών» με «φόντο συζητήσεις και διαφωνίες γύρω από το νόμο περί ισότητας γάμου». Υπήρχε έτσι ένα «πλαίσιο ευρύτερης έντασης» που συνηγορούσε «ακόμη περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν στο [ότι] οι ενέργειες του Troisième Voie και του JNR ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρή δημόσια διαταραχή». Εκτός από αυτήν την πράξη βίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εκτελεστική εξουσία και το Συμβούλιο του Κράτους είχαν λάβει υπόψη την προηγούμενη δραστηριότητα των ομάδων ως τάγματα ασφαλείας. Ως εκ τούτου, είχαν λάβει υπόψη την ιεραρχική δομή του JNR, το γεγονός ότι διοργάνωσε ομοιόμορφες συγκεντρώσεις και παρελάσεις στρατιωτικού τύπου και το γεγονός ότι στρατολογούσε μέλη με βάση την ικανότητά τους να χρησιμοποιούν φυσική δύναμη σε περίπτωση συγκρούσεων. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογία του (Vona κατά Ουγγαρίας), τονίζοντας ότι οι παραστρατιωτικές συγκεντρώσεις έχουν ως στόχο τη πρόκληση φόβου και τα κράτη έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα για την προστασία της δημοκρατίας.
Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να θεωρήσει παράλογα ή αυθαίρετα τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν από το Συμβούλιο του Κράτους για να διαπιστώσουν ότι το JNR αποτελούσε ένα συμβατικό τάγμα ασφαλείας για την ένωση Troisième Voie. Ήταν σαφές από τις πληροφορίες που παρείχε ο Υπουργός Εσωτερικών ότι το JNR πραγματοποίησε δραστηριότητες ως ένωση στρατιωτικού τύπου λόγω οργάνωσης αλλά και εσωτερικής δομής. Η κυβέρνηση είχε επίσης τονίσει την απειλητική και επιθετική της φύση. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου οι αρχές είχαν λόγους να φοβούνται ότι μια τέτοια οργάνωση θα προωθούσε ένα κλίμα βίας και εκφοβισμού που υπερβαίνει την ύπαρξη μιας ομάδας που εκφράζει προσβλητικές ή ενοχλητικές ιδέες. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εν λόγω ιδεολογία είχε διαδοθεί με πολυάριθμες πράξεις βίας, όπως αποδεικνύεται από τη δραστηριότητα παρακολούθησης και από τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από αυτή. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό οδήγησε σε ένα κλίμα που απειλούσε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τρίτων και τη δημόσια τάξη.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο ίδιος ο κ. Ayoub, ως Πρόεδρος, υποστήριζε την πολιτική βίας υποκινώντας τους άλλους να συμμετάσχουν σε μάχη και σε σωματικές επιθέσεις εναντίον αντιφασιστικών κινημάτων και εναντίον των αρχών επιβολής του νόμου. Το JNR είχε βοηθήσει τη Troisième Voie στην επίτευξη στόχων που στην πραγματικότητα ωθούσαν στη βία, όπως εκείνα που είχαν οδηγήσει στο θάνατο του C.M.
Λαμβανομένων υπόψη αυτών των εκτιμήσεων και του πλαισίου στο οποίο ελήφθησαν τα μέτρα, το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι οι αρχές είχαν δικαιολογημένα διαπιστώσει ότι υπήρχαν σχετικοί και επαρκείς λόγοι που αποδεικνύουν μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» διατάσσοντας έτσι τη διάλυση των εν λόγω ομάδων για την πρόληψη και τον τερματισμό της δημόσιας αναταραχής.
Όσον αφορά το κατά πόσον το μέτρο ήταν αναλογικό, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η δράση των αρχών ήταν απαραίτητη για την πρόληψη της δημόσιας αναταραχής. Επανέλαβε ότι σε περιπτώσεις υποκίνησης βίας κατά ατόμου, εκπροσώπου του κράτους ή τμήματος του πληθυσμού, οι εθνικές αρχές επωφελούνταν από ένα ευρύτερο περιθώριο εκτίμησης κατά την αξιολόγηση της αναγκαιότητας της παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 11.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το περιθώριο και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι το μέτρο διάλυσης μπορεί να θεωρηθεί ανάλογο με τον επιδιωκόμενο στόχο. Η παρέμβαση έτσι ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 11) το οποία εξετάστηκε υπό το φως της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10).
Άρθρο 17 (απαγόρευση κατάχρησης δικαιωμάτων)
Προσφυγές αρ. 34550/15 και 34532/15
Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι οι προσφυγές πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτες ως ασυμβίβαστες σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 17. Το Δικαστήριο αποφάσισε να επικεντρώσει την εξέτασή του σχετικά με τη συμβατότητα του προγράμματος και την πολιτική δραστηριότητα των προσφευγόντων σε σχέση με τα θεμέλια της Δημοκρατίας.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διάλυση του L’Oeuvre française είχε διαλυθεί από την κυβέρνηση βασιζόμενη στις παραγράφους 2, 5 και 6 του άρθρου 212-1 του Κώδικα Εσωτερικής Ασφάλειας, δηλαδή για το λόγο ότι η ένωση παρακινούσε σε μίσος ή διάκριση έναντι ομάδων, ανθρώπων λόγω του γεγονότος ότι δεν ήταν Γάλλοι πολίτες ή το γεγονός ότι ήταν μουσουλμάνοι ή εβραϊκής πίστης ή λόγω καταγωγής, ότι επικροτούσε τη συνεργασία με τον εχθρό και ότι αποτελούσε ιδιωτική πολιτοφυλακή. Το Συμβούλιο του Κράτους είχε κρίνει ότι η διάλυση ήταν δικαιολογημένη για λόγους εγγενείς στη δημόσια τάξη.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι αρχές είχαν μελετήσει τις ενέργειες και τις απόψεις του Προέδρου της Ένωσης αναλυτικά πριν διατάξουν τη διάλυσής της.
Πρώτον, η οργάνωση και ο πρόεδρος είχαν ζητήσει μια εθνική επανάσταση με κίνητρο μια γενική επιθυμία να απαλλαγεί η κοινωνία από τους «μη λευκούς», «Παράσιτα» που καταστρέφουν την κυριαρχία της Γαλλίας. Παράλληλα με αυτήν την ξενοφοβική κλήση είχαν διαδώσει την ιδέα ότι ο «πολιτικός Ιουδαϊσμός» επιδιώκει να καταστρέψει την ταυτότητα της Γαλλίας. Άτομα γνωστά για τις απόψεις τους περί άρνησης του Ολοκαυτώματος και για τις οποίες καταδικάστηκαν συμμετείχαν στα δρώμενα που διοργάνωναν οι προσφεύγοντες.
Δεύτερον, είχε αποδειχθεί στις διαδικασίες ενώπιον του Συμβουλίου του Κράτους ότι η οργάνωση L’Oeuvre française και ο πρόεδρος της είχαν εκφράσει την υποστήριξή τους σε άτομα που είχαν συνεργαστεί με τη ναζιστική Γερμανία. Ήταν θαυμαστές και οπαδοί του Marshal Pétain και της ιδεολογίας του καθεστώτος Vichy, ταυτιζόμενοι με αυτό το καθεστώς και με τη χρήση ενός κελτικού σταυρού ως έμβλημα κατά τη διάρκεια εορτασμών σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση που διοργανώθηκε στο όνομα του Philippe Pétain. Ήταν ιδεολογικά προσκείμενοι με δημόσιες προσωπικότητες που είχαν προωθήσει τη συνεργασία με τον εχθρό και σκόπευαν να εφαρμόσουν την επανάσταση του Philippe Pétain με τους φυλετικούς του νόμους, αναβιώνοντας έτσι έναν οδυνηρό παρελθόν για το οποίο αναγνωρίστηκε η ευθύνη του κράτους.
Τρίτον, τα στρατόπεδα παραστρατιωτικής εκπαίδευσης είχαν οργανωθεί έτσι ώστε να διαδώσουν την ιδεολογία της οργάνωσης και να εκπαιδεύσουν τους νέους μαχητές ως «πολιτικούς στρατιώτες». Αυτή η πτυχή υπογράμμισε τον σκοπό της κατήχησης νέων, που κατά την άποψη του Δικαστηρίου αποτελούσε απειλή για την εκπαίδευση υπό το δημοκρατικό ιδεώδες, απαραίτητη για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Το Δικαστήριο συνήγαγε από αυτό ότι οι στόχοι που υποστηρίζει η ένωση L’Oeuvre française και ο πρόεδρός της περιείχαν αναμφίβολα στοιχεία υποκίνησης μίσους και φυλετικών διακρίσεων, αρχές απαγορευμένες βάσει της Σύμβασης. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε μέσω των πολιτικών απόψεων που προωθούνται, τη προπαγάνδα που διαδίδονταν και των δραστηριοτήτων που οργανώθηκαν για την προώθηση των εν λόγω απόψεων, οι προσφεύγοντες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το δικαίωμά τους στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι για να καταστρέψουν τα ιδανικά και αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Όσον αφορά την οργάνωση Jeunesses Nationales, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ενώ το Συμβούλιο του Κράτους είχε αποδεχτεί ότι προέβαινε σε υποκίνηση μίσους, διακρίσεων ή βίας ως λόγο διάλυσης, έκρινε ωστόσο ότι δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις για την ύπαρξη προώθησης της συνεργασίας με τον εχθρό.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η οργάνωση Jeunesses nationales ήταν παράρτημα της L’Oeuvre française. Όπως και στη περίπτωση της τελευταίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι το πολιτικό πρόγραμμα των Jeunesses nationales περιείχε στόχους που βασίζονταν στο μίσος και τις διακρίσεις έναντι των μουσουλμάνων μεταναστών και προώθησαν τον αντισημιτισμό και το βίαιο μίσος και τις διακρίσεις απέναντι στους ομοφυλόφιλους.
Το Δικαστήριο συνήγαγε από αυτό ότι οι προσφεύγοντες είχαν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν το δικαίωμά τους στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι για να καταστρέψουν τα ιδανικά και τις αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Οι δραστηριότητές τους ήταν ασυμβίβαστες με τα θεμέλια της δημοκρατίας.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το κράτος είχε δικαιολογημένα διαπιστώσει ότι οι προσφεύγουσες ενώσεις (L’Oeuvre française και Jeunesses nationalistes) και οι ηγέτες τους (κ. Benedetti και κ. Gabriac) προωθούν σκοπούς οι οποίοι βρίσκονταν σε αντίθεση με το άρθρο 17 της Σύμβασης. Διαπίστωσε ότι είχαν κάνει κατάχρηση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι με τρόπο ασυμβίβαστο με τις αξίες της ανοχής, της κοινωνικής ειρήνης και της μη διάκρισης που ορίζει η Σύμβαση. Οι εντολές διάλυσης είχαν εκδοθεί με βάση την εις βάθος γνώση της εγχώριας πολιτικής κατάστασης και υπέρ μιας «δημοκρατίας ικανής να υπερασπίζεται τον εαυτό του».
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17 της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να αξιώσουν την προστασία του άρθρου 11 της σύμβασης υπό το φως του άρθρου 10. Οι καταγγελίες τους έπρεπε επομένως να απορριφθούν ως ασυμβίβαστες με τις διατάξεις της Σύμβασης.