Ενόσω οι διαπραγματεύσεις της Ε.Ε. και του Ηνωμένου Βασιλείου για τo διμερές εμπορικό μέλλον βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, η Deutsche Bank εκτιμάει ότι είτε υπάρξει συμφωνία είτε όχι, το κόστος θα είναι υψηλό.
«Οι δασμοί θα απαρτίζουν μόνο ένα μικρό μέρος του άμεσου εμπορικού κόστους του Brexit» τονίζει, χαρακτηριστικά, η γερμανική τράπεζα, η οποία αναμένει πλήγμα για τις οικονομίες των δύο πλευρών ακόμη και στην περίπτωση του εμπορικού deal.
«Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η γενίκευση των υπόλοιπων εμποδίων. Αυτά είναι που επιβαρύνουν το εμπόριο, ανεξάρτητα του προσήμου της εμπορικής συμφωνίας» σπεύδει να προσθέσει, σε σημερινή της ανάλυση.
Όσον αφορά το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών, η Deutsche Bank εκτιμά ότι οι δύο πλευρές θα καταλήξουν τις επόμενες εβδομάδες σε συμφωνία, η οποία θα προσομοιάζει αυτή της Ε.Ε. με τον Καναδά.
Μια τέτοια συμφωνία θα πλήξει το ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου κατά 0,6% και το ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά 0,2% του ΑΕΠ. Μάλτα, Λουξεμβούργο και Ιρλανδία θα υποστούν το βαρύτερο πλήγμα, ενώ Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία θα έχουν κόστος κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Παρ’ όλα αυτά, τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Ε.Ε. θα εμφανίσουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2021 -είτε επέλθει συμφωνία είτε όχι- κάτι το οποίο συνδέεται με την ανάκαμψη από την φετινή ύφεση λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Αξίζε να σημειωθεί ότι Λονδίνο και Βρυξέλλες βρίσκονται σε εντατικές διαπραγματεύσεις για την επίτευξη μιας οριστικής εμπορικής συμφωνίας, καθώς στις 31 Δεκεμβρίου του 2020 εκπνέει η μεταβική περίοδος του Brexit. Εφόσον, οι δύο πλευρές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, τότε το διμερές εμπόριο θα επιβαρυνθεί από πρόσφετους δασμούς, εξέλιξη αρνητική τόσο για την οικονομία όσο και για τις ευρύτερες διπλωματικές σχέσεις.