Σύμφωνα με το άρθρο 1438 του Αστικού Κώδικα «ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο, το οποίο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με συμφωνία μεταξύ των συζύγων, όπως ορίζεται στο άρθρο 1441.». Αμετάκλητη είναι η δικαστική απόφαση που δε δύναται να προσβληθεί με τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα.
Επομένως για να λυθεί ο γάμος με έκδοση δικαστικής απόφασης κατ’ αντιδικία , θα πρέπει η απόφαση να μην μπορεί να προσβληθεί με τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα ή αν έχουν ασκηθεί τέτοια, να έχουν εκδικαστεί και εκδοθεί σχετική απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί περαιτέρω. Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις η απόφαση διαζυγίου αποκτά ισχύ δεδικασμένου , επιφέρει τις επιδιωκόμενες έννομες συνέπειες για τους διαδίκους (λύση του γάμου), ενώ ισχύει έναντι πάντων (erga omnes).
Προκειμένου να καταστεί αμετάκλητη η πρωτοβάθμια απόφαση που λύνει το γάμο, οι διάδικοι έχουν δύο δυνατότητες:
Α. Είτε να προβούν, αυτοπροσώπως ή δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, σε δήλωση παραίτησης από τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων στη γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την απόφαση, το οποίο βεβαίως έχει σημασία αν ακολουθούν την διαδικασία αυτή και οι δύο διάδικοι.
Β. Είτε σε περίπτωση που τα μέρη δεν συμφωνήσουν να προχωρήσουν σε δήλωση παραίτησης από τα ένδικα μέσα, να επιδοθεί η απόφαση από τον επιμελέστερο των διαδίκων, ώστε είτε να ασκηθούν και απορριφθούν τα τακτικά και τα έκτακτα ένδικα μέσα είτε να παρέλθουν άπρακτες οι σχετικές προθεσμίες άσκησής τους.
Οι προθεσμίες άσκησης των τακτικών και έκτακτων ενδίκων μέσων διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν επιδόθηκε η απόφαση ή όχι και συγκεκριμένα:
α) Αν επιδοθεί η απόφαση, τότε από την επίδοση της απόφασης ξεκινά η προθεσμία άσκησης των τακτικών ένδικων μέσων, δηλαδή της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας, σε περίπτωση που η απόφαση εκδόθηκε ερήμην. Η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε μέρες (503 ΚΠολΔ), ενώ η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα μέρες (518 ΚΠολΔ). Με δεδομένο ότι προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας και έφεσης τρέχουν παράλληλα, η απόφαση του πρωτοδικείου καθίσταται τελεσίδικη μετά την παρέλευση 30 ημερών από την επίδοση. Τα παραπάνω ισχύουν σε περίπτωση γνωστής διαμονής του διαδίκου στην Ελλάδα, ενώ σε περίπτωση άγνωστης διαμονής ή διαμονής στο εξωτερικό οι προθεσμίες διαφοροποιούνται. Η ανακοπή ερημοδικίας ασκείται εντός 60 ημερών από την τελευταία δημοσίευση κατά το άρθρο 135 παρ. 1 της περίληψης έκθεσης επίδοσης της επίδοσης της απόφασης, όταν πρόκειται για άγνωστη διαμονή ή διαμονή στο εξωτερικό (503 παρ. 2,3 ΚΠολΔ). Η έφεση ασκείται επίσης εντός 60 ημερών από την επίδοση της απόφασης σε περίπτωση άγνωστης διαμονής ή διαμονής στο εξωτερικό (518 ΚΠολΔ).
Αφού, λοιπόν, η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, ξεκινά η προθεσμία άσκησης των έκτακτων ένδικων μέσων, δηλαδή της αναψηλάφησης και της αναίρεσης. Η προθεσμία της πρώτης είναι, ειδικά στις γαμικές διαφορές (άρθρο 598ΚΠολΔ) 6 μήνες από την επίδοση της απόφασης, ενώ της αναίρεσης 30 ημέρες από την επίδοση (εφόσον βέβαια πρόκειται για γνωστή διαμονή στην Ελλάδα – ΑΚ 564 παρ. 1). Οι προθεσμίες της αναψηλάφησης και της αναίρεσης τρέχουν επίσης παράλληλα. Η προθεσμία των έκτακτων ενδίκων μέσων δεν ξεκινά πριν παρέλθει η προθεσμία άσκησης των τακτικών ένδικων μέσων.
Επομένως, η πρωτοβάθμια απόφαση καθίσταται αμετάκλητη εφόσον παρέλθει άπρακτη συνολική προθεσμία των 7 μηνών (30 ημέρες για την άσκηση έφεσης και ανακοπής ερημοδικίας και 6 μήνες για την αναψηλάφηση, στη διάρκεια των οποίων θα έχει παρέλθει και η προθεσμία των 30 ημερών της αναίρεσης).
β) Αν δεν επιδοθεί ης απόφαση , τότε από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης , ξεκινά η λεγόμενη «καταχρηστική προθεσμία» άσκησης έφεσης. Η καταχρηστική προθεσμία της έφεσης είναι 2 έτη (ΚΠΟΛΔ 518 παρ. 2). Με την παρέλευση της διετούς προθεσμίας της έφεσης ξεκινά η διετής προθεσμία της αναίρεσης (ΚΠΟΛΔ 564 παρ. 3). Επομένως, στην περίπτωση μη επίδοσης της απόφασης, η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη μετά την παρέλευση τεσσάρων ετών.
Κυριάκος Κόκκινος – Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Διαπραγματευτής – Συστημικός Αναλυτής – Coach – Εκπαιδευτής Ενηλίκων