ΑΠΟΦΑΣΗ
Doroż κατά Πολωνίας της 29.10.2020 (αριθ. Προσγ. 71205/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και κατοικίας και προϋποθέσεις για δικαιολογημένη «παρέμβαση».
Στην κατοικία του προσφεύγοντος διενεργήθηκε κατ’οίκον έρευνα μετά από έκδοση εντάλματος από τον αρμόδιο εισαγγελέα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είχε στην κατοχή του φυλλάδια που είχαν διανεμηθεί στην πόλη με προσβλητικό περιεχόμενο για το δήμαρχο.
Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή για το λόγο ότι η έκδοση του εντάλματος της κατ΄οίκον έρευνας δεν είχε δεόντως αναφέρει τους λόγους της έρευνας και ότι δεν υπήρχε αιτιολογία που να δικαιολογεί την παραβίαση του δικαιώματός του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και της κατοικίας του. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή αποζημίωσης αναγνωρίζοντας την έρευνα ως νόμιμη και αναγκαία για την πρόληψη αδικημάτων.
Κατά την νομολογία του Στρασβούργου για να θεωρηθεί η κατ’οίκον έρευνα νόμιμη πρέπει να ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα του αδικήματος που ερευνάται και να ληφθούν διασφαλίσεις προκειμένου να περιοριστεί ο αντίκτυπος του μέτρου σε εύλογα όρια.
Στην υπό κρίση περίπτωση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το ένταλμα εκδόθηκε με ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία, κυρίως για το λόγο ότι η κατοχή φυλλαδίων δεν ήταν παράνομη πράξη. Το Στρασβούργο έκρινε ότι η έρευνα στην κατοικία του προσφεύγοντος δεν δικαιολογείται από «σχετικούς» και «επαρκείς» λόγους και δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας, συνεπώς υπήρχε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής όπως προστατεύεται από το άρθρο 8.
Επιδίκασε στον προσφεύγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Artur Doroż, είναι πολωνός υπήκοος που γεννήθηκε το 1983 και ζει στην Dąbrowa Tarnowska (Πολωνία).
Η προσφυγή που άσκησε αφορούσε κατ΄οίκον έρευνα που διατάχθηκε σε σχέση με αστυνομική προανάκριση που αφορούσε παράνομη διανομή φυλλαδίων.
Τον Απρίλιο του 2011 διανεμήθηκαν σε δημόσιους χώρους σε τρεις κοντινές πόλεις ανώνυμα φυλλάδια με πληροφορίες σχετικά με το μισθό του δημάρχου της Πολωνικής πόλης Dąbrowa Tarnowska που περιλάμβαναν και τη φωτογραφία του. Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του συμβάντος, η αστυνομία ενημερώθηκε ότι ο προσφεύγων ενδέχεται να είχε στην κατοχή του περισσότερα φυλλάδια. Ο αρμόδιος εισαγγελέας εξέδωσε ένταλμα για κατ’οίκον έρευνα στην οικία του για να συλλεχθούν οποιαδήποτε πιθανά αποδεικτικά στοιχεία. Η αστυνομία διεξήγαγε την έρευνα και δεν εντοπίστηκαν φυλλάδια ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Ο προσφεύγων κατέθεσε αγωγή αποζημίωσης , ισχυριζόμενος ότι η απόφαση για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης δεν είχε δεόντως αναφέρει τους λόγους της έρευνας και ότι δεν υπήρχε αιτιολογία που να δικαιολογεί την παραβίαση του δικαιώματός του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και της κατοικίας του. Τα δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή του τον Ιούνιο του 2011, κρίνοντας ότι η έρευνα ήταν νόμιμη και δικαιολογημένη, καθώς ήταν ο μόνος τρόπος για να εξακριβωθεί εάν προσφεύγων είχε στην κατοχή του τα φυλλάδια που είχαν διανεμηθεί.
Βασιζόμενος ιδίως στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και της κατοικίας) της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η έρευνα στην κατοικία του δεν ήταν αναλογική ή αναγκαία, δεδομένου ότι η εθνική νομοθεσία δεν απαγόρευε την κατοχή φυλλαδίων και οι πληροφορίες που περιέχονταν σε αυτά ήταν δημόσιες.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Κατά το ΕΔΔΑ δεν αμφισβητήθηκε ότι η έρευνα που διεξήχθη στην κατοικία του προσφεύγοντος ισοδυναμούσε με «παρέμβαση» στο δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και κατοικίας του, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 § 1 της Σύμβασης.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έπρεπε να εξακριβώσει εάν, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η είσοδος στην κατοικία του προσφεύγοντος βρισκόταν σε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των σχετικών συμφερόντων, δηλαδή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της κατοικίας του, αφενός, και της πρόληψης της αναταραχής και του εγκλήματος και την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων, από την άλλη.
Όσον αφορά τις έρευνες, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα Συμβαλλόμενα Κράτη μπορεί να θεωρήσουν αναγκαίο να προσφύγουν σε τέτοια μέτρα προκειμένου να λάβουν αποδεικτικά στοιχεία για ορισμένα αδικήματα.
Τα κριτήρια που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη κατά τον προσδιορισμό αυτού του τελευταίου ζητήματος είναι, μεταξύ άλλων: α) η σοβαρότητα του αδικήματος σε σχέση με την οποία πραγματοποιήθηκε η έρευνα και η τυχόν κατάσχεση, β) η διαδικασία και οι συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκε το ένταλμα, ιδίως εάν υπήρχαν άλλα αποδεικτικά στοιχεία, γ) το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής του εντάλματος, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη φύση των χώρων που ερευνήθηκαν και τις διασφαλίσεις που εφαρμόστηκαν ώστενα περιοριστεί ο αντίκτυπος του μέτρου σε εύλογα όρια και δ) η έκταση των πιθανών επιπτώσεων στη φήμη του ατόμου που επηρεάζεται από την έρευνα.
Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο ίδιος ο προσφεύγων δεν κατηγορήθηκε ή θεωρήθηκε ύποπτος για αδίκημα. Η έρευνα στην κατοικία του, πραγματοποιήθηκε σε σχέση με την έρευνα της αστυνομίας για το πλημμέλημα της παράνομης διανομής φυλλαδίων. Στην παρούσα υπόθεση, η αστυνομία έλαβε ένταλμα για κατ’οίκον έρευνα από εισαγγελέα, αναφέροντας ότι είχαν λάβει πληροφορίες ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να διαθέτει τα εν λόγω φυλλάδια.
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής του εντάλματος για την κατ’οίκον έρευνα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση του εισαγγελέα της 6ης Απριλίου 2011 εκδόθηκε στηριζόμενο σε ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία, δηλαδή στα «φυλλάδια με πληροφορίες σχετικά με το μισθό του δημάρχου και τις φωτογραφίες του». Συγκεκριμένα, δεν εξέτασε γιατί ο προσφεύγων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατείχε το εν λόγω υλικό και γιατί υπήρξε ανάγκη να γίνει έρευνα, καθώς και αν τα ίδια τα φυλλάδια ήταν παράνομα. Δεν υπήρχε καμία αναφορά σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο εκτός από πληροφορίες που φέρεται ότι έλαβε η αστυνομία. Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η απουσία προηγούμενης δικαστικής άδειας δεν αντισταθμίστηκε επαρκώς από τον εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο. Ο δικαστικός έλεγχος στην υπόθεση περιορίστηκε στο συμπέρασμα ότι το ένταλμα είχε εκδοθεί σύμφωνα με το νόμο και ήταν δικαιολογημένο. Το εγχώριο δικαστήριο δεν στάθμισε επαρκώς τα διακυβευόμενα συμφέροντα στην παρούσα υπόθεση. Ούτε οι εγχώριες αρχές έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι τα εν λόγω φυλλάδια περιείχαν δημόσιες πληροφορίες σχετικά με ένα αιρετό πρόσωπο στη δημόσια εξουσία. Επιπλέον, οι εγχώριες αρχές ή η κυβέρνηση δεν ισχυρίστηκαν ότι η κατοχή αυτών των φυλλαδίων ισοδυναμούσε με στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης κάποιου αδικήματος που απαγορεύεται από το νόμο.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι η έρευνα στην κατοικία του προσφεύγοντος δικαιολογείται από «σχετικούς» και «επαρκείς» λόγους.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα κράτη, όταν λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη της εγκληματικότητας και για την προστασία των δικαιωμάτων άλλων, μπορεί κάλλιστα όταν κρίνουν απαραίτητο, για τους σκοπούς της ειδικής και γενικής πρόληψης, να προσφεύγουν σε μέτρα όπως έρευνες και κατασχέσεις προκειμένου να συγκεντρώσουν αποδεικτικά στοιχεία. Τέτοια μέτρα μπορεί επίσης να θεωρηθούν απαραίτητα και για πλημμελήματα. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της παρέμβασης στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των προσώπων που επηρεάζονται από τέτοια μέτρα, πρέπει να αποδειχθεί σαφώς ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, και ιδίως το γεγονός ότι διενεργήθηκε εντολή για έρευνα στην κατοικία του προσφεύγοντος σε σχέση με ένα πλημμέλημα που φέρεται να διαπράχθηκε από τρίτο, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα διενεργήθηκε χωρίς σχετικούς και επαρκείς λόγοι και δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη με τους επιδιωκόμενους νόμιμους στόχους. Δεν ήταν επομένως «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και κατοικίας του προσφεύγοντος (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).