ΑΠΟΦΑΣΗ
Agapov κατά Ρωσίας της 06.10.2020 (αρ. προσφ. 52464/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Φοροδιαφυγή, τεκμήριο αθωότητας και προστασία της περιουσίας.
Ο προσφεύγων με την ιδιότητα του διευθύνοντα συμβούλου εταιρείας, κατηγορήθηκε για φοροδιαφυγή καθόσον η εταιρεία είχε παραλείψει να καταβάλει ΦΠΑ. Ο εισαγγελέας δεν άσκησε ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, ωστόσο το κράτος προσέφυγε εναντίον του προσφεύγοντα ζητώντας αποζημίωση από αδικοπραξία για τη ζημία που υπέστη από την μη καταβολή των φόρων. Τα εγχώρια Δικαστήρια, θεώρησαν υπεύθυνο τον προσφεύγοντα και τον καταδίκασαν στην καταβολή συγκεκριμένου ποσού.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εγχώρια Δικαστήρια, ακόμα και στη γλώσσα που χρησιμοποίησαν, θεώρησαν τον προσφεύγοντα ως ένοχο παρόλο που δεν είχε ποτέ καταδικαστεί για το ίδιο φορολογικό αδίκημα και δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να ασκήσει τα δικαιώματά του υπεράσπισης σε ποινική δίκη. Έκρινε ότι ο προσφεύγων αντιμετωπίστηκε με τρόπο ασυμβίβαστο με το τεκμήριο αθωότητας, συνεπώς υπήρξε παραβίασή του (άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ).
Ακολούθως διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δέχτηκαν τις αξιώσεις των φορολογικών αρχών, χωρίς να εξετάσουν τυχόν αποδεικτικά στοιχεία ή να πραγματοποιήσουν ανεξάρτητη έρευνα για το κατά πόσο ο προσφεύγων ήταν υπεύθυνος για τη μη καταβολή φόρων. Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση για ηθική του βλάβη το ποσό των 7.800 ευρώ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§2,
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγω Anatoliy Agapov είναι Ρώσος υπήκοος που γεννήθηκε το 1967 και ζει στο Krasnodar (Ρωσία)
Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία του ότι είχε αναγκαστεί να καταβάλλει βεβαιωμένους φόρους που όφειλε η εταιρεία, Argo-RusCom Ltd, στην οποία ήταν διευθύνων σύμβουλος.
Το 2013, οι φορολογικές αρχές έλεγξαν την εταιρεία Argo-RusCom Ltd και διαπίστωσαν ότι η εταιρεία δεν είχε καταβάλει φόρο προστιθέμενης αξίας. Διέταξαν την πληρωμή βεβαιωμένων φόρων. Η υπόθεση στη συνέχεια εξετάστηκε από τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία επικύρωσαν τη νομιμότητα των ισχυρισμών των αρχών εκδίδοντας αμετάκλητη απόφαση το 2015.
Η εταιρεία του προσφεύγοντος, που δεν ήταν σε θέση να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό, λύθηκε το 2015 και τέθηκε σε εκκαθάριση.
Εν τω μεταξύ, το 2014 οι εισαγγελικές αρχές απείχαν από άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του προσφεύγοντος για την κατηγορία της φοροδιαφυγής, καθώς το αδίκημα είχε παραγραφεί. Στη συνέχεια, οι φορολογικές αρχές άσκησαν αγωγή εναντίον του για την καταβολή αποζημίωσης. Τα διοικητικά δικαστήρια, αναφερόμενα στην έκθεση του πραγματογνώμονα του έτους 2014, έκριναν τον προσφεύγοντα υπεύθυνο για το χρέος της εταιρείας του, δηλώνοντας συγκεκριμένα ότι είχε διαπράξει «παράνομες πράξεις με εγκληματική πρόθεση να αποφύγει την καταβολή φόρων».
Όλα τα ένδικα μέσα που άσκησε απορρίφθηκαν το Νοέμβριο του 2015.
Στηριζόμενος στο άρθρο 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η απόφαση των διοικητικών δικαστηρίων τον είχε κρίνει ένοχο για φοροδιαφυγή, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε καταδικαστεί για τέτοιο αδίκημα. Επικαλούμενος επίσης το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας) στη Σύμβαση, παραπονέθηκε ότι η απόφαση που τον κρίνει υπεύθυνο για τη καταβολή των βεβαιωμένων φόρων της εταιρείας αποτελούσε παράνομη παρέμβαση στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας)
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στις 2 Ιουνίου 2014 ο εισαγγελέας απείχε από την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του προσφεύγοντα για την κατηγορία της φοροδιαφυγής, καθώς το αδίκημα είχε παραγραφεί.
Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι, στις μεταγενέστερες διοικητικές διαδικασίες, τα εθνικά δικαστήρια δέχτηκαν τις αξιώσεις που υπέβαλαν οι φορολογικές αρχές για την επιδίκαση αποζημίωσης ως αποτέλεσμα της μη καταβολής φόρων από την εταιρεία LLC. Το ερώτημα για το Δικαστήριο στην υπόθεση ήταν αν η παραπάνω διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε από τα διοικητικά δικαστήρια έπρεπε να ερμηνευθεί ως καταλογισμός ποινικής ευθύνης έναντι του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο εξέτασε το πλαίσιο της διαδικασίας στο σύνολό της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, προκειμένου να προσδιορίσει εάν, χρησιμοποιώντας μια τέτοια δήλωση, τα διοικητικά δικαστήρια παραβίασαν το άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης. Όσον αφορά τη γλώσσα που χρησιμοποίησαν τα εγχώρια δικαστήρια, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αποτελούσε δήλωση σχετικά με την ποινική ενοχή του προσφεύγοντος. Αφού εξέτασε το πλαίσιο της διαδικασίας, το Δικαστήριο δεν διέκρινε τίποτα στα υποβληθέντα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν την επίμαχη επιλογή λέξεων που έκαναν τα εθνικά δικαστήρια.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, κατά τη συζήτηση της αγωγής εναντίον του προσφεύγοντα για αποζημίωση, οι φορολογικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι η ζημία προήλθε από ποινικό αδίκημα που διέπραξε. Τα διοικητικά δικαστήρια δεν κάλεσαν τον προσφεύγοντα να αντικρούσει τους ισχυρισμούς. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι τα διοικητικά δικαστήρια στήριξαν την απόφαση τους να καταδικάσουν τον προσφεύγοντα σε καταβολή αποζημίωσης, αποκλειστικά στα πορίσματα σχετικά με την ποινική του ευθύνη, όπως ορίζεται στην απόφαση του ανακριτή της 2ας Ιουνίου 2014. Δεν αξιολόγησαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο ούτε αξιολόγησαν τα γεγονότα ή συμπεράσματα του πραγματογνώμονα ή της φορολογικής επιθεώρησης. Αντ’ αυτού, απλώς αναφέρθηκαν στην απλή ύπαρξη της απόφασης του πραγματογνώμονα και στην έκθεση ελέγχου που επιβεβαίωνε τις υποχρεώσεις της εταιρείας LLC για καταβολή φόρων.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η διατύπωση που χρησιμοποίησαν τα διοικητικά δικαστήρια δεν ήταν απλώς ατυχής. Αντικατοπτρίζει την σαφή άποψη των δικαστηρίων αυτών ότι έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα και ότι ο προσφεύγων ήταν ένοχος, παρόλο που δεν είχε ποτέ καταδικαστεί για αυτό το αδίκημα και δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να ασκήσει τα δικαιώματά του υπεράσπισης σε ποινική δίκη. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η αιτιολογία των διοικητικών δικαστηρίων ήταν ασυμβίβαστη με τη μη άσκηση ποινικής δίωξης κατά του προσφεύγοντος και ισοδυναμούσε με δήλωση ότι ο προσφεύγων διέπραξε ποινικό αδίκημα. Αφού εξέτασε το προγενέστερο υλικό, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοια δήλωση που να καταλογίζεται ποινική ευθύνη στον προσφεύγοντα
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων αντιμετωπίστηκε με τρόπο ασυμβίβαστο σε σχέση με το ο δικαίωμά του να τεκμαίρεται αθώος και θεωρεί ότι υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς του (άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης).
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η διαδικαστική περάτωση της ποινικής διαδικασίας, όπως συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση, δεν πρέπει να αποκλείει τον καθορισμό αστικής ευθύνης για την καταβολή αποζημίωσης που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα .
Το ΕΔΔΑ σημείωσε εξαρχής ότι οι φορολογικές αρχές και, στη συνέχεια, τα διοικητικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η εταιρεία LLC δεν είχε συμμορφωθεί με τις φορολογικές υποχρεώσεις της και, ως εκ τούτου, προκάλεσε ζημία στον κρατικό προϋπολογισμό. Όταν η LLC δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και στη συνέχεια τέθηκε υπό εκκαθάριση, οι φορολογικές αρχές επέλεξαν να ασκήσουν τις σχετικές αξιώσεις εναντίον του προσφεύγοντος ισχυριζόμενες ότι η ζημία προήλθε από το έγκλημα που διέπραξε.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με το ρωσικό δίκαιο, ένα άτομο μπορεί να κηρυχθεί ένοχο μόνο με δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας που ορίζει ο νόμος. Εν προκειμένω, καμία τέτοια απόφαση δεν εκδόθηκε κατά του προσφεύγοντος. Ο εισαγγελέας απείχε από την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια δέχτηκαν τις αξιώσεις των φορολογικών αρχών και θεώρησαν επαρκές το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων ευθύνεται για τη ζημία που προκλήθηκε από τη μη καταβολή φόρων από την LLC, απλώς αναφέροντας τη διαπίστωση του πραγματογνώμονα ότι ο προσφεύγων είχε αποφύγει την καταβολή ΦΠΑ, χωρίς να εξετάσουν τυχόν αποδεικτικά στοιχεία ή να πραγματοποιήσουν ανεξάρτητη έρευνα για το κατά πόσο αυτός ήταν υπεύθυνος για τη μη καταβολή φόρων. Επιπλέον, κανένα από τα γεγονότα που ανέφερε ο πραγματογνώμονας στη σχετική έκθεση και την οποία επικαλέστηκαν τα διοικητικά δικαστήρια δεν επικυρώθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, είτε σε ποινική είτε διοικητική διαδικασία.
Βεβαίως, τα εθνικά δικαστήρια έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι ο προσφεύγων ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της LLC που δεν είχε καταβάλει φόρους.
Τέλος, σε αντίθεση με το επιχείρημα της Κυβέρνησης που διατυπώθηκε στο πλαίσιο του Άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης, το Δικαστήριο θεώρησε άσχετο ότι ο προσφεύγων δεν άσκησε έφεση κατά της απόφασης του εισαγγελέα της 2ας Ιουνίου 2014 που απείχε από την άσκηση ποινικής έρευνας. Δεν υπήρξε καμία ένδειξη στις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης ότι η εγχώρια νομοθεσία επέτρεπε να ερμηνευθεί μια τέτοια άρνηση άσκησης έφεσης ως απόδειξη ενοχής ή ως λόγος αστικής ευθύνης.
Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του προσφεύγοντος να καταβάλει αποζημίωση στις φορολογικές αρχές εκδόθηκε αυθαίρετα και, επομένως, παραβίασε την απαίτηση νομιμότητας βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (επιμέλεια echrcaselaw.com)