Εργασιακή εφεδρεία και διακρίσεις λόγω ηλικίας – Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ σε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε ο Άρειος Πάγος στην υπόθεση ΟΑΚΑ
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 19-11-2020 προτάσεις του σε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε ο Άρειος Πάγος, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Jean Richard de la Tour προτείνει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αποφανθεί ότι δεν αντιβαίνει στις διατάξεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ [οδηγία για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία] εθνική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα οι οποίοι συμπληρώνουν, κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου, τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης για λήψη πλήρους σύνταξης εντάσσονται έως τη λύση της σύμβασης εργασίας τους σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, στο μέτρο που, αφενός, η ρύθμιση αυτή επιδιώκει θεμιτό σκοπό της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης και, αφετέρου, τα μέσα που χρησιμοποιούνται προς επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
Ειδικότερα, η συγκεκριμένη προδικαστική παραπομπή αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ και υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του AB και του “Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών – Σπύρος Λούης” (ΟΑΚΑ) σχετικά με την ένταξη του ΑΒ, βάσει της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας, στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας πριν από τη συνταξιοδότησή του.
Το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο συνίσταται στην καθιέρωση καθεστώτος εργασιακής εφεδρείας για τους εργαζομένους του δημόσιου τομέα, οι οποίοι απασχολούνται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Η ένταξη στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας λογίζεται ως προαναγγελία απόλυσης και οι μειωμένες αποδοχές που καταβάλλονται στο προσωπικό που εντάσσεται στο καθεστώς αυτό συμψηφίζονται με την αποζημίωση απόλυσης που τυχόν οφείλεται κατά τη λήξη του χρόνου της εργασιακής εφεδρείας. Η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι οι οποίοι συμπληρώνουν, κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου, τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη γήρατος εντάσσονται αυτοδικαίως στο καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως τη λύση της σχέσης εργασίας τους. Συναφώς, κατά την ίδια αυτή νομοθεσία, η σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των εργαζομένων λύεται, αυτοδικαίως εκ του νόμου, όταν στο πρόσωπο των εργαζομένων αυτών συντρέξουν οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης για λήψη πλήρους σύνταξης, εφόσον το δικαίωμα αυτό αποκτήθηκε έως την 31η Δεκεμβρίου 2013.
Σημειώνεται ότι το καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας περιλαμβάνεται στο σύνολο μέτρων που έλαβε η Ελλάδα για την αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα και τη μείωση των δημόσιων δαπανών στο πλαίσιο της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης την οποία αντιμετώπισε. Σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ, η υπό κρίση υπόθεση παρέχει, μεταξύ άλλων, στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει το περιεχόμενο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ στο πλαίσιο αυτό.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο AB προσελήφθη το 1982 από το OAKA, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στον δημόσιο τομέα, δυνάμει σύμβασης αορίστου χρόνου και το 1998, τοποθετήθηκε στη θέση του τεχνικού συμβούλου. Για την άσκηση των καθηκόντων του, ο ΑΒ λάμβανε μισθό τμηματάρχη καθώς και επίδομα θέσης, έως την περικοπή αυτού το 2010.
Από την 1η Ιανουαρίου 2012 το ΟΑΚΑ ενέταξε αυτοδικαίως τον AB στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34 (με τίτλο «Κατάργηση κενών θέσεων ιδιωτικού δικαίου και εργασιακή εφεδρεία»), παράγραφος 1, υποπαράγραφος γʹ, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, και παράγραφοι 4 και 8, του νόμου 4024/2011 [Ν. 4024/2011 “Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015” (ΦΕΚ Αʹ 226), της 27ης Οκτωβρίου 2011, όπως τροποποιήθηκε με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου της 16ης Δεκεμβρίου 2011 η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του νόμου 4047/2012 (ΦΕΚ Αʹ 31), της 23ης Φεβρουαρίου 2012], με συνέπεια τη μείωση των αποδοχών του στο 60% του βασικού μισθού του.
Στις 30 Απριλίου 2013 το ΟΑΚΑ κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του ΑΒ, χωρίς να του καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης, λόγω συμπλήρωσης από αυτόν των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 34, παράγραφος 1, υποπαράγραφος εʹ, του νόμου 4024/2011, το οποίο προβλέπει συμψηφισμό της αποζημίωσης απόλυσης με τις αποδοχές που καταβάλλονται στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της εργασιακής εφεδρείας.
Με την αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ελλάδα), ο AB αμφισβήτησε, μεταξύ άλλων, το κύρος της θέσης του υπό το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας κατ’ εφαρμογήν των προμνησθεισών διατάξεων του άρθρου 34 του νόμου 4024/2011, υποστηρίζοντας ότι αυτές εισάγουν διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας που αντιβαίνει στην οδηγία 2000/78/ΕΚ, καθόσον η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν δικαιολογείται αντικειμενικά από οποιονδήποτε θεμιτό στόχο, τα δε μέσα που χρησιμοποιούνται προς επίτευξη του στόχου αυτού δεν είναι πρόσφορα και αναγκαία. Για τον λόγο αυτό, ο ΑΒ ζήτησε να υποχρεωθεί το ΟΑΚΑ να του καταβάλει το ποσό των 50.889,91 ευρώ, για διαφορές μεταξύ των αποδοχών που λάμβανε προτού τεθεί υπό το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας και των αποδοχών που λάμβανε μετά τη θέση του υπό το καθεστώς αυτό. Ο AB επικαλέστηκε επίσης το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του νόμου 3198/1955 για να απαιτήσει την καταβολή από το ΟΑΚΑ ποσού 32.108,04 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης.
Δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή του ΑΒ, το ΟΑΚΑ άσκησε έφεση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (Ελλάδα) το οποίο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε το μέρος της αγωγής του ΑΒ το οποίο είχε γίνει δεκτό με την απόφαση αυτή.
Ο AB άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Αρείου Πάγου (Ελλάδα).
Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι διατάξεις με τις οποίες θεσπίζεται το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας δεν προβλέπουν ηλικιακό όριο για το προσωπικό που εντάσσεται σε αυτό, σε αντίθεση με τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους του στενού δημόσιου τομέα που τίθενται υπό καθεστώς προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας, όπου τίθεται συγκεκριμένο ηλικιακό όριο.
Εξ αυτού, το αιτούν δικαστήριο συνάγει ότι η θέση υπό καθεστώς εργασιακής εφεδρείας δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.
Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εθνική νομοθεσία με την οποία θεσπίστηκε το καθεστώς αυτό βασίζεται στο κριτήριο της εγγύτητας προς θεμελίωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα, με τη συμπλήρωση 35 ετών ασφάλισης, εφόσον οι προϋποθέσεις αυτές συμπληρωθούν εντός της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013.
Κατά το αιτούν δικαστήριο, από την εθνική νομοθεσία στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης προκύπτει επίσης ότι, πέραν της ελάχιστης περιόδου 35 ετών ασφάλισης, απαραίτητη προϋπόθεση για να θεμελιώσει μισθωτός εργαζόμενος που είναι ασφαλισμένος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, Ελλάδα) δικαίωμα συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη γήρατος, κατόπιν 35 ετών μισθωτής εργασίας, είναι να έχει συμπληρώσει το 58ο έτος της ηλικίας του κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης στον ασφαλιστικό φορέα, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του νόμου 825/1978, περί αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων της διεπούσης το ΙΚΑ Νομοθεσίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων (ΦΕΚ Αʹ 189), της 13ης Νοεμβρίου 1978, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης.
Στην περίπτωση που κριθεί ότι το άρθρο 34, παράγραφος 1, υποπαράγραφος γʹ, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 4, του νόμου 4024/2011 ενέχει έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι λόγοι που εκτίθενται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου συνιστούν αντικειμενικά και λογικά θεμιτό σκοπό που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση και αν η ένταξη μέρους του προσωπικού στο καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας συνιστά μέτρο πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι στόχος των ρυθμίσεων του άρθρου 34 του νόμου 4024/2011 ήταν η εξυπηρέτηση της ανάγκης άμεσης περιστολής της μισθολογικής δαπάνης όπως συμφωνήθηκε μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των εταίρων-δανειστών και ο εξορθολογισμός του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση που έπληξε το εν λόγω κράτος μέλος.
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Άρειος Πάγος αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο ερωτήματα συναφώς.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Jean Richard de la Tour πρότεινε στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτά εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα οι οποίοι συμπληρώνουν, κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου, τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης για λήψη πλήρους σύνταξης εντάσσονται έως τη λύση της σύμβασης εργασίας τους σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, στο μέτρο που, αφενός, η ρύθμιση αυτή επιδιώκει θεμιτό σκοπό της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης και, αφετέρου, τα μέσα που χρησιμοποιούνται προς επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA