ΑΡΙΘΜΟΣ 238/2019
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Αντέφεση.
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 552 ΚΠολΔ., προκύπτει, ότι η άσκηση της αντεφέσεως, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση, ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή το περιεχόμενο τους πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκηση της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολο της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια (ΑΠ 212/2006, ΕφΛαμ 212/2009, ΕφΑθ 4561/2003, ΕφΛαρ 102/2004 Δικογρ 2004.319, ΕφΘεσ 13/1993 ΕλΔνη 1994.645, ΕφΑθ 9349/1986 ΕλΔνη 1989.327). Ως κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 523 παρ. 1 ΚΠολΔ, θεωρούνται εκείνα που ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή προστασίας, ενώ συνέχονται με εκείνα που έχουν εκκληθεί όσα α) αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κυρίας απαίτησης, β) αποτελούν προκριματικό ζήτημα της παραδοχής της έννομης προστασίας, γ) όταν οι διατάξεις της εκκαλούμενης έχουν τέτοια συνάφεια προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, ώστε η επ’ αυτών διαφορετική κρίση του δικαστηρίου να επηρεάζει την κρίση και στα κεφάλαια που έχουν εκκληθεί με την έφεση και δ) πηγάζουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ212/2006, ΑΠ1396/2002, ΑΠ317/2002, ΕφΑθ 2557/2011 ΕφΑΔ 2011.1070 Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. Ε` 2003 παρ. 617). Όταν το εκκληθέν με την έφεση του εναγόμενου κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας απόφασης αφορά αξίωση της αγωγής η οποία έγινε μερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, μεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως στο Εφετείο, τούτο, όμως, μπορεί να το εξετάσει μόνο κατά το μέρος που πλήττεται με έφεση ή αντέφεση (ΑΠ496/2010). Όταν δε με την έφεση του ο εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένως έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ολοσχερώς, τότε χωρεί αντέφεση του ενάγοντος, με την οποία παραπονείται για το απορριφθέν μέρος αυτής (ΑΠ 151/1976, ΝοΒ 1976.693, ΕφΔυτΜακ62/2011Αρμ 2012, 1082, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 1993, παρ. 617, σελ. 199,) (βλ. ΜονΠΘεσ 18581/2017, πρβλ ΜονΕφΠειρ 371/2016, 376/2016). Επομένως, κάθε κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως αντιστοιχεί σε μία αυτοτελή αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στα πλαίσια της αυτής διαφοράς) αλλά και εκκρεμοδικία (ΑΠ1449/2014, ΑΠ842/2010, ΑΠ798/2010, ΑΠ174/2010, ΑΠ173/2010, ΑΠ 925/1991, ΝοΒ 1992/550). Τέτοιο αυτοτελές αντικείμενο δίκης δημιουργεί λ.χ. η ανταγωγή (ΑΠ 672/1993, Δνη 1994/1271 = ΕΕΝ 1994/441, ΕφΔωδ. 37/2014) ή η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, όχι όμως και οι ενστάσεις, οι οποίες λόγω ακριβώς του αμυντικού τους χαρακτήρα, δεν εισάγουν ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης ούτε διευρύνουν το αρχικό, δεν παρέχουν αυτοτελή έννομη προστασία και δεν ιδρύουν ιδιαίτερο κεφάλαιο, διάφορο εκείνου που διαγιγνώσκει την αγωγική αξίωση (ΑΠ76/2015, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, παρ. 112, αρ. 86, σελ. 181). Για το λόγο αυτό η δικαστική διάγνωση του παραδεκτού και της βασιμότητας της ενστάσεως εμπεριέχεται στη διάγνωση του κυρίου αντικειμένου της δίκης (Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1190 επομ., σελ. 310). Τούτο έχει ως αποτέλεσμα στο ίδιο κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αποφαίνεται περί του παραδεκτού και της βασιμότητας του αυτοτελούς αιτήματος παροχής έννομης προστασίας να συμπεριλαμβάνεται και η κρίση του δικαστηρίου περί του παραδεκτού και της βασιμότητας και οποιασδήποτε ενστάσεως, που προβλήθηκε ως άμυνα κατά του αιτήματος αυτού (ΑΠ249/2016, ΑΠ1543/2007). Έτσι, η έφεση και η αντέφεση πλήττουν το ίδιο κεφάλαιο της εκκληθείσας αποφάσεως όταν με αυτές προσβάλλονται αντιστοίχως η ολική ή μερική παραδοχή της αγωγής και αντιστοίχως η απόρριψη ή η παραδοχή των ενστάσεων γενικώς (Β. Ρήγας, Ζητήματα εκ του δικαίου της εφέσεως, σε Δνη 39/749 επομ. [752]), αδιαφόρως δηλαδή αν πρόκειται για ενστάσεις καταχρηστικές (όπως λ.χ. η από το άρθρο 300 ΑΚ ένσταση συντρέχοντος πταίσματος ή η από το άρθρο 416 ΑΚ ένσταση εξοφλήσεως της επίδικης οφειλής) είτε γνήσιες, στηριζόμενες δηλαδή σε δικαίωμα του ουσιαστικού δικαίου, δυνάμενο να ασκηθεί και με αγωγή, αυτοτελείς (όπως λ.χ. η από το άρθρο 272 παρ. 1 ΑΚ ένσταση παραγραφής) ή μη αυτοτελείς (όπως λ.χ. η από το άρθρο 325 ΑΚ ένσταση επισχέσεως), αφού η πρόταση καμιάς από αυτές δεν επιφέρει εκκρεμοδικία (Γ. Νικολόπουλος, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1987, σελ. 162, όπου και κατηγοριοποίηση των ενστάσεων σε σελ. 67 επομ.). Κατ’ εξαίρεση, ξεχωριστό κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης αποτελεί η απόφανσή της επί προταθείσας ενστάσεως συμψηφισμού (ΑΠ 76/2015, ο.π., Ν. Νίκας, ο.π., Κ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 118 επομ., Αγ. Μπακόπουλος, Οι εξουσίες του εφετείου μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, σε Δνη 1989/264 επομ. [271], Ε. Ρίκος, Τα όρια της μεταβιβάσεως, σε Δνη 1985/181 επομ.) ως προς την ανταπαίτηση που προτάθηκε σε συμψηφισμό (βλ. και Κ. Παπαδόπουλου, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, παρ. 190, σελ. 335), δεδομένου ότι, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 221 παρ. 2 ΚΠολΔ, η πρόταση της ένστασης συμψηφισμού συνεπάγεται εκκρεμοδικία, υπό την έννοια ότι η ανταπαίτηση που θεμελιώνει τον συμψηφισμό καθίσταται έκτοτε εκκρεμής και, συνεπώς, κρίνεται και αυτή ως κύριο ζήτημα στη δίκη, στο πλαίσιο της οποίας ο συμψηφισμός προτάθηκε (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, 2007, σελ. 144 επομ., 436 επομ.). Επομένως, επί εφέσεως που δεν πλήττει το σχετικό με την παραδοχή ή την απόρριψη της ένστασης συμψηφισμού, που προβλήθηκε πρωτοδίκως, κεφάλαιο, η εκ μέρους του εφεσίβλητου προσβολή του σχετικού, ιδιαιτέρου, κεφαλαίου της εκκαλουμένης με αντέφεση προϋποθέτει το χαρακτηρισμό του κεφαλαίου αυτού ως αναγκαίως συνεχομένου με το εκκληθέν με το εφετήριο κεφάλαιο (Β. Βαθρακοκοίλης, ο.π., Κ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 17). Αναγκαία συνοχή με τα κεφάλαια της απόφασης που εφεσιβλήθηκαν εμφανίζουν όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα είτε διότι έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα που απορρέουν από την ίδια ιστορική αιτία κατά την εξέλιξη της αυτής έννομης σχέσης, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος αντίθετων ή απλώς ασύμβατων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα εκκληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασής του (ΑΠ249/2016, ΑΠ978/2014, ΑΠ684/2013, ΑΠ697/2012, βλ. και ΟλΑΠ10/2015, Αγ. Μπακόπουλου, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε ΕλΔνη 1992/1137 επομ. [1144]). Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω η αντέφεση του εφεσιβλήτου – ενάγοντος, με την οποία διαμαρτύρεται επειδή η αγωγή του έγινε εν μέρει μόνον δεκτή, συνεπεία εσφαλμένης παραδοχής ως και ουσιαστικά βάσιμης ένστασης συμψηφισμού που πρότεινε πρωτοδίκως ο εκκαλών – εναγόμενος, συνέχεται πάντοτε αναγκαίως με την έφεση, εφόσον, αλλά μόνον τότε, όταν με αυτή την τελευταία πλήττεται η πρωτοβάθμια κρίση για νομικό ή πραγματικό σφάλμα ως προς την διάγνωση της ύπαρξης και του ύψους της αγωγικής απαίτησης κατά της οποίας έγινε δεκτός ο συμψηφισμός (έτσι ΜονΕφΠειρ 369/2016). Εξάλλου, η ένσταση με την οποία ο εναγόμενος εργοδότης υποστηρίζει ότι είχε συμφωνηθεί με τον ενάγοντα εργαζόμενο να του καταβάλλει υψηλότερο του νομίμου μηνιαίο μισθό με τη συμφωνία να συμψηφίζονται οι τυχόν απαιτήσεις του μισθωτού για αμοιβή λόγω υπέρβασης του νόμιμου ωραρίου εργασίας του με το μέρος των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών που υπερβαίνει το νόμιμο μισθό δεν συνιστά κατ’ ακριβολογία ένσταση συμψηφισμού, δεδομένου ότι και να μην παρασχεθεί καθ’ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου εργασία από τον μισθωτό, ο εργοδότης δεν έχει ανταπαίτηση να λάβει τη διαφορά του συμβατικού από το νόμιμο μισθό, αλλά ένσταση καταλογισμού.