ΑΠΟΦΑΣΗ
Vegotex International S.A.κατά Βελγίου της10.11.2020 (αρ.προσφ. 49812/09)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αναδρομική εφαρμογή φορολογικού νόμου για παράταση χρόνου παραγραφής. Δίκαιη δίκη και νομοθετική παρέμβαση. Κατ’ αντιμωλία διαδικασία και εύλογος χρόνος.
Κατόπιν φορολογικού ελέγχου, διαπιστώθηκαν φορολογικές παραβάσεις της προσφεύγουσας εταιρείας. Εκδόθηκε ταμειακή βεβαίωση. Η προσφεύγουσα εταιρεία την προσέβαλε ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων. Με βάσει πάγια νομολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου η οφειλή της εταιρείας είχε παραγραφεί. Εκκρεμούσης της υπόθεσης της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, εκδόθηκε νέος νόμος με αναδρομική ισχύ, δυνάμει του οποίου παρατάθηκε ο χρόνος παραγραφής. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της δίκαιης δίκης λόγω παράνομης παρέμβασης της νομοθετικής εξουσίας, παραβίαση της ισότητας των όπλων και για παραβίαση του εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης.
Το Στρασβούργο παρατήρησε ότι παρόλο που τα οικονομικά συμφέροντα του κράτους δεν αποτελούν λόγο για αναδρομικότητα ενός νόμου, δεν αμφισβητεί ότι η καταπολέμηση της αυξημένης φοροδιαφυγής συνιστά λόγο δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί αναδρομική εφαρμογή, προκειμένου να επιτευχθεί ασφάλεια δικαίου και ίση μεταχείριση μεταξύ των φορολογουμένων. Συνεπώς έκρινε ότι η παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας με την ψήφιση αναδρομικά αυστηρότερου νόμου με τον οποίο παρατάθηκε η προθεσμία παραγραφής δεν παραβίασε τη δίκαιη δίκη.
Αντιστοίχως, όσον αφορά την παραβίαση της ισότητας των όπλων, διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα εταιρεία είχε κάθε δικαίωμα να προβάλλει γραπτό Υπόμνημα στις παρατηρήσεις του εισηγητή της υπόθεσης ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου ή να ζητήσει αναβολή, δεν αιφνιδιάστηκε από τη ψήφιση του νέου νόμου και είχε χρόνο να αντικρούσει αντίθετα επιχειρήματα. Έτσι δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6§1.
Τέλος το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η δίκη που διήρκησε και στους τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας, 8 έτη και 3 μήνες παραβίασε τον εύλογο χρόνο και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6§1 ως προς την εύλογη διάρκεια. Επιδίκασε για το λόγο αυτό ποσό 5.000 ευρώ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα είναι βελγική εταιρεία με έδρα την Αμβέρσα.
Η υπόθεση αφορούσε διαδικασία φορολογικού ελέγχου δυνάμει του οποίου η προσφεύγουσα εταιρεία κλήθηκε να καταβάλει περίπου 298.813,00 ευρώ μαζί με 10% επιπλέον προσαύξηση.
Η προσφεύγουσα εταιρεία διαμαρτυρήθηκε ιδιαίτερα για την αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 49 του νόμου περί δημοσιονομικού προγραμματισμού της 9ης Ιουλίου 2004, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Εφετείου. Ισχυρίστηκε ότι εάν η διάταξη αυτή δεν είχε εφαρμοστεί αναδρομικά στην περίπτωσή της, το φορολογικό της χρέος θα είχε παραγραφεί σύμφωνα με τη νομολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου όπως ορίζεται στην απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2002. Εν προκειμένω, η διαδικασία άρχισε τον Οκτώβριο του 1995, όταν οι φορολογικές αρχές ενημέρωσαν την προσφεύγουσα εταιρεία για την πρόθεσή τους να διορθώσουν τη φορολογική δήλωση της εταιρείας και να επιβάλουν επιπλέον φόρο.
Οι δικαστικές διαδικασίες ολοκληρώθηκαν τον Μάρτιο του 2009 όταν το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ακύρωσης που είχε καταθέσει η προσφεύγουσα εταιρεία.
Βασιζόμενη στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ η προσφεύγουσα εταιρεία διαμαρτυρήθηκε ιδιαίτερα για την παρέμβαση του νομοθετικού σώματος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και του δικαιώματός της να εκδικαστεί η υπόθεσή της εντός εύλογου χρόνου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6§1
Σχετικά με την αλλαγή της νομοθεσία κατά την διάρκεια της εκδίκασης ενώπιον του Εφετείου
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η παρέμβαση του νομοθέτη μέσω της διάταξης της 9ης Ιουλίου 2004 υπονόμευσε το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας ασκώντας, διαρκούσης της δίκης, επιρροή στην έκβαση της.
Από την αρχή, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, όταν άσκησε έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, στις 15 Απριλίου 2004, η προσφεύγουσα εταιρεία μπορούσε εύλογα να αναμένει ότι η φορολογική της οφειλή θα παραγραφόταν σύμφωνα με τη νομολογία του Εφετείου.
Ωστόσο, το άρθρο 49 του νόμου της 9ης Ιουλίου 2004, που τέθηκε σε ισχύ όσο εκκρεμούσε η υπόθεση ενώπιον του Εφετείου, και καθόριζε οριστικά και με αναδρομική ισχύ, το ζήτημα της διακοπής της παραγραφής στις τρέχουσες φορολογικές οφειλές.
Αυτή η νομοθετική παρέμβαση είχε ως αποτέλεσμα την ανάκτηση του οφειλόμενου φόρου και τη σχετική αύξηση των υποθέσεων, όπως η παρούσα. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε ότι, χωρίς την αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 49 του νόμου του 2004, η φορολογική οφειλή της προσφεύγουσας θα παραγράφονταν, παρόλο που αυτό δεν είχε ακόμη αποδειχθεί με δικαστική απόφαση. Επομένως, μόνο λόγω της αναδρομικής εφαρμογής της επίμαχης διάταξης, η φορολογική οφειλή της προσφεύγουσας δεν έχει χαρακτηριστεί παραγεγραμμένη.
Απομένει να δούμε αν η αναδρομικότητα του προαναφερόμενου άρθρου 49 βασίστηκε σε επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι μόνο το οικονομικό συμφέρον του κράτους δεν δικαιολογεί κατ΄ αρχήν την αναδρομική εφαρμογή ενός νόμου. Η διατήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου που επικαλείται η Κυβέρνηση δεν μπορεί επομένως να είναι επαρκής λόγος για να δικαιολογήσει την αμφισβητούμενη αναδρομική εφαρμογή.
Το Δικαστήριο δεν αμφισβητεί ότι η καταπολέμηση της αυξημένης φοροδιαφυγής συνιστά λόγος δημοσίου συμφέροντος. Θεωρεί, ωστόσο, ότι δεν ήταν αρκετά σοβαρός στις περιστάσεις αυτής της υπόθεσης. Πράγματι, δεν υπάρχει ένδειξη ότι η υπόθεση της προσφεύγουσας εμπίπτει στο πεδίο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, η οποία, εξάλλου, δεν προβάλλεται από την κυβέρνηση. Επιπλέον, ούτε οι παρατηρήσεις της κυβέρνησης δείχνουν τον αριθμό των ενδεχόμενων σχετικών υποθέσεων ή το ύψος των ποσών που θα είχαν παραγραφεί χωρίς την επίμαχη νομοθετική παρέμβαση.
Το Δικαστήριο έπρεπε επίσης να λάβει υπόψη το γεγονός ότι δεν ήταν απλώς ζήτημα διατήρησης των οικονομικών συμφερόντων του κράτους. Αυτό περιελάμβανε επίσης τη διασφάλιση της καταβολής φόρων από τους υποχρέους.
Η παρέμβαση του νομοθέτη αποσκοπούσε στη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και, όπως παρατήρησε το Συνταγματικό Δικαστήριο, στην αποφυγή διακρίσεων μεταξύ των φορολογουμένων (βλ. απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 7 Δεκεμβρίου 2005). Αυτές οι νομοθετικές προθέσεις πρέπει να γίνουν κατανοητές υπό το φως της χρονολογίας της παρούσας υπόθεσης. Στις 24 Οκτωβρίου 2000, η εντολή πληρωμής, με ρητή δήλωση ότι επρόκειτο να διακόψει την παραγραφή, επιδόθηκε στην προσφεύγουσα εταιρεία. Η νέα νομολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου τέθηκε σε ισχύ στις 10 Οκτωβρίου 2002, ενώ η έφεση της προσφεύγουσας εκκρεμούσε ενώπιον του Εφετείου, με την οποία παρεγράφετο η υποχρέωση που προέκυπτε από την εντολή πληρωμής.
Επομένως, φαίνεται ότι, έως την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 10ης Οκτωβρίου 2002, η προσφεύγουσα έκρινε ότι η προθεσμία παραγραφής είχε διακοπεί με την επίδοση της εντολής πληρωμής της 24ης Οκτωβρίου 2000. Ελπίζοντας να εκμεταλλευτεί απροσδόκητα, τη νέα νομολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να εκπλαγεί από την αντίδραση του νομοθέτη.
Επομένως, στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, υπήρξαν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος. Η αποκατάσταση της διακοπής της παραγραφής σε διαταγές που εκδόθηκαν πολύ πριν από την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου του 2002, και επομένως επέτρεπαν την επίλυση των διαφορών που εκκρεμούσαν ενώπιον των δικαστηρίων, χωρίς ωστόσο να θίγονται τα ουσιαστικά δικαιώματα των φορολογουμένων.
Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αντιστοιχεί με την εκτίμηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Ούτε το τελευταίο θεώρησε ότι η παρέμβαση του νομοθέτη ήταν μη νόμιμη.
Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η αναδρομική παρέμβαση του νομοθέτη βάσει του άρθρου 49 του νόμου της 9ης Ιουλίου 2004 υπαγορεύθηκε από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Κατά συνέπεια, διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης).
Σχετικά με το δικαίωμα της κατ’αντιμωλία δίκης
Από την αρχή, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα πρόβλημα όσον αφορά την αρχή της ισότητας των όπλων που επικαλείται η προσφεύγουσα. Αυτή η αρχή απαιτεί σε κάθε διάδικο να προσφερθεί εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του υπό συνθήκες που δεν τους θέτουν σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τον αντίπαλό του. Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, δεν προέκυψε ούτε από το υλικό του φακέλου ούτε από τα επιχειρήματα των διαδίκων ότι τέθηκαν σε διαφορετική αντιμετώπιση όσον αφορά την εισήγηση του εισηγητή ή την αλλαγή της νομοθεσίας.
Πράγματι, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει εάν, εν προκειμένω, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει η νομολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου για την αλλαγή του νόμου δεδομένου ότι δεν διαπίστωσε ούτε γνώριζε λάθη πραγματικού ή νομικού περιεχομένου που διαπράχθηκαν από εγχώριο δικαστήριο, εκτός εάν και στο βαθμό που θα μπορούσαν να έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ .
Κατά συνέπεια, μόνο η πιθανή μη κοινοποίηση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου στους διαδίκους της πρόθεσής του να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως τον νέο νόμο θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα σύμφωνα με τη Σύμβαση .
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 49 του νόμου της 9ης Ιουλίου 2004 δεν τέθηκε από την προσφεύγουσα στην αίτηση ακύρωσης. Πράγματι, το Εφετείο της Αμβέρσας έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν ήταν εφαρμοστέα. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν είχε κανένα συμφέρον να υποστηρίξει αυτό το σημείο στην αίτηση ακύρωσης.
Από την άλλη πλευρά, και πάνω απ΄ όλα, οι διάδικοι έλαβαν αντίγραφο των γραπτών παρατηρήσεων του εισηγητή με το οποίο κάλεσε το Ακυρωτικό Δικαστήριο να προχωρήσει στην εφαρμογή του νέου νόμου. Ακόμη και αν η κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε ότι η προσφεύγουσα έλαβε τις παρατηρήσεις του εισηγητή δικαστή λίγες μόνο ημέρες πριν από την προγραμματισμένη συζήτηση ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το γεγονός παραμένει ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, σύμφωνα με το άρθρο 1107 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να υποβάλει Υπόμνημα ως απάντηση στα συμπεράσματα του εισηγητή και να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης προκειμένου να απαντήσει προφορικά ή με Υπόμνημα στα συμπεράσματα αυτά.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εφαρμογή του νεότερου νόμου από το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν παραβίασε ούτε το δικαίωμα της κατ’ αντιμωλίας δίκης ούτε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.
Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης σχετικά με αυτό το ζήτημα.
Αναφορικά με το ζήτημα του εύλογου χρόνου
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εκδίκαση της υπόθεσης άρχισε στις 5 Οκτωβρίου 1995, όταν η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την πρόθεση των φορολογικών αρχών να προσβάλλουν τη φορολογική της δήλωση και να της καταλογίσουν επιπλέον φόρο. Ολοκληρώθηκε με την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2009. Η διαδικασία που διεξήχθη σε σχέση με την προσφεύγουσα διήρκεσε επομένως 13 έτη και 6 μήνες, για διοικητικές διαδικασίες στους τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας.
Η διεκπεραίωση της καταγγελίας από τον περιφερειακό διευθυντή διήρκεσε 4 χρόνια και 7 μήνες για μία μόνο περίπτωση, χωρίς αυτή η διάρκεια να εξηγηθεί από άλλους λόγους εκτός από την καθυστέρηση της διοίκησης στην επεξεργασία των φορολογικών καταγγελιών. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι από τις 6 Απριλίου 1999 η προσφεύγουσα θα μπορούσε να προσφύγει δικαστικώς χωρίς να περιμένει την έκβαση της διοικητικής διαδικασίας. Η περίοδος που λαμβάνεται υπόψη για την εξέταση του εύλογου της διάρκειας της διαδικασίας πρέπει, συνεπώς, να αφαιρεθεί από την περίοδο μεταξύ 6 Απριλίου 1999 και 14 Δεκεμβρίου 2000, την ημερομηνία κατάθεσης της προσφυγής.
Στη συνέχεια, η δικαστική φάση που ξεκίνησε με την κατάθεση της προσφυγής στις 14 Δεκεμβρίου 2000 και η οποία έληξε με την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2009 διήρκεσε 8 χρόνια και 3 μήνες. Πέρασαν περισσότερα από 3 χρόνια και 3 μήνες μεταξύ της έγερσης της προσφυγής και της πρωτοβάθμιας απόφασης, και στη συνέχεια σχεδόν 3 χρόνια για την έκδοση της απόφασης του Εφετείου. Η απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου εκδόθηκε σχεδόν ένα χρόνο και 7 μήνες μετά την υποβολή της αίτησης ακύρωσης.
Η υπόθεση είχε ασφαλώς, όπως επεσήμανε η κυβέρνηση, μια συγκεκριμένη πολυπλοκότητα. Είναι επίσης αλήθεια ότι η υπόθεση έθετε περίπλοκα ζητήματα σχετικά με την παραγραφή και ότι η προσφεύγουσα είχε υποβάλει ένα τρίτο σύνολο πρόσθετων παρατηρήσεων και περιλήψεων ενώπιον του Εφετείου. Το Δικαστήριο θεωρεί, ωστόσο, ότι αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει γιατί η διαδικασία ήταν τόσο μεγάλη, η οποία, στο σύνολό της, ήταν υπερβολικά χρονοβόρα.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης λόγω της υπέρβασης του εύλογου χρόνου.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε για την παραβίαση ποσό 5.000 ευρώ (επιμέλεια: echrcaselaw.com).