Αφορά : Δεν μπορεί να γίνει λόγος για ωφέλεια του εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 938 του ΑΚ με αντίστοιχη ζημία του εργαζομένου, από τη μη καταβολή εκ μέρους του εργοδότη των αποδοχών υπερημερίας του μισθωτού, τις οποίες δεν κατέβαλε ο πρώτος, εξαιτίας καταχρηστικής και ως εκ τούτου άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του εργαζομένου, έστω και εάν η τελευταία υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα συνιστά αδικοπραξία, διότι λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παραμένει ενεργός και κατά συνέπεια ο εργοδότης εξακολουθεί να οφείλει με βάση τη σύμβαση εργασίας και όχι την αδικοπραξία στον εργαζόμενο τις αποδοχές που ορίζει η σύμβαση εργασίας (αποδοχές υπερημερίας) για όσο διάστημα αρνείται ν' αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού.
Απόφαση 359 / 2020
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου.
Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ.
Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου, όπως στην περίπτωση που ο εργοδότης προέβη στην καταγγελία εξαιτίας εχθρότητας προς το εργαζόμενο λόγω της συνδικαλιστικής δράσης του τελευταίου, η οποία δεν άρεσε στον εργοδότη και ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα της επιχείρησής του, είτε για να απαλλαγεί ο εργοδότης από το μισθωτό αυτόν, είτε για να εκφοβίσει τους άλλους εργαζομένους ώστε αυτοί να απόσχουν από τη συνδικαλιστική οργάνωση ή δράση.
Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του ΑΚ, συνάγεται ότι, εάν η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τον εργοδότη έλαβε χώρα υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ` εύλογη κρίση (ΑΠ 90/2018, ΑΠ 254/2012).
Στην περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας για οιονδήποτε λόγο, αυτή θεωρείται ότι δεν έγινε με συνέπεια η σύμβαση εργασίας να εξακολουθεί να είναι ενεργός και ο καταγγέλλων εργοδότης, που αρνείται να δεχτεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του εργαζομένου, να καθίσταται υπερήμερος και να υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν τις αποδοχές του, κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ, με βάση τη σύμβαση εργασίας (ΑΠ 868/2018 ΑΠ 1714/2017, ΑΠ 1628/2017, ΑΠ 179/2016, ΑΠ 601/2013, ΑΠ 1747/2008).
Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 938 του ΑΚ ορίζεται ότι όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ` αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 904 παρ.1 εδ. α του ΑΚ ορίζεται ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια του αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε, παρά την πενταετή παραγραφή της αξίωσης προς αποζημίωση από αδικοπραξία (άρθ. 937 του ΑΚ), υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρ. 904 επ. του ΑΚ, για την απόδοση στον ζημιωθέντα κάθε ωφέλειας που αποκόμισε από την αδικοπραξία εκείνος που αδικοπράγησε, είτε η ωφέλεια αυτή συνίσταται σε θετική αύξηση, είτε σε μη ελάττωση της περιουσίας του αδικοπραγήσαντος.
Τέτοια ωφέλεια υπάρχει, επομένως, και όταν ο αδικοπραγήσας εξοικονόμησε από την αδικοπραξία δαπάνη στην οποία θα προέβαινε αν δεν τελούσε την αδικοπραξία και όχι μόνο όταν στον αδικοπραγήσαντα περιήλθε ορισμένο περιουσιακό στοιχείο από την περιουσία του αδικηθέντος, προς απόδοση τούτο (ΟλΑΠ 427/1964). Και τούτο διότι σκοπός της διάταξης του άρθρου 938 ΑΚ είναι ν` αποδώσει ο αδικοπραγήσας στον αδικηθέντα, μέχρι του ποσού της ζημίας που ο τελευταίος υπέστη από την αδικοπραξία, την αντίστοιχη ωφέλεια που ο ίδιος απέκτησε από αυτήν, ώστε να μη παραμείνει σε αυτόν η ωφέλεια επί ζημία του αδικηθέντος (ΑΠ 767/2017, ΑΠ 971/2015, ΑΠ 1508/2008).
Όμως για να τύχουν εν προκειμένω εφαρμογής οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η αξίωση από αυτή (άρθρ. 937 Α.Κ.) και ακόμη να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1439/2014, ΑΠ 1430/2012, ΑΠ 547/2008).
Έτσι δεν γεννάται τέτοια αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού από παραγεγραμμένη απαίτηση από σύμβαση ή γενικότερα δικαιοπραξία, διότι η παραγραφή αυτής αποτελεί νόμιμο λόγο πλουτισμού (ΑΠ 1346/2002, ΑΠ 93/1996).
Εξ άλλου δεν συνιστά αδικοπραξία η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργοδότη προς καταβολή των οφειλομένων στον εργαζόμενο αποδοχών, είτε πρόκειται περί δεδουλευμένων αποδοχών, είτε πρόκειται περί αποδοχών υπερημερίας, τις οποίες ενοχικώς οφείλει, και η παρακράτησή τους από τον εργοδότη, ακόμη και εάν συντρέχουν οι όροι του εγκλήματος του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945, καθότι με την παράλειψη της πληρωμής (εν όλω ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις αποδοχές του, τις οποίες ο εργοδότης εξακολουθεί να οφείλει από τη σύμβαση, και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παράλειψη αυτή (ΑΠ 670/2016, ΑΠ 1114/2013, ΑΠ 547/2007, ΑΠ 1436/2002, ΑΠ 1346/2002).
Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για ωφέλεια του εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 938 του ΑΚ με αντίστοιχη ζημία του εργαζομένου, από τη μη καταβολή εκ μέρους του εργοδότη των αποδοχών υπερημερίας του μισθωτού, τις οποίες δεν κατέβαλε ο πρώτος, εξαιτίας καταχρηστικής και ως εκ τούτου άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του εργαζομένου, έστω και εάν η τελευταία υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα συνιστά αδικοπραξία, διότι λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παραμένει ενεργός και κατά συνέπεια ο εργοδότης εξακολουθεί να οφείλει με βάση τη σύμβαση εργασίας και όχι την αδικοπραξία στον εργαζόμενο τις αποδοχές που ορίζει η σύμβαση εργασίας (αποδοχές υπερημερίας) για όσο διάστημα αρνείται ν’ αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού. (σχετ. ΑΠ 1346/2002, ΑΠ 574/2007).
Αριθμός 359/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο και Πελαγία Ακάσογλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: αγροτικού συνεταιρισμού με την επωνυμία “ΑΡΓΟΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΩΝ …”, με το διακριτικό τίτλο “…”, που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του ……………., που κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Σ. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …………….., που κατέθεσε προτάσεις. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Για το ζήτημα της αναβολής το λόγο έλαβε και η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος, η οποία δεν συναίνεσε.
Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια της Προέδρου του απέρριψε το αίτημα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/4/2015 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 373/2018 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων συνεταιρισμός με την από 27/12/2018 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 27 Δεκεμβρίου 2018 και με αριθ. κατάθ. 80/28.12.2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 373/26.7.2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία η από 3.4.2015 και με αριθ. κατ. 25/3.4.2015 έφεση του εναγομένου – εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος αγροτικού συνεταιρισμού και οι με ίδιο δικόγραφο ασκηθέντες από 11.4.2016 (αρ. κατ. 142/2016) και από 22.11.2017 (αρ. κατ. 606/2017) πρόσθετοι λόγοι έφεσης αυτού και εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη με αριθ. 5/7.1.2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης. Με την πρωτόδικη απόφαση, κατά μερική παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της από 25.4.2013 και με αριθ. ΤΜ 58/25.4.2013 αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου κατά την κύρια αυτής βάση [μετά από μερική παραίτηση αυτού με δήλωση καταχωρηθείσα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης από όλες τις περιλαμβανόμενες στην αγωγή λοιπές αξιώσεις του, πλην αποζημίωσης ύψους 4.778,06 ευρώ και χρηματικής ικανοποίησης ύψους 30.000 ευρώ], είχε επιδικασθεί σε αυτόν το ποσό των 4.205,64 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση προγενέστερης αγωγής, ως αποζημίωση συνισταμένη στην αποκατάσταση της ζημίας αυτού από την απώλεια των αποδοχών του κατά την περίοδο από 21.2.2007 έως 30.4.2007, περιλαμβανομένου και του επιδόματος εορτών Πάσχα 2007, συνεπεία αδικοπραξίας και συγκεκριμένα συνεπεία της από 21.2.2007 καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτού, η οποία με την με αριθ. 350/2010 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου είχε κριθεί άκυρη, και δη αμετακλήτως μετά την απόρριψη της κατ’ αυτής αίτησης αναίρεσης με την με αριθ. 1145/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με την ίδια απόφασή του το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει την αγωγή κατά το κεφάλαιο επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος, ως παραγεγραμμένη. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά παραδοχή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων, απέρριψε με την προσβαλλομένη απόφαση του την κύρια από αδικοπραξία βάση της ως άνω αγωγής κατά το εκκληθέν κεφάλαιο καταβολής αποζημίωσης ύψους 4.778,06 ευρώ ως παραγεγραμμένη, κατά παραδοχή σχετικής ένστασης του εκκαλούντος – εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος αγροτικού συνεταιρισμού. Ακολούθως, προέβη σε αυτεπαγγέλτη έρευνα της αγωγής κατά την μη ερευνηθείσα πρωτοδίκως επικουρική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό βάση αυτής και, στο πλαίσιο αυτό, δέχθηκε κατά ένα μέρος αυτήν και υποχρέωσε τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα αγροτικό συνεταιρισμό να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο το ποσό των 4.205,64 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση προγενέστερης αγωγής, ως ωφέλεια που αποκόμισε ο αγροτικός συνεταιρισμός από τη μη καταβολή των ως άνω αποδοχών με αντίστοιχη ζημία του ενάγοντος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 938 του Α.Κ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου, όπως στην περίπτωση που ο εργοδότης προέβη στην καταγγελία εξαιτίας εχθρότητας προς το εργαζόμενο λόγω της συνδικαλιστικής δράσης του τελευταίου, η οποία δεν άρεσε στον εργοδότη και ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα της επιχείρησής του, είτε για να απαλλαγεί ο εργοδότης από το μισθωτό αυτόν, είτε για να εκφοβίσει τους άλλους εργαζομένους ώστε αυτοί να απόσχουν από τη συνδικαλιστική οργάνωση ή δράση. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του ΑΚ, συνάγεται ότι, εάν η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τον εργοδότη έλαβε χώρα υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ` εύλογη κρίση (ΑΠ 90/2018, ΑΠ 254/2012). Στην περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας για οιονδήποτε λόγο, αυτή θεωρείται ότι δεν έγινε με συνέπεια η σύμβαση εργασίας να εξακολουθεί να είναι ενεργός και ο καταγγέλλων εργοδότης, που αρνείται να δεχτεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του εργαζομένου, να καθίσταται υπερήμερος και να υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν τις αποδοχές του, κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ, με βάση τη σύμβαση εργασίας (ΑΠ 868/2018 ΑΠ 1714/2017, ΑΠ 1628/2017, ΑΠ 179/2016, ΑΠ 601/2013, ΑΠ 1747/2008). Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 938 του ΑΚ ορίζεται ότι όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ` αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 904 παρ.1 εδ. α του ΑΚ ορίζεται ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια του αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε, παρά την πενταετή παραγραφή της αξίωσης προς αποζημίωση από αδικοπραξία (άρθ. 937 του ΑΚ), υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρ. 904 επ. του ΑΚ, για την απόδοση στον ζημιωθέντα κάθε ωφέλειας που αποκόμισε από την αδικοπραξία εκείνος που αδικοπράγησε, είτε η ωφέλεια αυτή συνίσταται σε θετική αύξηση, είτε σε μη ελάττωση της περιουσίας του αδικοπραγήσαντος. Τέτοια ωφέλεια υπάρχει, επομένως, και όταν ο αδικοπραγήσας εξοικονόμησε από την αδικοπραξία δαπάνη στην οποία θα προέβαινε αν δεν τελούσε την αδικοπραξία και όχι μόνο όταν στον αδικοπραγήσαντα περιήλθε ορισμένο περιουσιακό στοιχείο από την περιουσία του αδικηθέντος, προς απόδοση τούτο (ΟλΑΠ 427/1964). Και τούτο διότι σκοπός της διάταξης του άρθρου 938 ΑΚ είναι ν` αποδώσει ο αδικοπραγήσας στον αδικηθέντα, μέχρι του ποσού της ζημίας που ο τελευταίος υπέστη από την αδικοπραξία, την αντίστοιχη ωφέλεια που ο ίδιος απέκτησε από αυτήν, ώστε να μη παραμείνει σε αυτόν η ωφέλεια επί ζημία του αδικηθέντος (ΑΠ 767/2017, ΑΠ 971/2015, ΑΠ 1508/2008). Όμως για να τύχουν εν προκειμένω εφαρμογής οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η αξίωση από αυτή (άρθρ. 937 Α.Κ.) και ακόμη να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1439/2014, ΑΠ 1430/2012, ΑΠ 547/2008). Έτσι δεν γεννάται τέτοια αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού από παραγεγραμμένη απαίτηση από σύμβαση ή γενικότερα δικαιοπραξία, διότι η παραγραφή αυτής αποτελεί νόμιμο λόγο πλουτισμού (ΑΠ 1346/2002, ΑΠ 93/1996). Εξ άλλου δεν συνιστά αδικοπραξία η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργοδότη προς καταβολή των οφειλομένων στον εργαζόμενο αποδοχών, είτε πρόκειται περί δεδουλευμένων αποδοχών, είτε πρόκειται περί αποδοχών υπερημερίας, τις οποίες ενοχικώς οφείλει, και η παρακράτησή τους από τον εργοδότη, ακόμη και εάν συντρέχουν οι όροι του εγκλήματος του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945, καθότι με την παράλειψη της πληρωμής (εν όλω ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις αποδοχές του, τις οποίες ο εργοδότης εξακολουθεί να οφείλει από τη σύμβαση, και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παράλειψη αυτή (ΑΠ 670/2016, ΑΠ 1114/2013, ΑΠ 547/2007, ΑΠ 1436/2002, ΑΠ 1346/2002).
Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για ωφέλεια του εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 938 του ΑΚ με αντίστοιχη ζημία του εργαζομένου, από τη μη καταβολή εκ μέρους του εργοδότη των αποδοχών υπερημερίας του μισθωτού, τις οποίες δεν κατέβαλε ο πρώτος, εξαιτίας καταχρηστικής και ως εκ τούτου άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του εργαζομένου, έστω και εάν η τελευταία υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα συνιστά αδικοπραξία, διότι λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παραμένει ενεργός και κατά συνέπεια ο εργοδότης εξακολουθεί να οφείλει με βάση τη σύμβαση εργασίας και όχι την αδικοπραξία στον εργαζόμενο τις αποδοχές που ορίζει η σύμβαση εργασίας (αποδοχές υπερημερίας) για όσο διάστημα αρνείται ν’ αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού. (σχετ. ΑΠ 1346/2002, ΑΠ 574/2007). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόφασή του, κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσία της από 3.4.2015 έφεσης του εναγομένου – εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος αγροτικού συνεταιρισμού και των με ίδιο δικόγραφο ασκηθέντων από 11.4.2016 και από 22.11.2017 πρόσθετων λόγων έφεσης αυτού, απέρριψε την κύρια από αδικοπραξία βάση της από 25.4.2013 αγωγής του ενάγοντος – εφεσίβλητου και ήδη αναιρεσίβλητου περί καταβολής σε αυτόν του ποσού των 4.778,06 ευρώ, ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας αυτού από την απώλεια των αποδοχών του κατά την περίοδο από 21.2.2007 έως 30.4.2007, περιλαμβανομένου και του επιδόματος εορτών Πάσχα 2007, συνεπεία αδικοπραξίας και συγκεκριμένα συνεπεία της από 21.2.2007 καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτού (και ως εκ τούτου άκυρης), με το ειδικότερο σκεπτικό ότι έκτοτε είχε παρέλθει ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής από την εκ μέρους του ενάγοντος γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση μέχρι την επίδοση στις 16.10.2012 προγενέστερης αγωγής αυτού, από το δικόγραφο της οποίας αυτός παραιτήθηκε με την ένδικη αγωγή (άρθ. 937 του ΑΚ), εξαφανίζοντας την αντιθέτως αποφανθείσα απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε δεχθεί κατά ένα μέρος την αγωγή κατά τη βάση της αυτή. Ως προς το μέρος αυτό δεν θίγεται με την αίτηση αναίρεσης η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου. Στη συνέχεια το Εφετείο, εξετάζοντας την μη ερευνηθείσα πρωτοδίκως επικουρική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό βάση της από 25.4.2013 αγωγής, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του στη μείζονα αυτού σκέψη και, ερμηνεύοντας τις περί τούτου διατάξεις των άρθρων 281, 904 και 938 του ΑΚ, ότι η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ζητούσε (επικουρικά) να του αποδοθεί το ποσό των 4.778,06 ευρώ, ως ωφέλεια που αποκόμισε με ζημία του ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων αγροτικός συνεταιρισμός, με την εξοικονόμηση αντίστοιχης δαπάνης αφορώσας τις αποδοχές του της περιόδου από 21.2.2007 έως 30.4.2007, περιλαμβανομένου και του επιδόματος εορτών Πάσχα 2007, δαπάνης στην οποία θα προέβαινε εάν δεν είχε τελέσει αδικοπραξία σε βάρος του ενάγοντος και ειδικότερα εάν δεν είχε προβεί στις 21.2.2007 σε καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού, της οποίας η ακυρότητα έχει ήδη αμετακλήτως κριθεί δικαστικά, μετά την παραγραφή της αντίστοιχης αυτού αξίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας του από την πιο πάνω αδικοπραξία, λόγω παρόδου της από το άρθρο 937 του ΑΚ πενταετίας, ήταν νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 938 του ΑΚ. Ακολούθως, εφαρμόζοντας τη διάταξη αυτή προέβη στην κατ’ ουσία έρευνα της βασιμότητας της αγωγής και, κατά μερική παραδοχή της ως άνω επικουρικής βάσης αυτής, επιδίκασε στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο το ποσό των 4.205,64 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τις 17.10.2012 μέχρι την εξόφληση, ως την ωφέλεια που εξοικονόμησε ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων αγροτικός συνεταιρισμός από την μη καταβολή στον ενάγοντα και με αντίστοιχη ζημία του τελευταίου των μηνιαίων αποδοχών υπερημερίας της περιόδου από 27.2.2007 έως 30.4.2007, περιλαμβανομένου του επιδόματος εορτών Πάσχα 2007, τις οποίες διαφορετικά θα κατέβαλλε, εάν δεν είχε τελέσει σε βάρος του αδικοπραξία και ειδικότερα, εάν δεν είχε καταγγείλει καταχρηστικά στις 27.2.2007 για λόγους εκδίκησης και εκφοβισμού, λόγω της προηγουμένης νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης, τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος, της οποίας (καταγγελίας) η ακυρότητα έχει κριθεί δικαστικά με αμετάκλητη απόφαση, ενόψει της ήδη επελθούσας παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος προς αποκατάσταση της ζημίας του, από την απώλεια των ως άνω αποδοχών του, με βάση την εν λόγω αδικοπραξία. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως ερμήνευσε και στη συνέχεια εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 938, 904 επ. 914, 281, 349, 350, 648, 656 του ΑΚ καθότι, σύμφωνα με τα όσα ήδη προαναφέρθηκαν, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ωφέλεια του εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 938 του ΑΚ, με αντίστοιχη ζημία του εργαζομένου, από τη μη καταβολή εκ μέρους του εργοδότη των αποδοχών υπερημερίας του μισθωτού, τις οποίες δεν κατέβαλε ο πρώτος, συνεπεία καταχρηστικής και ως εκ τούτου άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του εργαζομένου, έστω και εάν η τελευταία υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα συνιστά αδικοπραξία, διότι λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παραμένει ενεργός και κατά συνέπεια ο εργοδότης εξακολουθεί να οφείλει με βάση τη σύμβαση εργασίας και όχι την αδικοπραξία στον εργαζόμενο τις αποδοχές που ορίζει η σύμβαση εργασίας (αποδοχές υπερημερίας) για όσο διάστημα αρνείται ν’ αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού. Επομένως ο περί τούτου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και κατά παραδοχή αυτού, πρέπει ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κατά το μέρος που αφορά την εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αυτεπαγγέλτως ερευνηθείσα από το εν λόγω δικαστήριο επικουρική βάση της από 25.4.2013 αγωγής, δεδομένου ότι η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της, παρέχεται μόνο εάν δεν υπάρχει αξίωση από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία. Παρέλκει δε η έρευνα του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεύτερου και τελευταίου λόγου αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι διαλαμβάνει αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση, πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. α του ΚΠολΔ να κρατηθεί αυτή και δικασθεί από το παρόν αναιρετικό τμήμα. Εφόσον δε κατά παραδοχή της από 3.4.2015 έφεσης και των από 11.4.2016 και 22.11.2017 προσθέτων λόγων του εναγομένου – εκκαλούντος αγροτικού συνεταιρισμού, με την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είχε ήδη εξαφανισθεί η εκκληθείσα με αριθ. 5/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης και είχε απορριφθεί ως παραγεγραμμένη η κύρια βάση της από 25.4.2013 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου προς αποζημίωση αυτού συνεπεία της αδικοπραξίας – μέρος κατά το οποίο η ως άνω απόφαση δεν θίγεται με την παρούσα – πρέπει να ερευνηθεί η από 25.4.2013 αγωγή κατά την επικουρική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό βάση της, η οποία δεν είχε ερευνηθεί από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και απορριφθεί αυτή ως νομικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρετικής δίκης στα οποία υποβλήθηκε ο αναιρεσείων αγροτικός συνεταιρισμός, που κατέθεσε προτάσεις, ως και των δικαστικών εξόδων αυτού και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 373/26.7.2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, κατά το μέρος που αφορά την εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αυτεπαγγέλτως ερευνηθείσα επικουρική βάση της από 25.4.2013 αγωγής.
Κρατεί την υπόθεση κατά το μέρος αυτό.
Δικάζει την από 25 Απριλίου 2013 και με αριθμό κατάθεσης ΤΜ 58/2013 αγωγή κατά το μέρος αυτό και ειδικότερα ως προς την εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της.
Απορρίπτει την αγωγή κατά το μέρος αυτό.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος αγροτικού συνεταιρισμού, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ για την αναιρετική δίκη και επί πλέον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων αυτού, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Μαρτίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2020.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.taxheaven.gr/circulars/34853/areios-pagos-359-2020