Μεταστροφή της νομολογίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
Τον Ιούλιο του 2019 η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 20/2019 απόφασή της.
Στην απόφαση αυτή, η Αρχή εκλήθη να διαχειριστεί έναν καταιγισμό αιτημάτων, σε υπόθεση πιστοποίησης αναπηρίας από Επιτροπές του ΚΕ.Π.Α.
Η Αρχή απέρριψε το σύνολο σχεδόν των αιτημάτων της καταγγελίας, όμως διαπίστωσε την παραβίαση των δικαιωμάτων πρόσβασης και ενημέρωσης του Ν.2472/1997:
«Αντιθέτως, προέκυψε ότι παραβιάσθηκε το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του ν. 2472/1997 δικαίωμα ενημέρωσης και πρόσβασης της καταγγέλλουσας από τον ΕΦΚΑ σχετικά με τα ονόματα των ιατρών–μελών του Ειδικού Σώματος Υγειονομικών Επιτροπών του ΚΕ.Π.Α., καθώς το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να γνωρίζει, μεταξύ άλλων, την ταυτότητα και τα πλήρη στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου επεξεργασίας και/ή του εκπροσώπου αυτού (βλ. άρθρο 11 παρ. 1 εδ. α’ ν. 2472/1997), όπως και κάθε προσώπου που απασχολείται στον υπεύθυνο επεξεργασίας και προβαίνει σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντα του υπευθύνου επεξεργασίας, χωρίς βεβαίως να είναι εκτελών την επεξεργασία» [σκ.9]
Τον Οκτώβριο του 2019, η Γενική Διεύθυνση Παροχών και Υγείας του Ε.Φ.Κ.Α. ζήτησε διευκρινίσεις από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ως προς τα όρια και τον τρόπο εφαρμογής των διαπιστώσεων της Αρχής:
Α. Πρέπει να ονόματα των ιατρών να γνωστοποιούνται ακόμη και χωρίς προσφυγή του αιτούντος ή χωρίς να εξετάζεται το έννομο συμφέρον;
Β. Εάν ο Ε.Φ.Κ.Α. δεν οφείλει να γνωστοποιεί τα ονόματα των ιατρών, σε ποιες διατάξεις μπορεί να στηριχθεί για να απορρίψει το αίτημα;
Γ. Εάν απαιτείται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, τί ορίζεται ως έννομο συμφέρον και πώς κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένο το αίτημα, ώστε να προκύψει το έννομο συμφέρον;
Το ΣΤ’ Τμήμα του ΝΣΚ απάντησε μόνο επί του πρώτου ερωτήματος, καθώς με βάση την απάντηση που έδωσε, η εξέταση των υπολοίπων παρήλκε.
Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 123/2020 Γνωμοδότησή του, η γνωστοποίηση των ονομάτων των ιατρών αποτελεί υποχρέωση του Ε.Φ.Κ.Α., ως υπευθύνου επεξεργασίας, ανεξαρτήτως άσκησης προσφυγής ή επίκλησης εννόμου συμφέροντος, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ.1 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
Ειδικότερα, αποφασίζοντας κατά πλειοψηφία (9-2), το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έκρινε ότι η απάντηση επί των ερωτημάτων δίνεται από το άρθρο 42 Ν.4624/2019, από τη γραμματική διατύπωση του οποίου, προκύπτει η βούληση του νομοθέτη οι διατάξεις περί χορήγησης εγγράφων να «παραμένουν ανεπηρέαστες, ακόμη και όταν τα χορηγούμενα από τη Διοίκηση έγγραφα αποτελούν ή περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα».
Τούτο, κατά το ΝΣΚ, «σημαίνει ότι τα ενώ λόγω στοιχεία χορηγούνται στον ενδιαφερόμενο με μόνη την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού και χωρίς περαιτέρω προσφυγή στις διατάξεις της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων».
Η κρίση αυτή της πλειοψηφίας αποτελεί μεταστροφή της πάγιας κρίσης του ΝΣΚ, όπως αυτή αποτυπώθηκε από τη μειοψηφία.
Σύμφωνα με τη μειοψηφούσα άποψη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της δικαιολογητικής αιτίας πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό τον ΓΚΠΔ και τον Ν.4624/2019, εξακολουθεί να ισχύει ό,τι ίσχυε και υπό τον Ν.2472/1997: Εάν η Διοίκηση κρίνει ότι η εξεταζόμενη περίπτωση δεν εμπίπτει στις απαγορεύσεις χορήγησης εγγράφων του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ, τότε οφείλει να προχωρά «σε διερεύνηση της δυνατότητας ή μη χορήγησης αντιγράφων που αφορούσαν σε δεδομένα (απλή ή ευαίσθητα) προσωπικού χαρακτήρα».
Κατά τους μειοψηφήσαντες Νομικούς Συμβούλους (με τους οποίους συντάχθηκε η συνεισηγήτρια Πάρεδρος), το άρθρο 42 Ν.4624/2019 «δεν έχει την έννοια του εξοστρακισμού του νέου νομοθετικού πλαισίου περί προσωπικών δεδομένων, αλλά επιρρωνύει την αυτοτελή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του Κώδικα».
Η Γνωμοδότηση 123/2020, της οποίας εκκρεμεί η αποδοχή, είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του ΝΣΚ