Έκθεση για «τις «παρεμβολές στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας» από τις 19 Απριλίου 2017 μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 2020, κατέθεσε στις Επιτροπές Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής και της Γερουσίας, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Αντίστοιχη έκθεση υπέβαλε σχετικά με τις τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από την Τουρκία. Και οι δύο εκθέσεις υποβλήθηκαν βάση του νόμου για την ανατολική Μεσόγειο (East Med Act) ο οποίος υπογράφηκε το Δεκέμβριο του 2019.
To Στέιτ Ντιπάρτμεντ δηλώνει αδυναμία να προσκομίσει πλήρη κατάλογο με επιβεβαιωμένες τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, από την 1η Ιανουαρίου 2017, γιατί – όπως αναφέρει έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών – η Ελλάδα και οι ΗΠΑ δεν μοιράζονται την ίδια άποψη ως προς το εύρος του ελληνικού εναέριου χώρου.
Οι λόγοι που δεν είναι σε θέση να παρουσιάσουν κατάλογο με τις τουρκικές παραβιάσεις είναι οι εξής:
«Πρώτον, η Ελλάδα διεκδικεί έναν εναέριο χώρο που εκτείνεται έως και 10 ναυτικά μίλια από την ακτογραμμή της και χωρικά ύδατα έως 6 ναυτικά μίλια. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ο εναέριος χώρος μιας χώρας συμπίπτει με τα χωρικά ύδατα. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν έως και 6 ναυτικά μίλια εναέριου χώρου της Ελλάδας, σύμφωνα με τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας. Επομένως, η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν συμμερίζονται την ίδια άποψη σχετικά με την έκταση του εναέριου χώρου της Ελλάδας».
Ο δεύτερος λόγος που προτάσσεται είναι ότι αν και η Ελλάδα διεκδικεί επί του παρόντος έως και 6 ναυτικά μίλια χωρικών υδάτων στο Αιγαίο Πέλαγος, «η Ελλάδα και οι γείτονές της δεν συμφώνησαν για οριοθέτηση συνόρων στις περιοχές όπου επικαλύπτονται τα νόμιμα θαλάσσια δικαιώματά τους. Η έλλειψη τέτοιας οριοθέτησης σημαίνει ότι δεν υπάρχει σαφήνεια ως προς την έκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας και του αντίστοιχου εναέριου χώρου σε αυτές τις περιοχές, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε αξιολόγηση των συνολικών παραβιάσεων του εναέριου χώρου της Ελλάδας».
Τέλος, η έκθεση αναφέρει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ενθαρρύνουν την Ελλάδα και την Τουρκία να επιλύσουν εκκρεμή διμερή θέματα θαλάσσιων συνόρων ειρηνικά και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. «Τέτοιες προσπάθειες θα βοηθήσουν στη σταθεροποίηση της περιοχής και θα διευκολύνουν τη συνεργασία στο ΝΑΤΟ. Ομοίως, οι Ηνωμένες Πολιτείες παροτρύνουν τόσο την Ελλάδα όσο και την Τουρκία να απέχουν από προκλητικές ενέργειες που αυξάνουν τις εντάσεις στην περιοχή».
Για την Κύπρο
Στην έκθεση για τις παρεμβολές στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, καταγράφονται 18 περιστατικά που έλαβαν χώρα σε διάστημα των 33 περίπου μηνών. Οι πληροφορίες σε αυτήν την έκθεση βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε υλικό που παράγεται από την κυβέρνηση της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων κοινοποιήσεων που εκδίδονται από την Τουρκία, γνωστές ως τέλεξ πλοήγησης (NAVTEX). Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επισημαίνει ότι παρόλο που δεν αποτελούν όλα τα παραδείγματα που παρατίθενται παρεμβολή στις προσπάθειες της Κυπριακής Δημοκρατίας να διερευνήσει και να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς πόρους, «όλα μαζί, απεικονίζουν αυξανόμενες εντάσεις στην περιοχή».
Σημειώνοντας επίσης ότι ορισμένες από τις τουρκικές δραστηριότητες πραγματοποιήθηκαν σε τμήματα της ΑΟΖ που διεκδικεί η Κυπριακή Δημοκρατία, για τα οποία η Τουρκία προβάλλει επίσης θαλάσσιες αξιώσεις, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρει πως «όταν οι νόμιμες θαλάσσιες αξιώσεις δύο ή περισσότερων χωρών αλληλεπικαλύπτονται, εναπόκειται σε αυτές τις χώρες να επιλύσουν τα θαλάσσια σύνορά τους με συμφωνία βάσει του διεθνούς δικαίου προκειμένου να επιτευχθεί ακριβοδίκαιη λύση».
Περιλαμβάνει επίσης αναφορά ότι οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» και ως εκ τούτου δεν αναγνωρίζουν τυχόν θαλάσσιες διεκδικήσεις που έχει ισχυριστεί ή οποιουσδήποτε ισχυρισμούς από την Τουρκία για λογαριασμό της.
Στην έκθεση τονίζεται ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ συνεχίζει να επαναλαμβάνει δημόσια και ιδιωτικά «ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να αναπτύξει τους πόρους στην ΑΟΖ της και ότι μόνο η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να διεκδικήσει ναυτικές αξιώσεις εκ μέρους της Κύπρου. Όπου αλληλεπικαλύπτονται οι νόμιμες θαλάσσιες αξιώσεις δύο ή περισσότερων χωρών, καλούμε αυτές τις χώρες να επιλύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».
Αναφέρει ότι σε περιπτώσεις όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ανησυχίες σχετικά με συγκεκριμένες τουρκικές ενέργειες, ενεπλάκησαν ιδιωτικά με την Τουρκία, ενώ εξέδωσαν και ανακοινώσεις Τύπου από το Υπουργείο. Για παράδειγμα, στις 6 Μαΐου 2019, το Υπουργείο δήλωσε ότι «ανησυχεί βαθιά με τις ανακοινωμένες προθέσεις της Τουρκίας να ξεκινήσει υπεράκτιες γεωτρήσεις σε μια περιοχή που διεκδικείται από την Κυπριακή Δημοκρατία ως Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Αυτό το βήμα είναι έντονα προκλητικό και θέτει σε κίνδυνο την αύξηση των εντάσεων στην περιοχή. Προτρέπουμε τις τουρκικές αρχές να σταματήσουν αυτές τις επιχειρήσεις και ενθαρρύνουμε όλα τα μέρη να ενεργήσουν με αυτοσυγκράτηση».
Παραθέτει επίσης ανακοίνωση που εξέδωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 9 Ιουλίου 2019, λέγοντας ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να ανησυχούν βαθιά για τις επανειλημμένες απόπειρες της Τουρκίας να διεξάγει γεωτρήσεις στα ύδατα ανοικτά της Κύπρου και την πιο πρόσφατη αποστολή του τρυπανιού Yavuz ανοιχτά της χερσονήσου της Καρπασίας. Αυτό το προκλητικό βήμα αυξάνει τις εντάσεις στην περιοχή. Προτρέπουμε τις τουρκικές αρχές να σταματήσουν αυτές τις επιχειρήσεις και ενθαρρύνουμε όλα τα μέρη να δράσουν με αυτοσυγκράτηση και να απέχουν από ενέργειες που αυξάνουν τις εντάσεις στην περιοχή».
Τέλος υπογραμμίζεται πως αποτελεί θέση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι η ανάπτυξη των ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να προωθήσει τη συνεργασία, να αυξήσει τον διάλογο μεταξύ της Τουρκοκυπριακής και ελληνοκυπριακής κοινότητας και μεταξύ των περιφερειακών γειτόνων και να αποτελέσει τα θεμέλια για διαρκή ενεργειακή ασφάλεια και οικονομική ευημερία. «Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενθαρρύνει τη συζήτηση μεταξύ της τουρκοκυπριακής και της ελληνοκυπριακής κοινότητας για θέματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη υδρογονανθράκων, συμπεριλαμβανομένης της ακριβοδίκαιης κατανομής εσόδων», καταλήγει η σχετική αναφορά της έκθεσης του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών.