ΑΠΟΦΑΣΗ
Unuane κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 24.11.2020 (αρ. προσφ. 80343/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απέλαση αλλοδαπού που καταδικάστηκε για πλαστογραφίες αδειών παραμονής. Χωρισμός του με σύντροφο και τρία παιδιά. Δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής.
Ο προσφεύγων υπήκοος Νιγηρίας, διέμενε μόνιμα με την σύντροφο του και τα τρία παιδιά τους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Απελάθηκαν οικογενειακώς, πλην του τρίτου παιδιού, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας καθόσον οι δύο γονείς καταδικάστηκαν για πλαστογραφία αδειών διαμονής. Οι αιτήσεις ακύρωσης της συντρόφου και των δύο παιδιών έγιναν δεκτές από τα εγχώρια Δικαστήρια, σε αντίθεση με αυτή του προσφεύγοντα, η οποία απορρίφθηκε και εκείνος αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το Ηνωμένο Βασίλειο. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του άρθρου 8.
Το Στρασβούργο επανέλαβε την πάγια νομολογία του , ότι παρόλο που κάθε κράτος έχει δικαίωμα να ελέγχει την είσοδο αλλοδαπών, οι αποφάσεις για απέλαση πρέπει να είναι αιτιολογημένες και να στηρίζονται σε μια επιτακτική κοινωνική ανάγκη. Καθόρισε δε συνολικά και τα κριτήρια για το εάν η απέλαση είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, τα οποία είχε καθοριστεί στις υποθέσεις BoultifκαιÜner.
Στην υπό κρίση περίπτωση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το εγχώριο Δικαστήριο αναγνώρισε την ανάγκη συνοχής της οικογένειας και της παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο της συντρόφου και των παιδιών, παρά ταύτα απελάθηκε ο προσφεύγων για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν πέτυχε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του βέλτιστου συμφέροντος των παιδιών του προσφεύγοντος και της εξυπηρέτησης μίας επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης. Η σοβαρότητα του συγκεκριμένου αδικήματος που διαπράχθηκε από τον προσφεύγοντα δεν ήταν ικανή να υπερτερήσει του βέλτιστου συμφέροντος των παιδιών, ώστε να δικαιολογεί την απέλαση του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 5.000 για ηθική βλάβη.
ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Σημαντική η απόφαση. Καθορίζονται δέκα (10) κριτήρια με αναλυτικό τρόπο τα οποία χρησιμοποιεί το ΕΔΔΑ για να εκτιμήσει εάν ένα μέτρο απέλασης ήταν απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία και εάν ήταν ανάλογα με τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό.
Πλέον αυτού το Στρασβούργο κάνει μια ενδιαφέρουσα αναφορά ότι η σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος από τον απελαθέντα προσφεύγοντα δεν υπερισχύει του βέλτιστου συμφέροντος των παιδιών του που είναι να διατηρήσουν την οικογενειακή συνοχή με τον πατέρα τους, η οποία ακυρώνεται λόγω της απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Charles Unuane είναι υπήκοος της Νιγηρίας ο οποίος γεννήθηκε το 1963.
Η υπόθεση αφορούσε την απέλασή του στη Νιγηρία, μετά από ποινική καταδίκη, εξαναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει την σύντροφό του και τα τρία τους παιδιά στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο προσφεύγων ήρθε στο Ηνωμένο Βασίλειο ως επισκέπτης το 1998 και του χορηγήθηκε δικαίωμα διαμονής το επόμενο έτος. Τον Δεκέμβριο του 2000, η Νιγηριανή σύντροφος του προσφεύγοντος εισήλθε στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα τρία παιδιά τους γεννήθηκαν εκεί.
Το 2009, αυτός και η σύντροφός του καταδικάστηκαν για αδικήματα που σχετίζονται με πλαστογραφία περίπου 30 αιτήσεων άδειας παραμονής. Καταδικάστηκε τελικά με ποινή κάθειρξης 5,5 ετών, ενώ η σύντροφός του καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών.
Το 2014, ο Υπουργός Εσωτερικών του αρμόδιου Υπουργείου Εσωτερικών εξέδωσε απόφαση απέλασης κατά του προσφεύγοντος, της συντρόφου του και δύο από τα παιδιά τους, οι οποίοι δεν ήταν τότε Βρετανοί πολίτες, ως εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας της συντρόφου του προσφεύγοντος. Ο Υπουργός Εξωτερικών θεώρησε ότι ο προσφεύγων και η σύντροφός του ήταν αλλοδαποί εγκληματίες και η απέλαση τους ήταν για λόγους ασφάλειας και δημοσίας τάξης.
Ο προσφεύγων άσκησε αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης του Υπουργού Εξωτερικών με την αιτιολογία ότι είχε οικογενειακή και ιδιωτική ζωή στο Ηνωμένο Βασίλειο και η απέλαση του στη Νιγηρία θα παραβίαζε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η σύντροφος του προσφεύγοντος και τα δύο παιδιά επίσης άσκησαν αίτηση ακύρωσης.
Τελικά, το 2016, τα εθνικά δικαστήρια έκαναν δεκτές τις αιτήσεις της συντρόφου και των παιδιών του προσφεύγοντος, καταλήγοντας ότι ο χωρισμός τους θα ήταν «υπερβολικά σκληρός» για τα παιδιά. Τα δικαστήρια περαιτέρω αναγνώρισαν την ανάγκη για γονική υποστήριξη στην περίπτωση του μεγαλύτερου από τα παιδιά ο οποίος είχε καρδιακό πρόβλημα υγείας και επρόκειτο να υποβληθεί σε επερχόμενη χειρουργική επέμβαση στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί στη Νιγηρία.
Από την άλλη πλευρά, η αίτηση ακύρωσης του προσφεύγοντος απορρίφθηκε επειδή δεν μπόρεσε να αποδείξει, όπως απαιτείται από τον Κώδικα Μετανάστευσης, «επείγουσες και επιτακτικές περιστάσεις» ενάντια στην απέλασή του, σχετικά με τη γονική σχέση του με τα παιδιά του.
Ο προσφεύγων απελάθηκε τον Φεβρουάριο του 2018.
Βασιζόμενος ιδίως στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η απέλασή του στη Νιγηρία παρενέβη δυσανάλογα με την οικογενειακή και ιδιωτική ζωή.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Το κράτος έχει το δικαίωμα, δυνάμει των κανόνων του διεθνούς δικαίου και υπό την επιφύλαξη των συνθηκών του, να ελέγχει την είσοδο αλλοδαπών στην επικράτειά του και την παραμονή τους σε αυτήν. Η Σύμβαση δεν εγγυάται το δικαίωμα ενός αλλοδαπού να εισέλθει ή να διαμείνει σε μια συγκεκριμένη χώρα και, στο πλαίσιο του καθήκοντός της κάθε χώρας να διατηρήσει τη δημόσια τάξη, τα Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν την εξουσία να εκδιώξουν έναν αλλοδαπό που έχει καταδικαστεί για αδικήματα. Ωστόσο, οι αποφάσεις τους σε αυτόν τον τομέα πρέπει, στο βαθμό που ενδέχεται να επηρεάσουν ένα δικαίωμα που προστατεύεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 8, να είναι σύμφωνες με το νόμο και αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία, δηλαδή δικαιολογημένες από μια επιτακτική κοινωνική ανάγκη και, ιδίως, ανάλογη με τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό.
Στην υπόθεση Boultif, το Δικαστήριο ανέφερε τα σχετικά κριτήρια τα οποία θα χρησιμοποιεί για να εκτιμήσει εάν ένα μέτρο απέλασης ήταν απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία και ανάλογα με τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό. Αυτά τα κριτήρια είναι τα ακόλουθα:
α) η φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος που διαπράχθηκε από τον προσφεύγοντα,
β) η διάρκεια της παραμονής του προσφεύγοντος στη χώρα από την οποία πρόκειται να απελαθεί,
γ) ο χρόνος που πέρασε από τη διάπραξη του αδικήματος και η συμπεριφορά του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου,
δ) οι εθνικότητες των διαφόρων ενδιαφερομένων,
ε) η οικογενειακή κατάσταση του προσφεύγοντος, όπως η διάρκεια του γάμου και άλλοι παράγοντες που εκφράζουν την ενότητα της οικογενειακής ζωής ενός ζευγαριού,
στ) εάν ο σύζυγος γνώριζε για το αδίκημα τη στιγμή που είχε συνάψει οικογενειακή σχέση,
ζ) εάν υπάρχουν παιδιά εντός γάμου, και εάν ναι, η ηλικία τους, και
η) η σοβαρότητα των δυσκολιών που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η σύζυγος στη χώρα στην οποία θα αποβληθεί ο προσφεύγων
Στην υπόθεση Üner, το Δικαστήριο διατύπωσε ρητά δύο περαιτέρω κριτήρια που από εκείνα που προσδιορίζονται στην υπόθεση Boultif:
θ) το καλύτερο συμφέρον και η ευημερία των παιδιών, ιδίως η σοβαρότητα των δυσκολιών που ενδέχεται να συναντήσουν τα παιδιά του προσφεύγοντος στη χώρα στην οποία πρόκειται να απελαθεί και
ι) η σταθερότητα των κοινωνικών, πολιτιστικών και οικογενειακών δεσμών με τη χώρα υποδοχής και με τη χώρα προορισμού.
Η απαίτηση για «ευρωπαϊκή εποπτεία» δεν σημαίνει ότι κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσον ένα επίμαχο μέτρο έχει επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των σχετικών συμφερόντων, είναι κατ΄ ανάγκη καθήκον του Δικαστηρίου να διενεργήσει εκ νέου την αξιολόγηση της αναλογικότητας του άρθρου 8. Αντιθέτως, σε υποθέσεις του άρθρου 8, το Δικαστήριο έχει κατανοήσει γενικά το περιθώριο εκτίμησης που σημαίνει ότι, όταν τα ανεξάρτητα και αμερόληπτα εθνικά δικαστήρια έχουν εξετάσει προσεκτικά τα γεγονότα, εφαρμόζοντας τα σχετικά πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων σύμφωνα με τη Σύμβαση και τη νομολογία της, και έχουν εξισορροπήσει επαρκώς τα προσωπικά συμφέροντα του διαδίκου με το γενικότερο δημόσιο συμφέρον στην υπόθεση, δεν εναπόκειται σε αυτό να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (συμπεριλαμβανομένης, ιδίως, της δικής του εκτίμησης των πραγματικών λεπτομερειών της αναλογικότητας) εκείνη των αρμοδίων εθνικών αρχών. Η μόνη εξαίρεση σε αυτό είναι όπου φαίνεται να υπάρχουν ισχυροί λόγοι για κάτι τέτοιο.
Στην παρούσα υπόθεση, η κυβέρνηση δέχθηκε ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου καθώς και ενώπιον του Στρασβούργου ότι η απέλαση του προσφεύγοντα θα αποτελούσε παρέμβαση στα δικαιώματά του με βάσει το άρθρο 8 § 1 της ΕΣΔΑ.
Κώδικας Μετανάστευσης
Στην παρούσα υπόθεση, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέκλεισε την εφαρμογή του κώδικα Μετανάστευσης από τη διενέργεια μιας τέτοιας αξιολόγησης και ότι η μόνη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα ήταν να εξετάσει εάν υπήρχαν «εξαιρετικές περιστάσεις» ή, μετά την τροποποίηση του 2014, «πολύ επιτακτικές περιστάσεις». Τα εγχώρια δικαστήρια επιβεβαίωσαν, και η κυβέρνηση έχει επαναλάβει ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ο κώδικας μετανάστευσης και το άρθρο 117Γ του νόμου περί ιθαγένειας, μετανάστευσης και ασύλου του 2002, παρέχουν περιθώρια για όλους τους σχετικούς παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας και ότι, λαμβάνοντας υπόψη εάν υπάρχουν «εξαιρετικές» ή «πολύ επιτακτικές περιστάσεις», οι αρχές θα πρέπει να εξετάσουν τη αρχή αναλογικότητας που απαιτείται από το Δικαστήριο.
Η απέλαση του προσφεύγοντος
Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν ανέφερε ουσιώδεις περαιτέρω διαπιστώσεις δυσμενείς για τον προσφεύγοντα ούτε διεξήγαγε χωριστή διαδικασία εξισορρόπησης, όπως απαιτείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 8. Στην πραγματικότητα, απλώς σημείωσε ότι δεν μπορεί να επιτρέψει την έκκλησή του με βάση το ότι η παράγραφος 398 του κώδικα μετανάστευσης επέβαλε απαιτήσεις για τον προσδιορισμό πολύ επιτακτικών περιστάσεων πέρα από την αποδεκτή γνήσια και υφιστάμενη γονική σχέση με τα παιδιά, κάτι που ο προσφεύγων δεν μπορούσε να αποδείξει.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο επισήμανε ότι τον Νοέμβριο του 2009 ο προσφεύγων καταδικάστηκε για αδικήματα σχετικά με την πλαστογραφία περίπου τριάντα αιτήσεων άδειας παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο για τις οποίες καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 5,5 ετών.
Το αδίκημα ήταν αναμφίβολα σοβαρό, όπως αποδεικνύεται από τη διάρκεια της ποινής. Επιπλέον, δεν ήταν η πρώτη του ποινική καταδίκη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τον Φεβρουάριο του 2005 είχε καταδικαστεί για απάτη λόγω μεταφοράς χρημάτων, για την οποία καταδικάστηκε σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και επιβολή προστίμου.
Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο εξέτασε την σοβαρότητα ενός αδικήματος στο πλαίσιο της διαδικασίας εξισορρόπησης σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης όχι μόνο με αναφορά στη διάρκεια της επιβληθείσας ποινής αλλά μάλλον σε σχέση με τη φύση και τις περιστάσεις των αδικημάτων που διαπράχθηκαν από τον εν λόγω προσφεύγοντα και τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με συνέπεια τα εγκλήματα βίας και τα αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά ως το πιο σοβαρό πλέγμα του ποινικού φάσματος. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι το αδίκημα που διαπράχθηκε από τον προσφεύγοντα υπάγεται στο πιο σοβαρό πλέγμα του ποινικού φάσματος δεν είναι από μόνο του καθοριστικό της υπόθεσης. Αντίθετα, είναι μόνο ένας παράγοντας που πρέπει να σταθμιστεί στην ισορροπία, μαζί με τα άλλα κριτήρια που προκύπτουν από τις αποφάσεις Boultif και Üner.
Στην παρούσα υπόθεση, το Ακυρωτικό Δικαστήριο στάθμισε τα υπόλοιπα κριτήρια αποκλειστικά σε σχέση με την σύντροφο του προσφεύγοντος. Εξάλλου, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα δεν δίστασε να κρίνει ότι θα ήταν προς το συμφέρον των παιδιών να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο με τους δύο γονείς τους και ότι θα ήταν «υπερβολικά σκληρό» να τους χωρίσουν, έκανε δεκτή την αίτηση ακύρωσης της συντρόφου και των ανηλίκων παιδιών, βασιζόμενης στο άρθρου 8 της Σύμβασης. Αν και πολλοί από τους παράγοντες που σχετίζονται με την αίτηση ακύρωσης της συντρόφου του προσφεύγοντος ήταν ουσιαστικά οι ίδιοι με εκείνους που σχετίζονται με την δική του, η αίτηση ακύρωσης του απορρίφθηκε με τη μόνη βάση ότι δεν υπήρχαν «πολύ επιτακτικές περιστάσεις» πέραν αυτών που είχαν εφαρμοστεί για την σύντροφό του.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το συμπέρασμα αυτό δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 8 της Σύμβασης. Το ίδιο το Upper Tribunal αναγνώρισε τη δύναμη των δεσμών του προσφεύγοντος με την σύντροφό του και τα παιδιά τους, όταν όλοι τους διέμεναν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αναγνώρισε επίσης ότι η σύντροφός του και τα παιδιά του τον χρειαζόταν, και αυτή η ανάγκη για γονική υποστήριξη ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση του D. λόγω της ιατρικής του κατάστασης και της επικείμενης χειρουργικής επέμβασης. Τέλος, δέχτηκε ότι ήταν προς το καλύτερο συμφέρον των παιδιών να παραμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο, στοιχείο που, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να είχε σημαντική βαρύτητα. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα προσεκτικά και λεπτομερή συμπεράσματα του Upper Tribunal, το οποίο πρέπει να είχε σημαντικό βάρος στη συνολική εκτίμηση της αναλογικότητας, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η σοβαρότητα του συγκεκριμένου αδικήματος που διαπράχθηκε από τον προσφεύγοντα δεν ήταν ικανή να υπερτερήσει του βέλτιστου συμφέροντος των παιδιών, ώστε να δικαιολογεί την απέλαση του.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απέλαση του προσφεύγοντος ήταν δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό και ως εκ τούτου δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» και διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).