ΑΠΟΦΑΣΗ
Bajčić κατά Κροατίας της 08.10.2020 (αριθ. προσφ. 67334/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ne bis in idem και αδικήματα που προήλθαν από ίδιο τροχαίο ατύχημα. κυκλοφορίας.
Ο προσφεύγων δικάστηκε και τιμωρήθηκε δύο φορές για τα ίδια πραγματικά περιστατικά τροχαίου ατυχήματος. Συγκεκριμένα, είχε καταδικαστεί αρχικά για το πταίσμα της οδήγησης πάνω από το όριο ταχύτητας (παραβίαση Κ.Ο.Κ.) και αργότερα για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Του επιβλήθηκε πρόστιμο στην πρώτη περίπτωση και στη δεύτερη του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης.
Κατά το ΕΔΔΑ, οι στόχοι της ποινής, βάσει των οποίων ήταν διαφορετικές πτυχές της ίδιας συμπεριφοράς, έπρεπε να εξεταστούν ως σύνολο. Στην περίπτωση του προσφεύγοντος αυτοί οι στόχοι είχαν επιτευχθεί μέσω δύο συμπληρωματικών διαδικασιών, οι οποίες συνδέονταν ουσιαστικά θεωρώντας αυτές μέρος ενός ολοκληρωμένου συστήματος κυρώσεων βάσει του κροατικού νόμου για την αποτυχία συμμόρφωσης με τους κανόνες οδικής ασφάλειας κυκλοφορίας, το οποίο, ως αποτέλεσμα, προκάλεσε θανατηφόρο ατύχημα.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κατάχρηση του δικαιώματος του κράτους να επιβάλει ποινή στην υπόθεση του προσφεύγοντος. Ούτε μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων υπέστη δυσανάλογη επιβάρυνση από την επανάληψη διαδικασιών και κυρώσεων. Μη παραβίαση του άρθρου 4 § 1 του 7ου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα να μη δικάζεται ή τιμωρείται κάποιος δύο φορές) της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Sanjin Bajčić, είναι Κροάτης υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1966.
Τον Οκτώβριο του 2004, ο προσφεύγων, ο οποίος οδηγούσε πάνω από το όριο ταχύτητας, προκάλεσε τροχαίο ατύχημα στο οποίο ένα άτομο απεβίωσε.
Τον Ιούλιο του 2006, το Δικαστήριο Πλημμελειοδικών της Rijeka του επέβαλε πρόστιμο διότι υπερέβη το όριο ταχύτητας (πταίσμα), οδηγώντας ένα ελαττωματικό αυτοκίνητο και για αποχώρηση από το τόπο του δυστυχήματος χωρίς να ενημερώσει τις αστυνομικές αρχές. Του αφαιρέθηκε επίσης για 6 μήνες το δίπλωμα οδήγησης και πέντε βαθμοί από την άδεια του.
Εν τω μεταξύ, τον Ιούνιο του 2005, Ο εισαγγελέας της Ριέκα άσκησε ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντος για ανθρωποκτονία εξ αμελείας σε τροχαίο ατύχημα. Το Μάρτιο του 2011 το Δημοτικό Δικαστήριο της Ριέκα τον έκρινε ένοχο και τον καταδίκασε σε φυλάκιση ενός έτους και έξι μηνών. Η απόφαση επικύρώθηκε κατ’ έφεση, με το Εφετείο να απορρίπτει το επιχείρημά του ότι του είχε ήδη επιβληθεί ποινή και καταδικαστεί από το Πλημμελειοδικείο.
Το Εφετείο έκρινε ότι το εν λόγω έγκλημα, το οποίο προκάλεσε κίνδυνο στην κυκλοφορία και τελικά το θάνατο ενός ατόμου, δεν χαρακτηρίστηκε ως πταίσμα, οπότε δεν είχε κατηγορηθεί κατ’ ουσία για τα ίδια γεγονότα. Περαιτέρω ένδικα μέσα στο Ανώτατο Δικαστήριο και το Συνταγματικό Δικαστήριο κρίθηκαν ανεπιτυχείς.
Βασιζόμενος στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του 7ου Πρωτοκόλλου( δικαίωμα να μη δικάζεται ή τιμωρείται κάποιος δύο φορές) της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι είχε δικαστεί και τιμωρηθεί δύο φορές για το ίδιο αδίκημα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο σκοπός του άρθρου 4 του 7ου πρωτοκόλλου ήταν να αποτρέψει ένα άτομο να διωχθεί και να τιμωρηθεί δύο φορές για την ίδια εγκληματική συμπεριφορά. Η απαγόρευση βάσει του εν λόγω άρθρου αφορούσε τη δίωξη ή τη δίκη ενός δεύτερου αδικήματος, το οποίο αναδεύθηκε από πανομοιότυπα γεγονότα ή γεγονότα που ήταν ουσιαστικά τα ίδια.
Τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία τιμωρήθηκε ο προσφεύγων κατά τη διαδικασία πταίσματος σχετικά με την οδήγηση ενός ελλαττωματικού οχήματος και για το γεγονός ότι εγκατέλειψε το σημείο χωρίς να ενημερώσει την αστυνομία, δεν είχαν συμπεριληφθεί στις επακόλουθες ποινικές κατηγορίες και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν ουσιαστικά τα ίδια γεγονότα για τα οποία είχε τιμωρηθεί στη συνέχεια στην ποινική διαδικασία.
Η οδήγηση με μεγάλη ταχύτητα, από την άλλη πλευρά, ήταν το κεντρικό στοιχείο για την καταδίκη του προσφεύγοντος στις διαδικασίες πταίσματος και είχε αποτελέσει σημαντικό μέρος της ποινικής του κατηγορίας και καταδίκης στις ποινικές διαδικασίες σχετικά με τη ανθρωποκτονία εξ αμελείας σε τροχαίο ατύχημα.
Διπλές διαδικασίες όπως αυτή δεν αποκλείονταν βάσει του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, υπό τον όρο ότι ήταν «αρκετά στενά συνδεδεμένες στην ουσία και χρονικά» ώστε να αποδεικνύουν ότι σχηματίζουν μια ολοκληρωμένη και συνεκτική προσέγγιση στο εν λόγω αδίκημα.
Στην υπόθεση του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαδικασία και οι κυρώσεις είχαν διαμορφωθεί συνεκτικά και αναλογικά.
Συγκεκριμένα, η διαδικασία κατά του προσφεύγοντος ήταν συμπληρωματική. Οι διαδικασίες σχετικά με το πταίσμα αποσκοπούσαν στην τιμωρία της μη συμμόρφωσης του προσφεύγοντος με τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, ιδίως της οδήγησης με μεγάλη ταχύτητα, και για τη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας, ενώ οι ποινικές διαδικασίες τον τιμώρησαν για τις συνέπειες της οδήγησής του με μεγάλη ταχύτητα, δηλαδή για το θάνατο ενός πεζού.
Επιπλέον, ο προσφεύγων θα μπορούσε να προβλέψει ότι θα υπήρχε τέτοια ποινική δίωξη εναντίον του. Σύμφωνα με την κροατική νομοθεσία, η πρόκληση θανάτου σε τροχαίο ατύχημα δε μπορούσε να εξεταστεί σε διαδικασίες πταίσματος. Ο συνδυασμός ποινικής διαδικασίας και διαδικασιών πταίσματος αποτελούσε μέρος των ενεργειών που είχαν αναληφθεί συνήθως για την επιβολή κυρώσεων λόγω παραβίασης των κανονισμών οδικής ασφάλειας και για απερίσκεπτη οδήγηση η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη πρόκληση θανατηφόρου ατυχήματος.
Επιπλέον, οι δύο κατηγορίες διαδικασιών κινήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα και από τότε κινούνται παράλληλα για σχεδόν άλλους 14 μήνες έως τον Ιούλιο του 2006, όταν η ποινή στις διαδικασίες πταίσματος κατέστη αμετάκλητη. Η ποινική διαδικασία διήρκεσε έξι ακόμη χρόνια και δέκα μήνες σε τέσσερα δικαιοδοτικά επίπεδα.
Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε επαρκές επίπεδο αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο δικαστηρίων και στις δύο διαδικασίες, και ότι οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν, μαζί, δεν επέβαλαν στον προσφεύγοντα υπερβολικό βάρος, αλλά περιορίστηκαν σε αυτό που ήταν απολύτως απαραίτητο σε σχέση με τη σοβαρότητα του αδικήματος. Πράγματι, είχε καταδικαστεί σε ενάμισι χρόνο φυλάκιση, ενώ η μέγιστη ποινή τη στιγμή που προκάλεσε το θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα ήταν πέντε χρόνια.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κατάχρηση του δικαιώματος του κράτους να επιβάλει ποινή. Ούτε θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων είχε υποστεί δυσανάλογη κύρωση λόγω της επανάληψης των διαδικασιών και κυρώσεων. Αντίθετα, είχαν αποτελέσει μέρος ενός ολοκληρωμένου μηχανισμού κυρώσεων βάσει της κροατικής νομοθεσίας για μη συμμόρφωση με τους κανονισμούς για την οδική ασφάλεια που είχαν, και που ως αποτέλεσμα, επήλθε θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα.
Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.