ΑΠΟΦΑΣΗ
Faller κατά Γαλλίας (αριθ. προσφ. 59389/16) και Steinmetz κατά Γαλλίας (Αρ. προσφ. 59389/16) της 22.10.2020
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ne bis in idem. Πειθαρχική απόφαση και ποινική απόφαση.
Δύο ιατροί κατήγγειλαν ότι καταδικάστηκαν από ποινικό δικαστήριο για απάτη λόγω πράξεων για τις οποίες είχαν ήδη τιμωρηθεί πειθαρχικά. Το Δικαστήριο επανέλαβε την άποψή του ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες δεν εμπίπτουν στην «ποινική» σφαίρα.
Οι προσφεύγοντες κρίθηκαν αρχικά υπαίτιοι από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Εθνικού Ιατρικού Συλλόγου (Kοινωνικό Tμήμα Aσφαλείας), το 2009, για επαγγελματικό παράπτωμα κατά τη θεραπεία ασθενών σύμφωνα με το κοινωνικό σύστημα ασφαλείας. Τους απαγορεύτηκε να θεραπεύουν ασθενείς υπό αυτό το καθεστώς για τέσσερις μήνες, ενώ οι δύο τέθηκαν σε αναστολή. Στη συνέχεια καταδικάστηκαν αμετάκλητα για απάτη από τα ποινικά δικαστήρια.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση του 2009 κατά των προσφευγόντων σύμφωνα με τον Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης δεν ήταν «καταδίκη» για «αδίκημα» υπό την έννοια του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα να μην δικάζεται κάποιος ή τιμωρείται δύο φορές) της ΕΣΔΑ και η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμοζόταν εν προκειμένω.
Απαράδεκτη η προσφυγή. Μη παραβίαση της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 4 του 7ου πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, Bernard Faller, ο οποίος γεννήθηκε το 1953 και ζει στη Colmar (Γαλλία), και Michel Steinmetz, ο οποίος γεννήθηκε το 1950 και ζει στο La Couarde Sur Mer (Γαλλία), Γάλλοι υπήκοοι, είναι γιατροί που ειδικεύονται στη λειτουργική αποκατάσταση. Είναι συνεργάτες στη Colmar και λειτουργούν στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με το δικαίωμα να ορίζουν τη δική τους αμοιβή.
Κατά την ανάλυση των αιτήσεων επιστροφής χρημάτων και των πορισμάτων των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια χειρουργείων από τους προσφεύγοντες μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου 2007, το Γραφείο Πρωτοβάθμιας Ασφάλισης Υγείας της Colmar διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες είχαν χρεώσει αδικαιολόγητα ποσά. Επιπλέον, τον Απρίλιο του 2008, κλιμάκιο επιθεώρησης από την Αρχή Πυρηνικής Ασφάλειας αποκάλυψε ότι η πραγματοποίηση ακτινογραφιών διεξήχθησαν στις εγκαταστάσεις από προσωπικό που δεν είχε επίσημα προσόντα.
Ο επικεφαλής ιατρός της Colmar υπέβαλε καταγγελία εναντίον των προσφευγόντων στο Περιφερειακό Ιατρικό Σύλλογο της Αλσατίας.
Σε δύο αποφάσεις που εκδόθηκαν στις 28 Νοεμβρίου 2008, το Περιφερειακό Ιατρικό Σύλλογο της Αλσατίας απαγόρευσε στους προσφεύγοντες τη θεραπεία ασθενών στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης για 24 μήνες, 12 εκ των οποίων τέθηκαν σε αναστολή.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση στο τμήμα κοινωνικής ασφάλισης του Εθνικού Ιατρικού Συμβουλίου. Σε δυο αποφάσεις που εκδόθηκαν στις 15 Οκτωβρίου 2009, οι αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2008, τα παραπτώματα εν μέρει παραγράφηκαν και η διάρκεια της αναστολής ορίστηκε σε τέσσερις μήνες, ενώ δύο από αυτούς τέθηκαν σε αναστολή. Ο επικεφαλής της Colmar για Ιατρικά ζητήματα άσκησε αναίρεση ενώπιον του Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο στις 9 Σεπτεμβρίου 2019 κήρυξε την αναίρεση απαράδεκτη.
Εν τω μεταξύ, στις 17 Απριλίου 2008, το Γραφείο Πρωτοβάθμιας Ασφάλισης Υγείας της Colmar υπέβαλε μήνυση εναντίον των προσφευγόντων ενώπιον του εισαγγελέας της Colmar. Τα Γραφεία Πρωτοβάθμιας Ασφάλισης Υγείας της Sélestat και της Mulhouse υπέβαλαν παρόμοιες μηνύσεις στις 26 Σεπτεμβρίου 2008 και 19 Ιανουαρίου 2009. Κίνησε δικαστική έρευνα στις 25 Μαρτίου 2009 για τη κατηγορία της απάτης.
Στις 21 Μαρτίου 2014 το Πλημμελειοδικείο της Colmar αθώωσε τους προσφεύγοντες για την κατηγορία της διπλής τιμολόγησης. Ωστόσο, τους έκρινε ένοχους για απάτη, παράνομη ιατρική πρακτική αναφορικά με τη χρήση των ακτινογραφιών και για εξαπάτηση σχετικά με τη φύση, την ποιότητα ή το καθεστώς παρεχόμενης υπηρεσίας. Καταδίκασε τον καθένα από αυτούς σε ποινή φυλάκισης 4 μηνών με αναστολή και πρόστιμο 25.000 ευρώ.
Στις 28 Μαΐου 2015, το ποινικό Εφετείο της Colmar επικύρωσε την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2014 στο μέτρο που αυτή έκρινε τους προσφεύγοντες ένοχους για παράνομη λειτουργία ακτινογραφίας και για εξαπάτηση ως προς τη φύση, την ποιότητα ή προέλευση μιας υπηρεσίας. Τους έκρινε επίσης ένοχους ότι, στη Colmar, εξαπάτησαν το γραφείο ασφάλισης υγείας, το οποίο αποτελούσε αδίκημα απάτης. Το Εφετείο καταδίκασε τον καθέναν από τους προσφεύγοντες σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών, και σε πρόστιμο 25.000 ευρώ και απαγόρευση εξάσκησης του ιατρικού επαγγέλματος για ένα έτος. Τους διέταξε επίσης από κοινού και ατομικά να καταβάλλουν στην πολιτική αγωγή (τα Γραφεία Πρωτοβάθμιας Ασφάλισης Υγείας των Haut-Rhin και Bas-Rhin και το Αγροτικό Κοινωνικό Ασφαλιστικό Ταμείο για την Αλσατία) συνολικά 674.184,75 ευρώ ως αποζημίωση και 8.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο την απέρριψε.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 4 του 7ου πρωτοκόλλου (δικαίωμα να μη δικάζεται και τιμωρείται κάποιος δύο φορές) της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι είχαν καταδικαστεί ενώπιον ποινικού δικαστηρίου για απάτη για πράξεις για τις οποίες είχαν ήδη τιμωρηθεί πειθαρχικά.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα να μη τιμωρείται κάποιος δύο φορές)
Οι προσφεύγοντες κρίθηκαν αρχικά υπεύθυνοι από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Εθνικού Ιατρικού Συλλόγου (Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφαλείας), το 2009, για επαγγελματικό παράπτωμα στη θεραπεία ασθενών που υπάγονταν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Τους απαγορεύτηκε η χορήγηση θεραπείας υπό αυτό το καθεστώς για τέσσερις μήνες, δύο εκ των οποίων τέθηκαν σε αναστολή, σύμφωνα με τα άρθρα L. 145-1 και L. 145-2 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης.
Στη συνέχεια καταδικάστηκαν από τα ποινικά δικαστήρια της Colmar και τελεσιδίκως από το Εφετείο σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών με αναστολή και σε καταβολή προστίμου ύψους 25.000 ευρώ και απαγόρευση εξάσκησης του επαγγέλματος για ένα έτος, καθώς και να καταβάλλουν από κοινού και ατομικά στη πολιτική αγωγή 674. 184, 75 ευρώ για ηθική βλάβη και 8.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. Η εν λόγω καταδίκη πρέπει αναμφισβήτητα να χαρακτηριστεί ως «ποινική» κατά την έννοια της Σύμβασης.
Το ερώτημα ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν επομένως αν η περίπτωση των προσφευγόντων, στους οποίους αρχικά είχε επιβληθεί πειθαρχική κύρωση για παράβαση, σε σχέση με τη θεραπεία ασθενών στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, και στη συνέχεια καταδικάστηκαν για «ποινικό αδίκημα», εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 4 του 7ου πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Στην απόφαση Α και Β κατά Νορβηγίας, το Δικαστήριο είχε εξηγήσει, ότι προκειμένου να αποφασίσει εάν οι διαδικασίες ήταν ποινικές σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, έπρεπε να ισχύουν τα τρία κριτήρια «Engel» σχετικά με την έννοια της «ποινικής κατηγορίας» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης: ο νομικός χαρακτηρισμός του αδικήματος στο εσωτερικό δίκαιο, η φύση του ίδιου του αδικήματος και η φύση και σοβαρότητα της ποινής. Το Δικαστήριο επανέλαβε την άποψή του ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες δεν εμπίπτουν στην «ποινική» σφαίρα.
Εφαρμόζοντας τα κριτήρια “Engel”, το Δικαστήριο διαπίστωσε, πρώτον, ότι οι προσφεύγοντες είχαν εμφανιστεί ενώπιον των πειθαρχικών οργάνων του Ιατρικού Συλλόγου για επαγγελματικό παράπτωμα σε σχέση με τη θεραπεία ασθενών που υπάγονταν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, κατά την έννοια του άρθρου 145-1 του Κώδικα κοινωνικής ασφάλισης, ένα αδίκημα το οποίο, σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ποινικού δικαίου. Δεύτερον, η ίδια η φύση του αδικήματος βάσει του άρθρου 145-1 του εν λόγω κώδικα δεν ήταν ποινική. Τρίτον, οι κυρώσεις που θα μπορούσαν να επιβληθούν βάσει του άρθρου 145-2 του κώδικα δεν ήταν ποινικές, καθώς αποτελούσαν επιπλήξεις, προσωρινή ή μόνιμη αφαίρεση της ιατρική άδειας και, σε περίπτωση παράνομης χρέωσης, επιστροφή χρημάτων ή αποπληρωμή των ποσών που ελήφθησαν παρανόμως. Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ενώ η αφαίρεση της άδειας θα μπορούσε, βεβαίως, να θεωρηθεί ως σοβαρή και αυστηρή ποινή, διότι επηρέαζε την ικανότητα ενός γιατρού να ασκήσει το επάγγελμά του, το άρθρο 145-2 του κώδικα δεν προέβλεπε την επιβολή προστίμων ή την υιοθέτηση μέτρων στέρησης της ελευθερίας.
Το Δικαστήριο κατέληξε επομένως στο συμπέρασμα ότι η απόφαση που ελήφθη κατά των προσφευγόντων σύμφωνα με τα άρθρα L. 145-1 και L. 145-2 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καταδίκη για «αδίκημα» κατά την έννοια του άρθρου 4 του 7ου πρωτοκόλλου.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε τις προσφυγές(επιμέλεια echrcaselaw.com).