Με νέα διάταξη ο έλεγχος επεκτείνεται σε όσους καταδικάζονται ακόμα και σε μικρές ποινές, αν από το αδίκημα προκύπτει οικονομικό όφελος
Μπλεγμένοι με κατηγορίες για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος θα βρίσκονται όσοι καταδικάζονται σε οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης, μικρή ή μεγάλη, εφόσον από το αδίκημα για το οποίο δικάστηκαν προκύπτει οικονομικό όφελος.
Αυτό προβλέπει τροπολογία που προστέθηκε στη νομοθεσία και θα συμπληρώσει τον τελευταίο νόμο, 4734/2020, για την καταπολέμηση του μαύρου χρήματος.
Η σχετική διάταξη προστέθηκε, μετά από αίτημα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, και έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αυστηροποιεί το νομικό πλαίσιο και δίνει στις διωκτικές αρχές μεγαλύτερα περιθώριο ελέγχου της διακίνησης του «μαύρου χρήματος».
Με την εφαρμογή της διάταξης, οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος και είναι είτε πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης είτε κακούργημα που τιμωρείται με ποινή κάθειρξης, θεωρείται βασικό αδίκημα που πρέπει να ερευνάται για το εάν συνδέεται και με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Ειδικότερα, με το άρθρο 3 του ν. 4734/2020 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι οποιοδήποτε αδίκημα από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης θεωρείται πλέον «βασικό αδίκημα» το οποίο πρέπει να ερευνάται περαιτέρω για να διαπιστώνεται εάν ο παραβάτης διέπραξε και το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Η τροπολογία προβλέπει συγκεκριμένα: «Κατά την αληθή έννοια της περ. ιη) του άρθρου 4 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4734/2020 (Α’ 196), στα «βασικά αδικήματα» του ν. 4557/2018, περιλαμβάνονται όλα τα αδικήματα από τα οποία προκύπτει περιουσιακό όφελος και τα οποία τιμωρούνται τουλάχιστον με ποινή φυλάκισης».
Στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τη συγκεκριμένη διάταξη εξηγείται πως:
«Με την προτεινόμενη ρύθμιση διευκρινίζεται ότι η αληθής έννοια της περ. ιη) του άρθρου 4 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4734/2020 (Α’ 196), είναι ότι στα «βασικά αδικήματα» του ν. 4557/2018, περιλαμβάνονται όλα τα αδικήματα από τα οποία προκύπτει περιουσιακό όφελος και επισύρουν τουλάχιστον ποινή φυλάκισης. Δεδομένου, ότι η τροποποίηση του ν. 4734/2020 αποσκοπεί στην αυστηριοποίηση του ισχύοντος νομικού πλαισίου, καθίσταται πρόδηλο ότι σκοπός του νομοθέτη, είναι να καλύψει κάθε αδίκημα για το οποίο προβλέπεται στερητική της ελευθερίας ποινή, υπό την έννοια πάντως της φυλάκισης ή της κάθειρξης, χωρίς να καταλείπεται οποιαδήποτε δυνατότητα διαφυγής από το ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης.
Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα προκαλούσε ανεπίτρεπτη αξιολογική αντινομία και θα οδηγούσε στο παράδοξο αποτέλεσμα της εφαρμογής της μόνο στα αδικήματα πλημμεληματικού χαρακτήρα, εξαιρουμένων των βαρύτερων -κακουργηματικού- χαρακτήρα αξιόποινων πράξεων, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει από τη ratio της διάταξης.
Το παραπάνω επιβεβαιώνεται από το υπόμνημα της Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες προς τη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων, από το οποίο υιοθετήθηκε κατά λέξη η διατύπωση του άρθρου 3 του ν. 4734/2020 και στο οποίο τονίζεται η ανάγκη διεύρυνσης και αυστηριοποίησης του πεδίου της περ. ιη) του άρθρου 4 του ν. 4557/2018, λαμβανομένου υπόψη του νέου Ποινικού Κώδικα. Η ίδια πρόθεση αυστηροποίησης προκύπτει άλλωστε σαφώς και από τα πρακτικά της κοινοβουλευτικής διαδικασίας που οδήγησε εν τέλει στην ψήφιση του ν. 4734/2020.»
Ελέγχους καταθέσεων και θυρίδων
Υπενθυμίζεται πως ο νέος νόμος 4734/2020, προβλέπει αυστηρότερους ελέγχους καταθέσεων, θυρίδων, κινήσεων πιστωτικών καρτών και δανείων σε βάθος μιας δεκαετίας, από 8 διωκτικές Αρχές. Για τους ελέγχους αυτούς, αίρεται τραπεζικό, επαγγελματικό και όποιο απόρρητο έναντι των δημοσίων υπηρεσιών.
Η σχετική διάταξη καθιστά σαφές, πως ο έλεγχος των τραπεζικών καταθέσεων και άλλων χρηματοοικονομικών επενδύσεων, των θυρίδων, των πιστωτικών καρτών και των δανείων, μπορεί να εκτείνεται σε βάθος μια δεκαετίας πίσω, από την υποβολή του αιτήματος της αρμόδιας Αρχής Kαταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ή από άλλο φορέα.
Οι αρχές οι οποίες είναι αρμόδιες για τη δίωξη του ξεπλύματος του βρώμικου χρήματος είναι 8 συνολικά και συγκεκριμένα οι ακόλουθες:
- Το σύνολο των υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. (π.χ. ΚΕΦΟΜΕΠ, ΚΕΜΕΠ, ΥΕΔΔΕ κ.λπ.)
- Το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος
- Τη Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών
- Η Οικονομική Αστυνομία,
- Οι υπηρεσίες του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ) του e-ΕΦΚΑ,
- Ο οικονομικός εισαγγελέας,
- Ο εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς,
- Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
Όλες οι παραπάνω Αρχές, μπορούν να έχουν πρόσβαση στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών (Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π.), που αποτελεί τον κεντρικό αυτοματοποιημένο μηχανισμό ηλεκτρονικής ανάκτησης δεδομένων για την έγκαιρη εξακρίβωση οποιωνδήποτε προσώπων που κατέχουν ή ελέγχουν τραπεζικούς λογαριασμούς ή θυρίδες.