AΠ 69/2020 (πολ): Υπερχρεωμένα- Δόλια περιέλευση σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών: Η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.
“Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 85 § Α1 Ν. 3995/2011, “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να επιτευχθεί η ρύθμιση των οφειλών του υπερχρεωμένου οφειλέτη προς τους πιστωτές του και η απαλλαγή του, πρέπει αυτός να μη περιήλθε σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των χρηματικών οφειλών του με δόλιο τρόπο. Την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό της πιο πάνω διάταξης και αυτών των άρθρων 330 ΑΚ και 27 § 1 ΠΚ, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό (άμεσος και ενδεχόμενος δόλος). Ειδικότερα πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε άμεσα ή ενδεχόμενα κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από έντονη δική του υπαιτιότητα (δόλος υπό τις άνω διακρίσεις) βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017). Ο δόλος αποτελεί αόριστη νομική έννοια και άρα ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας για το αν τα περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως δεκτά απ’ αυτό υπάγονται ή όχι στη νομική έννοια του δόλου (ΑΠ 755/2018, 1299/2015), ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ή του άρθρου 560 αρ. 1 και 6 ιδ.κ)…
Ειδικότερα, όπως αναπτύχθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το στοιχείο του δόλου, δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη αυτής, ο δόλος μπορεί να είναι άμεσος ή ενδεχόμενος, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό, αξίωση δε πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη δεν απαιτούνται ως μη ανταποκρινόμενα στο πνεύμα του νόμου. Εφόσον δε (το ως Εφετείο δικάσαν Δικαστήριο), με βάση την προπεριγραφείσα στην απόφασή του καταναλωτική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος που δέχθηκε ανέλεγκτα ότι αποδείχθηκε, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αναιρεσείων, γνωρίζοντας ότι δεν ανέμενε αύξηση των εισοδημάτων του, προέβλεψε την αδυναμία του να αποκριθεί στην πληρωμή των χρεών του και παραταύτα αποδέχτηκε το ως άνω αποτέλεσμα, διογκώνοντας αλόγιστα το παθητικό της περιουσίας του, αψηφώντας τις συνέπειες και ούτω περιήλθε σε δόλια αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, καθώς προέβη σε ενέργειες που εν γνώσει του χειροτέρευσαν την οικονομική του κατάσταση, ορθά ερμήνευσε τη νομική έννοια του δόλου και υπήγαγε στην ορθή έννοια αυτού τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος…» (areiospagos.gr)