Απόσπασμα της απόφασης 42/2020 Αρείου Πάγου (Τμήμα Α1 Πολιτικό)
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, παραμόρφωση υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση), αποδίδει, δηλαδή, ύστερα από εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου αποδεικτικού, σύμφωνα με τα άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφου, περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, και κατά προφανή παρανόηση δέχεται ως μνημονευόμενα σε αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία όμως είναι καταδήλως διάφορα των πράγματι διαλαμβανομένων στο έγγραφο, ακολούθως δε στηριζόμενο αποκλειστικά στο ίδιο έγγραφο ή κυρίως σε αυτό, οδηγείται σε ουσιαστική κρίση βλαπτική για τον επικαλούμενο τον πιο πάνω αναιρετικό λόγο.
Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, αλλά αναγιγνώσκοντας το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού όπως αυτό πραγματικά έχει, προβαίνει σε εκτίμηση του αληθινού περιεχομένου του, δηλαδή σε αποδεικτική αξιολόγησή του, και συνάγει εξ αυτού, έστω και εσφαλμένα, αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων. Τούτο, δε, διότι, αυτή η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που εξάγεται από το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου, είναι, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικώς ανέλεγκτη, η δε σχετική αιτίαση αφορά στην εκτίμηση πραγμάτων (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1071/2015, ΑΠ 825/2014).
Επίσης, ο ως άνω λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε την κρίση του για την βασιμότητα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως κλπ., στηριζόμενο σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, το δε φερόμενο ως παραμορφωθέν έγγραφο το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, χωρίς να στηριχθεί κυρίως ή αποκλειστικώς σε αυτό, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη την οποία εκλαμβάνει ως ορθή εκείνος που προβάλλει ότι χώρησε παραμόρφωση του εγγράφου. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του, και η διαφορετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που έχει εξαχθεί από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, δεν υπόκειται, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 365/2017, ΑΠ 25/2017, ΑΠ 99/2016). Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 516/2016, ΑΠ 886/2008).
Εξάλλου, για το ορισμένο του εκ του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στην αίτηση το αληθές περιεχόμενο του εγγράφου που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, το περιεχόμενο που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι έχει, ώστε εκ της συγκρίσεως αυτών να παρέχεται στον Άρειο Πάγο η δυνατότητα να κρίνει αν υφίσταται διαγνωστικό λάθος, το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου περί της συνδρομής ή μη κρίσιμων γεγονότων, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου και ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το επίμαχο έγγραφο (ΑΠ 11/2016, ΑΠ 305/2016, ΑΠ 177/2016).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αίτησης, η αναιρείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι “παραμόρφωσε το περιεχόμενο των τακτικών ετήσιων ισολογισμών της αναιρεσίβλητης, καθόσον ενώ ρητώς αναφέρεται το επίδικο ποσό των 500.000 ευρώ, ως προκαταβολές αποθεμάτων στους εν λόγω ισολογισμούς, η εφετειακή απόφαση κάνει χρήση των εγγράφων αυτών παραμορφώνοντας το περιεχόμενο, αφού δέχεται αυθαιρέτως την εν λόγω εγγραφή, ως απαιτήσεις τρίτων από δανειακή σύμβαση, οδηγούμενη στην αποδοχή της, κατά τα άλλα μη ορισμένης, επικουρικής βάσης της ένδικης αγωγής”. Έτσι διατυπούμενος ο λόγος αυτός, εκτός του ότι είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας του, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν παραθέτει το ακριβές και αληθές περιεχόμενο των τακτικών ετήσιων ισολογισμών, ούτε αναφέρει τον ουσιώδη αποδεικτικό ισχυρισμό για την απόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκαν τα έγγραφα αυτά, είναι αβάσιμος.
Τούτο διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, και μάλιστα από την περικοπή αυτής που παρατίθεται στο αναιρετήριο, το Εφετείο δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, αλλά ορθά ανέγνωσε το περιεχόμενο των τακτικών ετήσιων ισολογισμών ότι το ποσό των 500.000 ευρώ καταγράφεται σ’ αυτούς ως προκαταβολές αποθεμάτων, κατέληξε, όμως, σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, ήτοι ότι επρόκειτο για κατάρτιση σύμβασης δανείου, που επικαλείται στην αγωγή της η αναιρεσίβλητη, ύστερα από συνεκτίμηση των εγγράφων αυτών με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα λοιπά έγγραφα που προσκομίστηκαν, από τα οποία κυρίως συνήγαγε το πόρισμα αυτού, ευθέως δε αναφέρει ότι η σχηματισθείσα από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία κρίση του, αποδεικνύεται “και από τους προσκομισθέντες ισολογισμούς των δύο αντίδικων ανώνυμων εταιρειών”.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr