Τα στοιχεία των αλλοδαπών τραπεζικών λογαριασμών, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και ακολούθως να οδηγήσουν στην επιμήκυνση σε δεκαετία της κατ’ αρχήν οριζόμενης πενταετούς προθεσμίας παραγραφής για φορολογικό καταλογισμό. Συγκεκριμένα, με πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ Β΄ 658/2020), κρίθηκε ότι στοιχεία για την ύπαρξη, το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις λογαριασμών που διέθεταν φορολογούμενοι σε τραπεζικά ιδρύματα της Ελβετίας, κατά τις διαχειριστικές χρήσεις μέχρι και 2013, τα οποία περιήλθαν σε γνώση της ημεδαπής φορολογικής διοίκησης μετά την πάροδο της αρχικής πενταετίας αλλά πριν από την πάροδο δεκαετίας, είναι δυνατό να αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και να έχουν ως συνέπεια την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής σε δεκαετή.
Τα στοιχεία των ελβετικών τραπεζικών λογαριασμών μέχρι πρόσφατα δεν θεωρούνταν στοιχεία ικανά για παρέκταση του χρόνου παραγραφής, σύμφωνα με αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου. Πιο συγκεκριμένα, σε υποθέσεις όπως αυτές της «λίστας Λαγκάρντ» είχε κριθεί ότι η ελληνική φορολογική αρχή είχε ούτως ή άλλως τη δυνατότητα να λάβει τα στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών από την Ελβετία εντός του αρχικού χρόνου παραγραφής, με τη χρήση νομοθετημένων εργαλείων, όπως η κυρωθείσα διακρατική «συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας», με την οποία έχει θεσπιστεί καθεστώς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών όλων των κρατών-μελών και της Ελβετίας. Επομένως, εφόσον τα στοιχεία αυτά είχαν τεθεί υπόψη της φορολογικής αρχής, έστω και ως ένδειξη, ή πάντως μπορούσαν να έχουν τεθεί υπόψη της εντός της αρχικής πενταετίας παραγραφής, αν αυτή είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια και είχε χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες που της παρείχε ο νόμος για να λάβει τα σχετικά στοιχεία, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «συμπληρωματικά» και άρα ικανά για την παρέκταση του χρόνου παραγραφής.
Με την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ Aκρίθηκε υπό ποιες προϋποθέσεις τα στοιχεία των ελβετικών τραπεζικών λογαριασμών μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά» και να οδηγήσουν σε παρέκταση του χρόνου παραγραφής. Το δικαστήριο ερμήνευσε στηριζόμενο στις δύο διακρατικές συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και βρίσκονται σε ισχύ: τη σύμβαση μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και Ελβετικής Συνομοσπονδίας (1984) και τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (2005). Σύμφωνα με τους όρους της πρώτης εξ αυτών, η ελληνική φορολογική αρχή μπορούσε να ζητήσει από την ελβετική πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς ορισμένων προσώπων στην Ελβετία, μόνο εάν οι πληροφορίες αυτές ήταν «αναγκαίες» για τον καθορισμό των φορολογικών υποχρεώσεων των προσώπων αυτών, χωρίς να επιτρέπεται η απλή «αλίευση» τέτοιων πληροφοριών. Για να θεωρηθούν «αναγκαίες», προϋποτίθεται ότι το αιτούν κράτος –εν προκειμένω η Ελλάδα– έχει εξαντλήσει όλες τις τακτικές πηγές πληροφοριών που είναι διαθέσιμες σύμφωνα με την εσωτερική του φορολογική διαδικασία. Επιπλέον, σύμφωνα με τους όρους της δεύτερης, για να αποσταλούν πληροφορίες, απαιτείται το αιτούν κράτος να έχει εύλογες υπόνοιες για τέλεση φορολογικής απάτης ή παρόμοιας φορολογικής παράβασης που να βασίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία και οι πληροφορίες να είναι «αναγκαίες» για την εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης.
Το ΣτΕ έκρινε ότι η ελληνική φορολογική αρχή δεν μπορούσε και δεν όφειλε να έχει λάβει γνώση των στοιχείων των ελβετικών τραπεζικών λογαριασμών των υπό έλεγχο προσώπων για τις επίδικες χρήσεις εντός της πενταετίας, ακόμη και εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια. Και αυτό, επειδή, σύμφωνα με την απόφαση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μεταξύ των τακτικών μέσων του φορολογικού ελέγχου ήταν και η διερεύνηση της ύπαρξης τραπεζικών λογαριασμών στην Ελβετία, ούτε και υπήρχε τεκμηριωμένα η εύλογη πιθανότητα τα στοιχεία των ελβετικών λογαριασμών να είναι κρίσιμα για την εφαρμογή της σύμβασης και της ημεδαπής νομοθεσίας περί φορολογίας εισοδήματος. Επομένως, στοιχεία για την ύπαρξη και το υπόλοιπο ή /και τις κινήσεις λογαριασμών των φορολογουμένων σε ελβετικές τράπεζες, τα οποία περιήλθαν σε γνώση της ελληνικής φορολογικής αρχής μετά την πάροδο της αρχικής πενταετίας και πριν από την πάροδο της δεκαετίας, αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και οδηγούν σε επιμήκυνση της παραγραφής σε δεκαετή.
https://www.kathimerini.gr/economy/561112489/forodoxies-gnorizete-oti-303/