Μία ενδιαφέρουσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου (261/2020)
Μία ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με τη συνεπιμέλεια εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείου Λασιθίου (261/2020).
Συγκεκριμένα, με την απόφασή του το Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή μητέρας, η οποία ασκούσε ατομικώς και προσωρινά τη συνεπιμέλεια του ανηλίκου τέκνου της, και της ανέθεσε οριστικά την αποκλειστική άσκηση της επιμέλειάς του.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκεπτικό του δικαστηρίου σχετικά με το θεσμό της συνεπιμέλειας.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, με απόφαση του ίδιου δικαστηρίου που είχε εκδοθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων πριν από ένα χρόνο, είχε ανατεθεί προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, σε αμφότερους τους γονείς του, κατανέμοντας χρονικά αυτή, ορίζοντας ότι το τέκνο θα διαμένει εναλλάξ ανά μήνα με τον κάθε γονέα.
Μετά τη δημοσίευση της αρχικής απόφασης, η κοινή επιμέλεια του τέκνου τηρήθηκε από αμφότερους τους γονείς, χωρίς να ανακύψουν ιδιαίτερα πρακτικά προβλήματα, ενώ υπήρξε η ελάχιστη απαιτούμενη επικοινωνία ανάμεσα στους διαδίκους, ώστε να ασκηθεί ομαλά από αμφοτέρους το κοινό αυτό καθήκον.
Εντούτοις, αποδείχθηκε ότι η σχέση ανάμεσα στους διαδίκους δεν είναι αυτή που απαιτείται ώστε να λειτουργήσει ο θεσμός της συνεπιμέλειας, με τη μορφή που καθόρισε το Δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων και ζητείται από τον πατέρα του ανηλίκου τέκνου, ήτοι με τη μορφή της εναλλάξ ανά μήνα διαμονής του ανηλίκου τέκνου με έκαστο των διαδίκων, προς το σκοπό της προαγωγής του πραγματικού συμφέροντος του τέκνου, κατά την έννοια του άρθρου 1511 § 1 ΑΚ.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο αναφέρει πως “σε πραγματικό – βιωματικό επίπεδο, για να εφαρμοστεί η συνεπιμέλεια, διασφαλίζοντας κυρίαρχα το συμφέρον του τέκνου, απαιτείται, αφενός μεν, να υπάρχουν κοντινοί τόποι διαμονής των γονέων, ώστε να εξασφαλίζεται η εύκολη και ασφαλής πρόσβαση του παιδιού και στις δύο χωριστές κατοικίες και από αυτές στο σχολείο και τις λοιπές δραστηριότητές του, αφετέρου δε να τηρούν οι γονείς μεταξύ τους καλές και αρμονικές σχέσεις, έτσι ώστε, η παράλληλη ύπαρξη δυο κέντρων ζωής του παιδιού να μην αναστατώνει και απορρυθμίζει τη ζωή του, ούτε να δημιουργεί σε αυτό έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας, όπως θα συμβαίνει αν συνεχίζει να ζει σε κλίμα συνεχών εντάσεων και τριβών μεταξύ των γονέων του, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ των γονέων στις επιλογές και στη διαχείριση του ανηλίκου κατά τρόπο παραγωγικό. (ΕφΑθ 504/2019, ΝΟΜΟΣ).
Τόσο, όμως, από την εξέταση των ίδιων των διαδίκων και του μάρτυρα αποδείξεως και ανταποδείξεως, όσο και από τα αναφερόμενα από αμφότερους τους διαδίκους στις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις τους, δεν αποδείχθηκε το κλίμα της αρμονίας που απαιτείται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ώστε να λειτουργήσει ωφέλημα προς το τέκνο η συνεπιμέλεια, όπως αυτή καθορίστηκε με την ως άνω απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων.
Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι, χωρίς να φτάνουν στο σημείο να διαρρήξουν παντελώς τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, συνεχώς ερίζουν για διάφορα σημαντικά ή ασήμαντα ζητήματα, δημιουργώντας ένα τεταμένο κλίμα, ενώ φαίνεται να έχουν εμπλακεί σε ένα ιδιότυπο μεταξύ τους ανταγωνισμό για να κερδίσουν την αγάπη και αφοσίωση του ανηλίκου τέκνου τους.
Το Δικαστήριο σημειώνει πως κατά την κρίση του, ο θεσμός της συνεπιμέλειας απαιτεί οι διαπροσωπικές σχέσεις των εν διαστάσει γονέων να διακατέχονται από το μέγιστο δυνατό επίπεδο αμοιβαίας αγάπης, εμπιστοσύνης, κατανόησης και αγαστής συνεργασίας, ώστε το τέκνο, το οποίο θα καλείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα να μεταβαίνει από τη μία οικία στην άλλη και είναι ήδη επιφορτισμένο με την έλλειψη μόνιμης εγκατάστασης και τη συνεχή εναλλαγή οικιακού περιβάλλοντος, να μην επιφορτώνεται και με το βάρος των ανακυπτουσών αυτών συγκρούσεων.
Η συνεπιμέλεια ενδεχομένως να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για το ανήλικο τέκνο, μόνο εφόσον λειτουργήσει υπό την ανωτέρω προϋπόθεση (της αρμονικής διαπροσωπικής σχέσης των γονέων), η οποία, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει, αν αυτή δεν αποφασιστεί συναινετικά από τους γονείς, κατόπιν διαλογικής συζήτησης.
Το αίτημα να ορισθεί από το δικαστήριο, κατόπιν εκδίκασης σχετικών αγωγών με τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, ο καταμερισμός του τόπου διαμονής του τέκνου στις οικίες των εν διαστάσει γονέων αυτού, έχει ως προαπαιτούμενο την αντιδικία των ίδιων των γονέων, η οποία συνήθως στις περιπτώσεις αυτές, όπως εν προκειμένω, είναι σφοδρή.
Τίθεται, επομένως, εν αμφιβόλω εάν η απαραίτητη προϋπόθεση της αγαστής συνεργασίας των γονέων στην άσκηση της κοινής επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους, είναι δυνατόν να επέλθει, όταν η έναρξη της προσπάθειας αναζήτησης λύσης επί του ζητήματος αυτού, λαμβάνει χώρα με αντιδικία ενώπιον του δικαστηρίου.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο θεσμός της συνεπιμέλειας, υπό τη μορφή της εναλλασσόμενης διαμονής του ανηλίκου τέκνου στην οικία του κάθε γονέα, δεν μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του τέκνου, όταν καλείται ο φυσικός δικαστής να τον επιβάλει, κατόπιν άσκησης σχετικών αγωγών από τους δύο γονείς, καθώς δεν στηρίζεται στα αισθήματα αμοιβαίας αγάπης, εμπιστοσύνης, κατανόησης και αγαστής συνεργασίας ανάμεσα στους διαδίκους, τα οποία είναι προαπαιτούμενα για την ορθή άσκηση του καθήκοντος της συνεπιμέλειας.
Αντίθετα, η συνεπιμέλεια, υπό την ανωτέρω της μορφή, δύναται να λειτουργήσει ευεργετικά για το τέκνο όταν αποτελεί αντικείμενο συναπόφασης των γονέων.
Τέλος, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι η διαμονή του ανηλίκου τέκνου με τον ένα γονέα, έχει ως συνέπεια να αποκοπούν οι δεσμοί του με τον έτερο γονέα.
Οι διαμορφωθείσες σχέσεις του μη ασκούντα την επιμέλεια γονέα με το ανήλικο τέκνο του δύνανται να είναι εξίσου ισχυρές, εφόσον ο γονέας αυτός, αφενός επιδεικνύοντας την αληθινή και άδολη αγάπη του προς το τέκνο, απομπλέκοντας από τη σχέση του αυτή τα τυχόν αρνητικά αισθήματα που τρέφει για τον ασκούντα την επιμέλεια γονέα ή τις αρνητικές σκέψεις του για τα τυχόν οικονομικά βάρη που θα προκύψουν από την υποχρέωση διατροφής του τεκνού, και αφετέρου, αξιοποιώντας εποικοδομητικά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας, επιδιώξει να διαμορφώσει μία υγιή γονεϊκή σχέση.
Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η μητέρα φροντίζει και επιβλέπει με αφοσίωση και επιμέλεια το ανήλικο τέκνο τους και επιδεικνύει αμέριστο ενδιαφέρον για αυτό, τις διατροφικές, εκπαιδευτικές και ψυχαγωγικές του ανάγκες, αλλά και τα προβλήματα που τυχόν αντιμετωπίζει. Η ίδια έχει δημιουργήσει ένα ήρεμο περιβάλλον, κατάλληλο για τη διαβίωση του τέκνου, και κρίνεται ικανή να συμβάλει θετικά στην υπεύθυνη και με κοινωνική συνείδηση ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Παράλληλα και ο πατέρας του ανηλίκου τέκνου αναμφισβήτητα αγαπά και ενδιαφέρεται για αυτό, έχει σταθερή χρονικά και ποιοτική παρουσία στη ζωή του, ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, την εκπαίδευσή του, την υγεία και την διαβίωσή του, ενώ προσπαθεί να δαπανά εποικοδομητικά το χρόνο που περνούν μαζί, γεγονός που ικανοποιεί ιδιαίτερα το ίδιο το ανήλικο τέκνο και γενικά επιδιώκει να διατηρεί μια συστηματική και ουσιαστική επικοινωνία μαζί του.
Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο χωρίς να παραβλέπει την αγάπη και των δύο γονέων προς το ανήλικο τέκνο τους, με αποκλειστικό γνώμονα το αληθινό συμφέρον του τελευταίου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές του ανάγκες, η ηλικία του και οι προσωπικές ιδιότητες των διαδίκων, έκρινε ότι πρέπει να ανατεθεί η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειά του οριστικά στη μητέρα του, η οποία διαθέτει τα προσόντα και κρίνεται κατάλληλη και ικανή να ασκήσει το λειτουργικό αυτό καθήκον, ενόψει και του δεσμού του τέκνου με αυτήν και της ανάγκης σταθερότητας στις συνθήκες ανάπτυξής του.
Το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του αυτή μετά από συνεκτίμηση και της γνώμης του τέκνου, κατά την προσωπική του επικοινωνία με το Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρα 612 ΚΠολΔ και 1511 § 3 ΑΚ, διότι λόγω της ηλικίας του και της εν γένει προσωπικότητάς του έχει την απαιτούμενη ωριμότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του (βλ. ΑΠ 317/2015, Νόμος). Περαιτέρω, ενόψει της χωριστής διαβίωσης των διαδίκων, ο εναγόμενος – ενάγων έχει αυτονόητο δικαίωμα για προσωπική επικοινωνία με το τέκνο του, η οποία είναι αναγκαία για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, τη συναισθηματική του πληρότητα και τη διατήρηση της ψυχικής του ισορροπίας.
Ο πατέρας του ανηλίκου τέκνου δεν έχει σταθερό ωράριο εργασίας, ενώ διαμένει σε μικρή απόσταση από την κατοικία της μητέρας του τέκνου.
Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα των συνθηκών εργασίας του, την ηλικία του τέκνου, τον τόπο κατοικίας του σε σχέση με τον τόπο κατοικίας του πατέρα του, την ανάγκη επικοινωνίας του ανήλικου τέκνου με τους στενούς συγγενείς του πατέρα του και τις αγαστές σχέσεις μεταξύ του πατέρα και του τέκνου, το δικαστήριο ρύθμισε το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του τελευταίου με το τέκνο του με συγκεκριμένο τρόπο.
Παράλληλα, το δικαστήριο έκρινε ότι ο πατέρας διατηρεί το δικαίωμα τηλεφωνικής επικοινωνίας με το τέκνο του, η οποία θα γίνεται καθημερινά επί ένα τέταρτο της ώρας σε συγκεκριμένη γραμμή σταθερού ή κινητού τηλεφώνου είτε μέσω ειδικών προγραμμάτων λογισμικού (FACETIME, SKYPE, MESSENGER, VIBER, WHATSAPP κλπ).
Το Δικαστήριο κατέληξε πως ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα του ανηλίκου με το ανήλικο τέκνο του, δυνάμει της οποίας θα διαμένει με τον πατέρα του συνολικά άνω του 3 % των ημερών κάθε έτους, κρίνεται ως η πλέον κατάλληλη, η οποία ανταποκρίνεται στο συμφέρον του ανηλίκου τέκνου και στις ειδικότερες συνθήκες της ζωής του, κατά τρόπο που δεν θα επηρεάζεται η ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη και λαμβάνει υπόψη τις σχολικές και τις εξωσχολικές του δραστηριότητες, οι οποίες δεν παρεμποδίζονται, ενώ κρίνεται ικανή να διαμορφώσει στο μέλλον μία υγιή γονειϊκή σχέση μεταξύ του πατέρα και του ανηλίκου τέκνου.