ΑΠΟΦΑΣΗ
Akbay κ.α. κατά Γερμανίας της 15.10.2020 (αρ. προσφ. 40495/15, 40913/15 και 37273/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δίκαιη δίκη και αστυνομική παγίδευση. Οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν για εισαγωγή και εμπορία ναρκωτικών. Για να διαπράξουν το αδίκημα υποκινήθηκαν από μυστικό αστυνομικό ο οποίος τους παρότρυνε να διαπράξουν την άδικη πράξη εξασφαλίζοντας δήθεν για αυτούς ένα ασφαλές κανάλι διακίνησης ναρκωτικών με σκοπό την ποινική τους δίωξη. Ο ίδιος θα είχε προσωπικό χρηματικό όφελος. Τα εγχώρια Δικαστήρια και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψαν τις προσφυγές τους για παραβίαση δίκαιης δίκης, με την αιτιολογία ότι τους επιβλήθηκε μειωμένη ποινή.
Το Στρασβούργο επανέλαβε την πάγια νομολογία του ότι το δημόσιο συμφέρον για την καταπολέμηση του εγκλήματος δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν ως αποτέλεσμα υποκίνησης και παγίδευσης από την αστυνομία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η καταδίκη των προσφευγόντων στηρίχθηκε στις καταθέσεις των υποκινητών αστυνομικών. Τα εγχώρια δικαστήρια παρέλειψαν να εφαρμόσουν τις αρχές της δίκαιης δίκης και να αναλάβουν το βάρος της απόδειξης για την ύπαρξη υποκίνησης.
Έκρινε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6§1) για τους δύο πρώτους προσφεύγοντες ως συναυτουργούς της πράξης και μη παραβίαση για τον 3ο προσφεύγοντα ο οποίος παρείχε άμεση συνδρομή αλλά δεν υποκινήθηκε από αστυνομικούς .
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι τρεις Τούρκοι υπήκοοι, οι Yıldız Akbay, Hakki Soytürk και Dervıs Usul, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1977, το 1965 και το 1969, αντίστοιχα. Ο κ. Soytürk συνελήφθη στο Großbeeren (Γερμανία) κατά τη στιγμή της υποβολής της προσφυγής του, ενώ οι άλλοι δύο προσφεύγοντες ζουν στο Βερολίνο.
Η υπόθεση αφορούσε την καταδίκη του συζύγου της πρώτης προσφεύγουσας (Ν.Α.), ο οποίος απεβίωσε, και του δεύτερου και τρίτου προσφεύγοντος για εμπόριο ναρκωτικών και τον ισχυρισμό τους για παγίδευση εκ μέρους της αστυνομίας.
Ο Ν.Α. και ο δεύτερος και ο τρίτος προσφεύγων συνελήφθησαν τον Αύγουστο του 2011 για εμπόριο 100 κιλών κοκαΐνης. Ο Ν.Α. και ο δεύτερος προσφεύγων, που ήταν φίλοι, είχαν οργανώσει την εισαγωγή μέσω γνωριμιών του τελευταίου όταν ένας λιμενεργάτης στο λιμάνι του Bremerhaven (Γερμανία), ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν μυστικός αστυνομικός, προσέφερε ασφαλή μεταφορά για τα ναρκωτικά. Ο τρίτος προσφεύγων είχε προσληφθεί από τον Ν.Α. για να παραλάβει τα ναρκωτικά τα οποία θα είχαν αποθηκεύσει σε ένα μισθωμένο διαμέρισμα στο Bremerhaven και να τα μεταφέρει στο Βερολίνο.
Τον Νοέμβριο του 2012, το Περιφερειακό Δικαστήριο του Βερολίνου καταδίκασε τον Ν.Α. για παράνομη εισαγωγή και εμπορία ναρκωτικών, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος προσφεύγων καταδικάστηκαν για παροχή συνδρομής στον Ν.Α. Οι καταδίκες βασίσθηκαν ουσιαστικά στις ομολογίες τους, στη μαρτυρία του μυστικού αστυνομικού και στους επιβλέποντες αστυνομικούς. Το δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι ο Ν.Α. και ο δεύτερος προσφεύγων είχαν υποκινηθεί από την αστυνομία να διαπράξουν τα αδικήματα και συνεπώς μειώθηκαν σημαντικά οι ποινές τους σε 4 χρόνια και 5 μήνες και 3 χρόνια και 7 μήνες, αντίστοιχα. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αστυνομία δεν είχε παρακινήσει τον τρίτο προσφεύγοντα να διαπράξει το αδίκημα, ωστόσο μείωσε την ποινή του.
Ο Ν.Α. και ο δεύτερος και ο τρίτος προσφεύγων άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής, υποστηρίζοντας το επιχείρημα ότι η παγίδευση θα έπρεπε να είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της διαδικασίας εναντίον τους. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο απέρριψε την έφεσή τους τον Δεκέμβριο του 2013, αναφερόμενο στην πάγια νομολογία σχετικά με τη μείωση των ποινών. Οι συνταγματικές καταγγελίες τους απορρίφθηκαν τον Δεκέμβριο του 2014.
Ο Ν.Α. απεβίωσε τον Ιούνιο του 2015.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι ο Ν.Α. και ο δεύτερος και τρίτος προσφεύγων είχαν καταδικαστεί για το αδίκημα της εμπορίας ναρκωτικών για το οποίο είχαν υποκινηθεί να διαπράξουν από την αστυνομία. Η πρώτη προσφεύγουσα ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι είχε τη δυνατότητα να προσφύγει καθώς είχε ηθικό συμφέρον να αποκαταστήσει τη φήμη του αποβιώσαντος συζύγου της μετά από την εν λόγω αδικαιολόγητη καταδίκη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Όταν αντιμετωπίζεται μία κατηγορία αστυνομικής υποκίνησης ή παγίδευσης, το Δικαστήριο προσπαθήσει να αποδείξει, ως πρώτο βήμα, εάν υπήρξε τέτοια υποκίνηση ή παγίδευση. Η αστυνομική υποκίνηση συμβαίνει όταν οι εμπλεκόμενοι αξιωματικοί – είτε μέλη των δυνάμεων ασφαλείας είτε πρόσωπα που ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες τους – δεν περιορίζονται στη διερεύνηση εγκληματικής δραστηριότητας με ουσιαστικά παθητικό τρόπο, αλλά ασκούν τέτοια επιρροή στο θέμα ώστε να υποκινούν την εκτέλεση αδικήματος που διαφορετικά δεν θα είχε διαπραχθεί, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διαπίστωση του αδικήματος, δηλαδή η παροχή αποδεικτικών στοιχείων και η άσκηση δίωξης.
Το Δικαστήριο επανέλαβε την πάγια νομολογία του σε αυτό το πλαίσιο, ειδικότερα, ότι το δημόσιο συμφέρον για την καταπολέμηση του εγκλήματος δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν ως αποτέλεσμα παγίδευσης από την αστυνομία, καθώς κάτι τέτοιο εκθέτει τον κατηγορούμενο στον κίνδυνο να στερηθεί οριστικά μια δίκαιη δίκη από την αρχή. Προκειμένου η δίκη να είναι δίκαιη κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης, πρέπει να αποκλειστούν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται ως αποτέλεσμα αστυνομικής υποκίνησης ή πρέπει να εφαρμοστεί διαδικασία με παρόμοιες συνέπειες. Ένα άτομο δεν τιμωρείται για εγκληματική δραστηριότητα που ήταν αποτέλεσμα υποκίνησης εκ μέρους των κρατικών αρχών.
(Ι) Εφαρμογή αυτών των αρχών στην παρούσα υπόθεση
(1) Όσον αφορά τον Ν.Α. και το δεύτερο προσφεύγοντα
– Όσον αφορά την ουσιαστική πτυχή της υποκίνησης
Όσον αφορά τον NA, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με τα πορίσματα του Περιφερειακού Δικαστηρίου, κατά την έναρξη της μυστικής επιχείρησης υπήρχαν κάποιες αρχικές υποψίες ότι ο NA, ο οποίος, ωστόσο, είχε λευκό ποινικό μητρώο, θα μπορούσε να διακινεί ηρωίνη, μετά από στοιχεία που δόθηκαν από έναν πληροφοριοδότη και πληροφορίες που λήφθηκαν μέσω παρακολούθησης τηλεφωνικών κλήσεων. Ωστόσο, αφού ο πληροφοριοδότης Μ. ήρθε σε επαφή με τον NA, οι υποψίες για διακίνηση ναρκωτικών κατ’ εξακολούθηση δεν επιβεβαιώθηκαν για μια περίοδο πολλών μηνών και έγινε σαφές στις αρχές ότι ο NA δεν είχε προϋπάρχουσες επαφές που να του επέτρεπαν την εμπορία ναρκωτικών.
Ωστόσο, η αστυνομία συνέχισε να επικοινωνεί με τον Ν.Α. μέσω του πληροφοριοδότη Μ. Και τον ώθησε να οργανώσει εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών μέσω του φαινομενικά ασφαλούς καναλιού που ελέγχονταν πλήρως από τις αρχές για ενάμισι χρόνο. Ο ενεργός πληροφοριοδότης Μ., είχε ένα σημαντικό οικονομικό συμφέρον να συλληφθούν ο Ν.Α. και οι πιθανοί συνεργοί του για ένα σοβαρό αδίκημα εμπορίας ναρκωτικών λόγω της αμοιβής ως επιβράβευση που του υποσχέθηκε η αστυνομία για τις δραστηριότητές του.
Όσον αφορά τον δεύτερο προσφεύγοντα, φίλο του NA, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Περιφερειακού Δικαστηρίου, είχε εμπλακεί στην εισαγωγή ναρκωτικών, καθώς ήταν γνωστός του προμηθευτή στις Κάτω Χώρες μέσω του οποίου, από σύμπτωση, ο NA κατάφερε να οργανώσει την εισαγωγή. Ο δεύτερος προσφεύγων δεν είχε καμία σχετική προηγούμενη καταδίκη για εμπορία ναρκωτικών, ούτε υπήρξαν προκαταρκτικές έρευνες εναντίον του ή πράγματι κάτι που να υποδηλώνει ότι είχε προδιάθεση για διάπραξη τέτοιων αδικημάτων.
Εξετάζοντας εάν η συμμετοχή του δεύτερου προσφεύγοντος στην άδικη πράξη της εμπορίας ναρκωτικών καθορίστηκε από τη συμπεριφορά της αστυνομίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σύμφωνα με τα πορίσματα του Περιφερειακού Δικαστηρίου, ο δεύτερος προσφεύγων αποφάσισε να συμβάλει στην εισαγωγή ναρκωτικών του ΝΑ μέσω του λιμένα του Bremerhaven ακριβώς λόγω του φαινομενικά ασφαλούς καναλιού που δημιούργησε η αστυνομία.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα – συμφωνώντας με τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων ως προς αυτό – ότι τόσο το αδίκημα που τέλεσε ο Ν.Α. όσο και το αδίκημα του δεύτερου προσφεύγοντα δεν θα είχαν διαπραχθεί χωρίς την επιρροή των αρχών. Έτσι, υποκινήθηκαν, όπως ορίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1, από την αστυνομία για να διαπράξουν το αδίκημα της εμπορίας ναρκωτικών για το οποίο στη συνέχεια καταδικάστηκαν.
– Διαδικαστική πτυχή της υποκίνησης
Στην παρούσα υπόθεση, το Περιφερειακό Δικαστήριο χρησιμοποίησε την κατάθεση του μυστικού πράκτορα και των αστυνομικών που επόπτευαν, του αστυνομικού πληροφοριοδότη και τα πρακτικά της έκθεσης του πληροφοριοδότη. Μολονότι η κυβέρνηση υποστήριξε ότι αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν τελικά για την καταδίκη του NA και του δεύτερου προσφεύγοντος μόνο στο βαθμό που δεν αντιφάσκουν με τις καταθέσεις τους, το Δικαστήριο σημείωσε, ειδικότερα, τον ισχυρισμό του δεύτερου προσφεύγοντος ότι ομολόγησε επειδή ο αστυνομικός πληροφοριοδότης είχε κάνει εν μέρει αναληθείς δηλώσεις στους αστυνομικούς που επόπτευαν, οι οποίες αναφέρθηκαν από τους αστυνομικούς κατά την συζήτηση στο ακροατήριο. Το Περιφερειακό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ο πληροφοριοδότης της αστυνομίας περιέγραψε εν μέρει τα γεγονότα που οδήγησαν στην εισαγωγή ναρκωτικών με πολύ διαφορετικό τρόπο από τους κατηγορούμενους στις καταθέσεις τους στη δίκη. Αυτό ίσχυε, ιδίως, όσον αφορά την επιρροή που άσκησε ο πληροφοριοδότης στον Ν.Α., η οποία ήταν καθοριστική για τη διαπίστωση ότι υπήρχε υποκίνηση. Φαίνεται λοιπόν ότι τόσο ο Ν.Α. όσο και ο δεύτερος προσφεύγων δεν είχαν καμία επιλογή, προκειμένου να αποκαλύψουν την πραγματική έκταση της υποκίνησης, αλλά να ομολογήσουν πρώτα το αδίκημα.
Ως εκ τούτου, τα εγχώρια δικαστήρια δεν συνήγαγαν τα σχετικά συμπεράσματα σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης τόσο για τις καταγγελίες του πρώτου όσο και του δεύτερου προσφεύγοντος
(2) Όσον αφορά τον τρίτο προσφεύγοντα
Το Δικαστήριο, συμφωνώντας με τα πορίσματα των εγχώριων δικαστηρίων και της κυβέρνησης ως προς αυτόν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρίτος προσφεύγων δεν υποκινήθηκε, όπως ορίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 6 § 1, από την αστυνομία για διάπραξη της εμπορίας ναρκωτικών για την οποία πράξη καταδικάστηκε στη συνέχεια. Παρατηρεί σε αυτό το πλαίσιο ότι το έργο του πληροφοριοδότη της αστυνομίας M., εποπτεύτηκε από την αστυνομία μετά από εξουσιοδότηση από την Εισαγγελία και καλύπτεται από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 161 § 1 και 163 § 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αυτή η εξουσιοδότηση για εποπτεία της μυστικής επιχείρησης επέτρεψε στις αρχές να απαλλαγούν από το βάρος να αποδείξουν ότι δεν υπήρχε υποκίνηση στην υπόθεση του τρίτου προσφεύγοντος. Η επακόλουθη χρήση, κατά την ποινική διαδικασία κατά του τρίτου προσφεύγοντος, των αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν από τον μυστικό πράκτορα, επομένως, δεν εγείρει ζήτημα βάσει του άρθρου 6 παρ. 1.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1) σε σχέση με τους Yıldız Akbay και Hakki Soytürk και μη παραβίαση σε σχέση με τον Dervıs Usul.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 18.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.190 ευρώ για έξοδα και δαπάνες στον δεύτερο προσφεύγοντα. Ο πρώτος προσφεύγων δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα (επιμέλεια echrcaselaw.com).