ΑΡΙΘΜΟΣ 352/2020
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Έννομο συμφέρον για την άσκηση αγωγής. Το έννομο συμφέρον, που πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο συζήτησης της αναγνωριστικής αγωγής, αλλά και σε κάθε στάση της δίκης, και να είναι άμεσο. Ανάκληση διαθήκης. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης.
– Κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ’ αυτής εκδοθησομένης αποφάσεως, νοείται η ρυθμιζόμενη από την έννομη τάξη βιοτική σχέση προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή προσώπου προς αγαθό. Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την ως άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας ζητείται διά της αγωγής η προστασία. Επίσης δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, που υπάγονται τα περιστατικά αυτά. Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ακόμη, ότι για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές μ’ αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικώς την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, διότι πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσεως. Μεμονωμένα δηλαδή στοιχεία της έννομης σχέσεως ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 1154/2019, ΑΠ 134/2015).
– Το έννομο συμφέρον, που πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο συζήτησης της αναγνωριστικής αγωγής, αλλά και σε κάθε στάση της δίκης, και να είναι άμεσο κατά την έννοια του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, αποτελεί νομική έννοια και η κρίση περί συνδρομής αυτού από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 356/2013).
– Ανάκληση της διαθήκης θεωρείται η μονομερής αιτία θανάτου δήλωση βουλήσεως του διαθέτη, με την οποία, εφόσον αυτή γίνει σύμφωνα με τους τρόπους που καθορίζονται από τον νόμο, αίρονται ολικά ή μερικά οι διατάξεις της διαθήκης (Α. Γεωργιάδης – Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ» τόμος ΙΧ, σελ. 205.αρ.1, (ΕφΒορΑιγ 38/2019, ΕφΔωδ 18/2019, ΕφΠειρ 506/2014). Αποτελεί διάταξη τελευταίας βούλησης, όπως η διαθήκη και γι’αυτό εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διαθήκη και σ’αυτή (Α. Γεωργιάδης-Μ. Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ» τόμος ΙΧ, σελ. 205.αρ.1). Επομένως, η ανάκληση ή μη διαθήκης δεν αποτελεί αυτή καθεαυτή έννομη σχέση αλλά προδικαστικό ζήτημα τέτοιας έννομης σχέσης και συγκεκριμένα είτε τη συνεπεία αυτής, ανυπαρξία του κληρονομικού δικαιώματος του τιμώμενου με την ανακαλούμενη διαθήκη είτε αντιθέτως την ύπαρξη κληρονομικού δικαιώματος του τιμώμενου με την νεώτερη διαθήκη που ανακαλεί την προγενέστερη. Η σχετική δε αγωγή, περί υπάρξεως δηλαδή ή ανυπαρξίας κληρονομικού δικαιώματος, εάν αφορά ακίνητο, εγγράφεται στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων (ΑΠ 491/2009, ΑΠ 1290/2002).