ΔΠΑ 4035/2020, 1ο Τμήμα
Με τις διατάξεις του ν.4093/2012 (άρθρο πρώτο, παρ. ΙΑ, υποπαρ. ΙΑ.6,περ. 5), ο νομοθέτης, μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο περιστολής των δημοσίων δαπανών προς αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης και λήψης μέτρων εξυγίανσης των ασφαλιστικών φορέων, αυστηροποίησε από 01-01-2013 τις προϋποθέσεις χορήγησης και της ένδικης προνοιακής παροχής, αξιώνοντας για τη συνέχιση της χορήγησής της, εκτός άλλων, την μη λήψη άλλης σύνταξης, ανεξαρτήτως ύψους, από οποιονδήποτε φορέα, ώστε, όπως αναγράφεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, να την λαμβάνουν οι πραγματικά ανασφάλιστοι, που δεν λαμβάνουν σύνταξη από οποιονδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης και, κατά συνέπεια, δεν δικαιούνται υγειονομική περίθαλψη και έχουν πολύ μικρά εισοδήματα.
Κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής διακόπηκε, εν προκειμένω, η καταβολή της ένδικης παροχής στην προσφεύγουσα, λόγω παράλληλης λήψης σύνταξης από τον βρετανικό συνταξιοδοτικό φορέα με την επωνυμία …. Σύμφωνα δε με όσα εκτίθενται στη σκέψη 3 της παρούσας, η χορηγηθείσα με την … σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα στην προσφεύγουσα αποτελεί, κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., περιουσιακό δικαίωμα αυτής, συνιστώντας νόμιμη προσδοκία της, που θεμελιώθηκε στο ισχύον, μέχρι την τροποποίηση με τον ν. 4093/2012, δίκαιο, ήτοι στο άρθρο 1 του ν.1296/1982, κατόπιν κρίσης από τα αρμόδια όργανα περί συνδρομής στο πρόσωπό της των νόμιμων προϋποθέσεων (πρβλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Krajnc κατά Σλοβενίας της 31.1.2018, Νo. 38775/14, σκ. 40 και Belane Nagy κατά Ουγγαρίας της 13.12.2016, Νo. 53080/13, σκ.82 και 89).
Περαιτέρω, η κατάργηση του θεμελιωμένου στο άρθρο 1 του ν.1296/1982 δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ένδικη παροχή, κατόπιν επανεξέτασης της περίπτωσής της υπό το πρίσμα των νέων, αυστηρότερων διατάξεων της περ.5 της υποπαρ.ΙΑ.6 της παρ.ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, συνιστά, εν προκειμένω, επέμβαση στο, κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., σχετικό περιουσιακό της δικαίωμα, για την οποία δεν τηρήθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του προαναφερόμενου γενικού συμφέροντος που υπαγόρευσε την θέσπιση των οικείων διατάξεων και της απόλαυσης του συγκεκριμένου δικαιώματος. Τούτο, διότι δεν πρόκειται για εύλογη επέμβαση στο εν λόγω περιουσιακό δικαίωμα, με τη μορφή μείωσης ή περικοπής, αλλά για πλήρη κατάργησή του, μετά την πάροδο τριών και πλέον ετών κανονικής καταβολής της ένδικης παροχής, που οδηγεί σε πλήρη σχεδόν αποστέρηση των μέσων διαβίωσης της προσφεύγουσας (ηλικίας, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης, 74 ετών), δεδομένου ότι αυτή λάμβανε από τον βρετανικό συνταξιοδοτικό φορέα σύνταξη, ποσού (από 17.8.2009) 7,4 λιρών Αγγλίας εβδομαδιαίως, ήτοι, βάσει της ισχύουσας κατά τον χρόνο εκείνο συναλλαγματικής ισοτιμίας, 6,36 ευρώ (ήδη δε, κατά τα έτη 2014, 2015, 2016 το ετήσιο εισόδημα της από την αιτία αυτή, που αποτελεί και το μοναδικό της εισόδημα, ανήλθε στα ποσά των 691,20 ευρώ, 720 ευρώ και 725 ευρώ αντίστοιχα), ενώ η διακοπείσα σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα ανερχόταν σε 360 ευρώ μηνιαίως και η ίδια δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να της χορηγηθεί άλλη σύνταξη από το Ι.ΚΑ.-Ε.Τ.Α.Μ. (πρβλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. P. Plaisier B.V. και λοιποί κατά Ολλανδίας της 14.11.2017, Νo. 46184/16, σκ. 90 και 91, Maria Alfredina Da Silva Carvalho Rico κατά Πορτογαλίας της 1.9.2015, Νo. 13341/14, σκ. 42 και Da Conçeicao Mateus και Santos Januario κατά Πορτογαλίας, ο.π., σκ. 28).
Ως εκ τούτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα επωμίσθηκε ένα υπερβολικό και δυσανάλογο βάρος, το οποίο, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης του Κράτους στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τους προεκτεθέντες λόγους δημόσιου συμφέροντος (πρβλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Krajnc κατά Σλοβενίας, ο.π., σκ.46-51, Belane Nagy κατά Ουγγαρίας, ο.π., σκ. 123-126, Lakićević and Others κατά Μαυροβουνίου και Σερβίας της 13.3.2012, Νο. 27458/06, 37205/06, 37207/06 και 33604/07, σκ.69-72 και Kjartan Ásmundsson κατά Ισλανδίας, ο.π., σκ. 42-45, βλ. και ΔΕφΛαρ 244/2016).