Οι μονογονειϊκές οικογένειες και τα, χωρίς τέκνα, και μονομελή νοικοκυριά βγαίνουν κερδισμένα από την «πρόνοια» να μπορεί να εξαιρεθεί από την πτωχευτική περιουσία, εισόδημα ίσο με το 12πλάσιο του ακατάσχετου ποσού, δηλαδή εισόδημα 15.000 ευρώ.
του Σταμάτη Ζησίμου
Συγκεκριμένα, με νομοτεχνική βελτίωση που κατέθεσε το υπουργείο Οικονομικών, εκτός πτωχευτικής περιουσίας δεν θα τίθενται αποκλειστικά οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αρχικά είχε προβλεφθεί, αλλά και ποσό ίσο με το 12πλάσιο του ακατάσχετου.
Στην περίπτωση πτώχευσης, για τον προσδιορισμό της μη πτωχευτικής περιουσίας θα λαμβάνεται υπόψη το υψηλότερο ποσό. Ή αυτό των εύλογων δαπανών ή το 12πλάσιο του ακατάσχετου.
Υπενθυμίζουμε ότι η αρχική ρύθμιση όριζε ότι κάθε ποσό που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης θεωρείται πτωχευτική περιουσία. Δηλαδή στην περίπτωση της πτώχευσης ενός φυσικού προσώπου -διότι μόνο τα φυσικά πρόσωπα αφορά η συγκεκριμένη ρύθμιση-, το υπερβάλλον εισόδημα από τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης θα αποδίδεται στους πιστωτές.
Συγκεκριμένα, για ένα μονομελές νοικοκυριό, το ετήσιο ύψος των εύλογων δαπανών διαβίωσης ορίζεται στις 8.180 ευρώ. Δηλαδή αυτό το ποσό θα μπορούσε να εξαιρέσει από την πτωχευτική του περιουσία. Αν όμως ληφθεί υπόψη το 12πλάσιο του ακατάσχετου, που ανέρχεται στις 15.000 ευρώ (12 επί 1.250), το εν λόγω νοικοκυριό μπορεί να κερδίσει έως και 6.820 ευρώ ετησίως για ένα έως τρία χρόνια, έως ότου δηλαδή απαλλαγεί από τα χρέη του. Υπενθυμίζουμε ότι αν στην πτωχευτική περιουσία υπαχθεί η πρώτη κατοικία, η απαλλαγή επέρχεται σε ένα έτος. Αν δεν συμπεριληφθεί, η πρώτη κατοικία, τότε η απαλλαγή επέρχεται σε 36 μήνες.
Αν το νοικοκυριό είναι μονογονειϊκό (ένας ενήλικας και ένα τέκνο), το δυνητικό όφελος από την επιλογή του 12πλάσιου του ακατάσχετου είναι 3.549 ευρώ ετησίως, καθώς οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης διαμορφώνονται στις 11.541 ευρώ.
Στην περίπτωση ενός νοικοκυριού με δύο μέλη, το δυνητικό όφελος είναι μόνο 1.083 ευρώ ετησίως, καθώς για τη συγκεκριμένη σύνθεση νοικοκυριού, χωρίς προστατευόμενα μέλη, το ετήσιο ύψος των εύλογων δαπανών διαβίωσης ανέρχεται στις 13.917 ευρώ.
Για τις λοιπές συνθέσεις νοικοκυριών, οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης είναι υψηλότερες από το 12πλάσιο του ακατάσχετου. Για παράδειγμα, για ένα ζευγάρι με ένα τέκνο, το ύψος διαμορφώνεται στις 17.278 ευρώ ενώ για μια τετραμελή οικογένεια, στις 20.639 ευρώ.
Πώς ορίζονται οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ως εύλογες δαπάνες διαβίωσης ορίζονται οι δαπάνες τεσσάρων ομάδων-κατηγοριών. Για την περίπτωση του πτωχευτικού κώδικα, λαμβάνεται υπόψη η τέταρτη ομάδα, η οποία παρέχει και τις υψηλότερες δαπάνες. Στο δε ύψος τους, δεν λαμβάνονται υπόψη οι παρακρατήσεις φόρων και εισφορών για φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Είναι δηλαδή «καθαρά».
Επιπλέον, στο καλάθι των εύλογων δαπανών διαβίωσης δεν προσμετρώνται οι δόσεις δανείου για τους δανειολήπτες και αντίστοιχα το ενοίκιο για τους ενοικιαστές και το τεκμαρτό ενοίκιο για τους ιδιοκτήτες, καθώς οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης αναφέρονται στα υπόλοιπα έξοδα που κάνει ένα νοικοκυριό πέραν αυτών που απαιτούνται για την εξασφάλιση κατοικίας.