ΑΡΙΘΜΟΣ 46/2020
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
– Έφεση. Αναγκαστική ομοδικία. Δίκη διανομής. Ειδικά επί αναγκαστικής ομοδικίας που υπάρχει σε δίκη δικαστικής διανομής, δεν είναι δυνατόν να ισχύσουν τα προεκτιθέμενα, γιατί, κατ’ άρθρο 478 ΚΠολΔ, είναι αναγκαία η εναγωγή όλων των κοινωνών. Σε δίκη διανομής, εάν ασκεί έφεση ο εναγόμενος, οφείλει, με ποινή το απαράδεκτο, να απευθύνει αυτή και κατά του αναγκαίου ομοδίκου του στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (συνεναγομένου)
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται, κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη, ή των καθολικών διαδόχων, ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξάλλου με την παρ. 1 του άρθρου 76 του ίδιου κώδικα, ορίζονται οι περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας, με την δε παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου 76 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους στην παράγραφο 1 ομοδίκους, επάγεται αποτελέσματα και για τους λοιπούς αυτό δε υπό την έννοια ότι, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται εκ του νόμου ότι άσκησαν αυτό και οι ομόδικοι εκείνου, μολονότι αυτοί δεν το άσκησαν. Συνεπώς δεν απαιτείται, από το νόμο, η έφεση που ασκείται από κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους να απευθύνεται, με ποινή το απαράδεκτο, και κατά των ίδιων του ομοδίκων, αφού σε αντίθετη περίπτωση, ο αναγκαστικός ομόδικος του εκκαλούντος θα εμφανιζόταν να έχει ταυτόχρονα την ιδιότητα του εφεσίβλητου και του εκκαλούντος, πράγμα που είναι λογικά και νομικά απαράδεκτο (ΟλΑΠ 63/1981). Εντούτοις, ειδικά επί αναγκαστικής ομοδικίας που υπάρχει σε δίκη δικαστικής διανομής, δεν είναι δυνατόν να ισχύσουν τα προεκτιθέμενα, γιατί, κατ’ άρθρο 478 ΚΠολΔ, είναι αναγκαία η εναγωγή όλων των κοινωνών. Ειδικότερα όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 798 ΑΚ, 479, 480 παρ. 3, 481, παρ. 2, 482 παρ. 1, 483 και 489 ΚΠολΔ, η αγωγή περί διανομής δεν είναι μόνο διαπλαστική, επειδή διώκεται η διάπλαση νέας έννομης σχέσης για κάθε κοινωνό με τη λύση της κοινωνίας, αλλά είναι και διπλού χαρακτήρα, με την έννοια ότι δημιουργεί δίκη, στην οποία, εκ προοιμίου και ανεξάρτητα από την εξέλιξη της στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων είναι συνάμα και εναγόμενος, όπως και κάθε εναγόμενος ή κυρίως παρεμβαίνων είναι συγχρόνως αντίδικος των λοιπών διαδίκων, αφού υφίσταται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε από τους αντιδίκους του ενάγοντος να υποβάλει αίτηση (που δεν έχει το χαρακτήρα ανταγωγής, ώστε να πρέπει να εφαρμοσθούν τα οριζόμενα στο άρθρο 268 παρ. 2 ΚΠολΔ), με βάση πραγματικό διάφορο εκείνου της αγωγής ως προς το επίκοινο δικαίωμα και τη διάπλαση αυτού, και σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως αυτής, να αποβεί η δίκη εις βάρος των λοιπών, όχι με την απόρριψη της αγωγής, αλλά με τη διάπλαση της έννομης σχέσης κατά τρόπο διάφορο εκείνου που επιδιώχθηκε με την αγωγή και, συνεπώς, να καταλήξει η δίκη εις βάρος του ενάγοντος ή των εναγόντων, και κάποιου από τους αντιδίκους του, οι οποίοι κατά τούτο είναι αντίδικοι προς αλλήλους, δεσμευόμενοι από τη διαπλαστική ενέργεια της απόφασης που με τον τρόπο αυτό εκδίδεται.
Ακολούθως, η δίκη περί διανομής που έχει αρχίσει, είναι επίσης διπλή σε όλη την πορεία της και επομένως και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Το ότι κάποιος ή περισσότεροι από τους κοινωνούς, ως επιτιθέμενοι ή αμυνόμενοι, βρίσκονται στην αντίστοιχη δικονομική θέση κατά την έναρξη του δικαστικού αγώνα σε κάθε στάδιο αυτού, είναι τελείως συμπτωματικό, γιατί καθένας από αυτούς, ανεξάρτητα από την ανωτέρω θέση του, μπορεί να έχει αντίθετα συμφέροντα ως προς τον άλλον, όπως προαναφέρθηκε και προβάλλοντας αυτά να είναι ουσιαστικός αντίδικος του άλλου (ΟλΑΠ 32/1983). Κατά συνέπεια, σε δίκη διανομής, εάν ασκεί έφεση ο εναγόμενος, οφείλει, με ποινή το απαράδεκτο, να απευθύνει αυτή και κατά του αναγκαίου ομοδίκου του στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (συνεναγομένου), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 εδ. β ΚΠολΔ, γιατί στην ειδική αυτή περίπτωση, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 76 παρ. 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους. (ΟλΑΠ 15/1996, ΟλΑΠ 16/1996, ΟλΑΠ 321/1983, ΑΠ 1822/2017, ΑΠ 1382/2014, ΑΠ 149/2012, ΑΠ 319/2012, ΑΠ 837/2007, ΑΠ 885/2001, ΕφΘεσ 547/2014, ΕφΘεσ 290/2012, ΕφΛαρ 158/2015).