7 Απριλίου 1939. Ο Μουσολίνι εισβάλλει στην Αλβανία. Ήταν μια σύντομη στρατιωτική επιχείρηση πέντε ημερών.
Ο βασιλιάς της Αλβανίας, Αχμέτ Ζόγου, αυτοεξορίστηκε στην Ελλάδα και η χώρα του αμέσως προσαρτήθηκε στην υπό δημιουργία αυτοκρατορία του Μουσολίνι. Η ιταλική επιθετικότητα σήμανε συναγερμό στο Γενικό Επιτελείο Στρατού που έπρεπε να οργανώσει άμεσα ένα αποτελεσματικό σχέδιο άμυνας. Έτσι «γεννήθηκε» το ΙΒ.
Μέχρι τότε η στρατιωτική προπαρασκευή του Μεταξά είχε επικεντρωθεί στην κατασκευή ισχυρών οχυρών για την αντιμετώπιση του από βορρά κίνδυνο. Η Μακεδονική μεθοριακή γραμμή είχε οχυρωθεί για να αντιμετωπιστεί στο μέλλον η βουλγαρική επιθετικότητα, αλλά μετά την κατάληψη της Αλβανίας το αμυντικό σχέδιο άλλαξε και δημιουργήθηκε ένα καινούργιο από τους στρατιωτικούς επιτελείς του. Αυτό ονομαζόταν ΙΒ.
Η κωδική ονομασία είναι ένα αρκτικόλεξο των λέξεων Ιταλία-Βουλγαρία και προέβλεπε δυο σενάρια. Το πρώτο σενάριο προέβλεπε, επίθεση της Ιταλίας ενώ το δεύτερο επίθεση και από τις ένοπλες δυνάμεις της Βουλγαρίας. Έτσι αποφασίστηκε η σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων σε μία πιο οχυρή και εύκολα υπερασπίσιμη γραμμή κατά μήκος των αλβανικών συνόρων. Σκοπός ήταν σε πρώτη φάση να αποκρουστεί η επίθεση εντός του ελληνικού εδάφους και σε δεύτερη, ο ελληνικός στρατός να προβεί σε αντεπίθεση.
Το καθεστώς Μεταξά από το 1936 είχε ξεκινήσει εξοπλιστικό πρόγραμμα, με αγορές όπλων, πολεμικών πλοίων και εκτεταμένα οχυρωματικά έργα στη Βόρεια Ελλάδα. Η βουλγαρική απειλή προϋπήρχε του ξεσπάσματος του Β’ Παγκοσμίου και ο Ελληνικός Στρατός βρισκόταν σε διαρκή ετοιμότητα. Ωστόσο, στον αεροπορικό τομέα η Ελλάδα υστερούσε σημαντικά. Αντιθέτως η Ιταλική Βασιλική Πολεμική Αεροπορία διέθεσε στο μέτωπο της Αλβανίας συνολικά 463 αεροσκάφη.
Ο Υφυπουργός των Στρατιωτικών στρατηγός Σοντού, διαβεβαίωνε τον Μουσολίνι ότι σε μια βδομάδα ο Ιταλικός Στρατός θα ήταν στα Ιωάννινα και σε 15 με 20 μέρες θα ήταν στην Πρέβεζα.
Γραμμή άμυνας ΙΒ
Η άμυνα τοποθετήθηκε αρχικά στη φυσική οχυρή γραμμή Άραχθος – Μέτσοβο – Αλιάκμονας – Βέρμιο. Ωστόσο, υπήρξαν αντιδράσεις από υψηλόβαθμους στρατιωτικούς που υποστήριζαν ότι οι Ιταλοί δεν θα στρέφονταν προς τη Φλώρινα και την Κοζάνη, αλλά προς τα Γιάννενα και την Ήπειρο που ήταν σχετικά αφύλακτη. Θεωρούσαν ότι η άμυνα έπρεπε να στηθεί στην οροσειρά της Πίνδου που αποτελεί φυσικό οχυρό. Οι αντιρρήσεις προέκυπταν από την εκτίμηση ότι θα έμενε αφύλακτο μεγάλο μέρος της Μακεδονίας και της Ηπείρου και ότι στην πραγματικότητά κινδύνευαν οι μεγάλες πόλεις, όπως τα Γιάννενα, το Μέτσοβο και η Άρτα.
Έτσι, προτάθηκε να μεταφερθεί το Β’ Σώμα Στρατού και η VIII Μεραρχία στις πλαγιές της Πίνδου όπου η μάχη θα δινόταν επί ίσοις όροις. Στα δύσβατα και στενά μονοπάτια του βουνού, οι Ιταλοί αφενός δεν θα μπορούσαν να στείλουν πολυπληθή στρατεύματα και αφετέρου τα μηχανοκίνητα τους θα αχρηστεύονταν και θα αναγκάζονταν να πολεμήσουν με μουλάρια.
Οι παραινέσεις των στρατιωτικών έφτασαν στα αυτιά του Μεταξά και τέθηκαν υπό διαβούλευση στο ΓΕΣ. Το Σεπτέμβριο του 1939, το σχέδιο ΙΒ τροποποιήθηκε. Μπροστά από την κύρια γραμμή αντιστάσεως τοποθετήθηκε μία νέα προωθημένη γραμμή «ΙΒα» που εκτεινόταν βόρεια των Ιωαννίνων κατά μήκος των θέσεων Ελαία–Γκραμπάλα–Σμόλικας–Κάντσικο–Καστάνιανη–Οξυά, μέχρι την αλβανική μεθόριο.
Ακολούθως, τον Απρίλιο του 1940 κοινοποιήθηκε η μεταβλητή «ΙΒβ» του σχεδίου, η οποία προέβλεπε ότι η άμυνα θα οργανωνόταν κάπου ενδιάμεσα, μεταξύ συνόρων και γραμμής υποχώρησης.
Πρωταρχικό ρόλο στην εφαρμογή του σχεδίου διαδραμάτισε ο στρατηγός της VIII Μεραρχίας, Χαράλαμπος Κατσιμήτρος στον οποίο παραχωρήθηκε ελευθερία κινήσεων και αποφάσεων ανάλογα με την κατάσταση που θα διαμορφωνόταν στο πεδίο της μάχης. Έτσι οργάνωσε την κύρια αμυντική τοποθεσία στην περιοχή Ελαίας – Καλπακίου και κατά μήκος του ποταμού Καλαμά.
Ο Κατσιμήτρος, παράκουσε τις εντολές του Γενικού Επιτελείου περί κάλυψης της Δυτικής Μακεδονίας και των οδών προς το Μέτσοβο και την Αιτωλοακαρνανία και αποφάσισε να οργανώσει την κύρια άμυνά του βόρεια των Ιωαννίνων
Η Μεραρχία που διοικούσε συνολικά διέθετε 4 συντάγματα πεζικού, 15 τάγματα πεζικού, 16 πυροβολαρχίες, 5 ουλαμούς πυροβολικού συνοδείας, 2 τάγματα Πολυβόλων Κινήσεως, μία πολυβολαρχία βαρέων πολυβόλων και μία μεραρχιακή μονάδα Αναγνωρίσεως. Σε όλη τη συνοριακή γραμμή με την Αλβανία, οι παρατεταγμένοι Έλληνες στρατιώτες έφταναν τους 35.000.
Οι Έλληνες είχαν πλεονέκτημα στο ότι οι μεγάλες μονάδες τους (μεραρχίες) περιελάμβαναν 30% περισσότερο πεζικό και ελαφρώς περισσότερο ορειβατικό πυροβολικό και τουφέκια, αλλά υστερούσαν σε πεδινό πυροβολικό και άρματα μάχης. Επιπλέον οι Ιταλοί μπορούσαν να βασιστούν και στην σχεδόν απόλυτη υπεροπλία τους στον αέρα, με 400 σύγχρονα αεροσκάφη έναντι των 115 της μικρής τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας και των 28 της Ναυτικής Αεροπορίας.
Παρόλα αυτά, πολλοί Έλληνες αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μιας δεκαετίας συνεχών πολεμικών συγκρούσεων και το ηθικό του Ελληνικού Στρατού, αντίθετα με τις προσδοκίες των Ιταλών, ήταν υψηλότατο. Ο Βρετανός αξιωματικός πληροφοριών αποσπασμένος στην Αθήνα, David Hunt, ανέφερε:
Η ισχύς των Ελληνικών δυνάμεων είναι το πεζικό, πού μπορεί να πολεμήση με ένα καρβέλι ψωμί και μιά φούχτα ελιές την ημέρα
Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με την τολμηρή πρωτοβουλία του Κατσιμήτρου οδήγησαν στην θριαμβευτική απόκρουση της ιταλικής εισβολής το φθινόπωρο του ’40.
Τα κρυφά πολυβολεία στα σκαμμένα βράχια
Το αμυντικό πέταλο στη ζώνη αντιστάσεως Ελαία-Καλαμάς, όπου οργανώθηκε ο Κατσιμήτρος, οριζόταν από το γυμνό ύψωμα της Γκραμπάλας στη μια άκρη και δια μέσου Ασόνιστας, Βελλάς, Χρυσόραχης, Βροντισμένης, Ρεπετίστας, Τσιούρανης, Σωσίνου κατέληγε στη Μονή του Αγίου Αθανασίου.
Όλο το μήκος αυτού του πετάλου ανασκάφτηκε και δημιουργήθηκαν πυροβολεία και χαρακώματα, ενώ το χαμηλότερο σημείο σκάφτηκε αντιαρματική τάφρος. Τα έργα αυτά έγιναν υπό την επίβλεψη του προέδρου της επιτροπής οχυρώσεως της Μεραρχίας, συνταγματάρχη Μαυρογιάννη Παναγιώτη, με ελάχιστα χρήματα και κυρίως με την εθελοντική εργασία των κατοίκων της υπαίθρου.
Ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος έγραφε στο βιβλίο του «Η Ήπειρος προμαχούσα»:
«Επίσης κατεσκευάσθησαν πολυβολεία μετά σκεπάστρων εκ φυσικής ξυλείας, αρκούσης ανθεκτικότητος. Ιδιαιτέρως εις τα βραχώδη υψώματα όπου το έδαφος δε προσεφέρετο δι` εκσκαφάς ανωρύχθησαν εντός των βράχων, κατόπιν παρατεταμένης και επιπόνου εργασίας, υπό ειδικών τεχνητών μετακληθέντων εξ Αθηνών, ισχυρά πολυβολεία ανθεκτικότητας ίσης προς τα μόνιμα τοιαύτα, μετά δύο θυρίδων και υπογείου εισόδου. Κατεσκευάσθησαν επίσης υπόγεια στέγαστρα επί της της γραμμής μάχης ενισχυμένα και ανθεκτικά δια την κάλυψιν των ανδρών του Πεζικού από της βολής του εχθρικού πυροβολικού και του βομβαρδισμού αεροπλάνων».
Από την άλλη, ο Ιταλός Αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Εγώ εκτύπησα την Ελλάδα» περιγράφει την αποτελεσματική δράση και άμυνα των πολυβολείων τον Οκτώβρη του ’40 ως εξής:
«Πυροβολαρχίαι εντός σπηλαίων, τας οποίας δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει ούτε η επίγειος ούτε η εναέριος παρατήρησις, έπληττον τα τμήματα εις τα σημεία της αναγκαστικής διαβάσεώς των ή επί των ακαλύπτων σημείων τα οποία δεν ήτο δυνατόν να αποφευχθώσι και προεκάλουν πολλά θύματα, βάλλουσαι προς όλας τας κατευθύνσεις, κατά του μετώπου και κατά των πλευρών των στρατευμάτων μας».