Δικαστήριο ΕΕ: Το κράτος μέλος που εξέδωσε την απορριπτική απόφαση οφείλει να αναγράφει σε αυτή ποιό κράτος μέλος διατύπωσε την αντίρρηση καθώς και σε ποιόν συγκεκριμένο λόγο απόρριψης βασίζεται η αντίρρηση
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 24-11-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι το κράτος μέλος το οποίο λαμβάνει απορριπτική απόφαση επί αίτησης θεώρησης «Σένγκεν», λόγω αντίρρησης που έχει διατυπωθεί από άλλο κράτος μέλος, οφείλει να αναγράφει στην απόφασή του ποιο κράτος μέλος διατύπωσε την αντίρρηση καθώς και σε ποιόν συγκεκριμένο λόγο απόρριψης βασίζεται η αντίρρηση, σε συνδυασμό, εν ανάγκη, με το ουσιώδες περιεχόμενο της αιτιολογήσεως της αντίρρησης αυτής.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, το κράτος μέλος που έχει λάβει την απόφαση περί απορρίψεως της αίτησης θεώρησης είναι υποχρεωμένο να αναγράφει συγκεκριμένα στην απόφασή του ποιά είναι αρχή στην οποία ο αιτών μπορεί να απευθυνθεί για να πληροφορηθεί τα διαθέσιμα προς τούτο μέσα έννομης προστασίας στο κράτος μέλος που διατύπωσε την αντίρρηση.
Σημειώνεται ότι, η αίτηση για τη χορήγηση θεώρησης «Σένγκεν» αφορά θεώρηση για διέλευση από τα κράτη μέλη ή για παραμονή, με πρόθεση, στην επικράτειά τους, όταν το σχετικό χρονικό διάστημα δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες εντός περιόδου έξι μηνών. Η θεώρηση αυτή χορηγείται από κράτος μέλος δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 810/2009 [κανονισμός για τη θέσπιση κοινοτικού κώδικα θεωρήσεων, γνωστός και ως “κώδικας θεωρήσεων”).
Ιστορικό της υπόθεσης
Ένας υπήκοος Αιγύπτου, κάτοικος της χώρας καταγωγής του, και μία υπήκοος Συρίας, κάτοικος Σαουδικής Αραβίας, υπέβαλαν ενώπιον του Minister van Buitenlandse Zaken (Υπουργού Εξωτερικών, Κάτω Χώρες) αιτήσεις για τη χορήγηση θεώρησης «Σένγκεν», προκειμένου να επισκεφθούν μέλη της οικογένειάς τους τα οποία κατοικούν στις Κάτω Χώρες. Οι αιτήσεις τους όμως απορρίφθηκαν και η απόρριψη αυτή τους κοινοποιήθηκε, όπως ορίζει ο κώδικας θεωρήσεων, μέσω του τυποποιημένου εντύπου, το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα VI του κώδικα θεωρήσεων και μνημονεύεται στο άρθρο 32, παράγραφος 2 του ίδιου κώδικα και το οποίο περιέχει έντεκα τετραγωνίδια που σημειώνονται ανάλογα με τον λόγο ο οποίος γίνεται δεκτός. Στην προκειμένη περίπτωση είχε σημειωθεί το έκτο τετραγωνίδιο, όπερ σήμαινε ότι οι αιτήσεις θεώρησης απορρίφθηκαν επειδή οι ενδιαφερόμενοι είχαν θεωρηθεί απειλή για τη δημόσια τάξη, την εσωτερική ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία ή για τις διεθνείς σχέσεις κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο vi) του κώδικα θεωρήσεων. Η απόρριψη των αιτήσεων θεώρησης οφειλόταν σε αντιρρήσεις που διατύπωσαν η Ουγγαρία και η Γερμανία, με τις οποίες οι ολλανδικές αρχές είχαν προηγουμένως διαβουλευθεί στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 22 του κώδικα θεωρήσεων διαδικασίας. Εντούτοις, με το έντυπο δεν δινόταν καμία διευκρίνιση προς τους ενδιαφερομένους ως προς το ποιά κράτη μέλη διατύπωσαν αντιρρήσεις, ποιός συγκεκριμένος λόγος απόρριψης από τους τέσσερις πιθανούς (απειλή για τη δημόσια τάξη, την εσωτερική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία ή τις διεθνείς σχέσεις) έγινε δεκτός στην περίπτωσή τους και βάσει ποιας αιτιολογήσεως είχε θεωρηθεί ότι συνιστούσαν τέτοια απειλή.
Οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν διοικητική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, η οποία απορρίφθηκε. Κατόπιν τούτου, άσκησαν ένδικη προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 3 του κώδικα θεωρήσεων, ενώπιον του Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Haarlem (πρωτοδικείου Χάγης, μεταβατική έδρα Haarlem, Κάτω Χώρες), προβάλλοντας έλλειψη αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στον βαθμό που δεν είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την ορθότητα των ως άνω αποφάσεων επί της ουσίας. Το δικαστήριο αυτό αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο ερωτήματα όσον αφορά, αφενός, την αιτιολογία την οποία πρέπει να περιέχει μια απόφαση περί απορρίψεως αίτησης θεώρησης όταν η απόρριψη δικαιολογείται από αντίρρηση που έχει διατυπωθεί από άλλο κράτος μέλος και, αφετέρου, τη δυνατότητα να υποβληθεί ο σχετικός λόγος απόρριψης σε δικαστικό έλεγχο, στο πλαίσιο της προσφυγής κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί της αίτησης, καθώς και την έκταση ενός τέτοιου ελέγχου.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος μέλος το οποίο έχει λάβει απορριπτική απόφαση επί αίτησης θεώρησης λόγω αντίρρησης που έχει διατυπωθεί από άλλο κράτος μέλος, οφείλει να αναγράφει στην απόφασή του ποιο κράτος μέλος διατύπωσε την αντίρρηση καθώς και σε ποιόν συγκεκριμένο λόγο απόρριψης βασίζεται η αντίρρηση, σε συνδυασμό, εν ανάγκη, με το ουσιώδες περιεχόμενο της αιτιολογήσεως της αντίρρησης αυτής.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα χαρακτηριστικά της προσφυγής κατά αποφάσεως περί απορρίψεως αίτησης θεώρησης πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η διοικητική απόφαση που λαμβάνεται εις βάρος του, είτε επειδή έχει διαβάσει την ίδια την απόφαση είτε επειδή οι λόγοι αυτοί του έχουν γνωστοποιηθεί κατόπιν αίτησής του. Εξάλλου, το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι, μολονότι ο λόγος που αντιστοιχεί στο έκτο τετραγωνίδιο του τυποποιημένου εντύπου είναι προκαθορισμένος, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες συμπληρώνοντας το κενό πεδίο υπό τον τίτλο «Παρατηρήσεις». Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι υφίσταται νέο τυποποιημένο έντυπο, το οποίο προβλέπεται στο Παράρτημα III του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1155 και στο οποίο οι διάφοροι πιθανοί λόγοι απόρριψης, οι οποίοι κατά το παρελθόν μνημονεύονταν αδιακρίτως, πλέον διακρίνονται μεταξύ τους.
Δεύτερον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους που έχει λάβει απορριπτική απόφαση επί αίτησης θεώρησης, λόγω αντίρρησης που έχει διατυπωθεί από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να εξετάσουν την επί της ουσίας νομιμότητα της εν λόγω αντίρρησης. Για τον λόγο αυτό, το κράτος μέλος που έχει λάβει την απόφαση περί απορρίψεως της αίτησης θεώρησης είναι επίσης υποχρεωμένο να αναγράφει συγκεκριμένα στην απόφασή του ποιά είναι αρχή στην οποία ο αιτών μπορεί να απευθυνθεί για να πληροφορηθεί τα διαθέσιμα προς τούτο μέσα έννομης προστασίας στο κράτος μέλος που διατύπωσε την αντίρρηση.
Προκειμένου να καταλήξει στο ως άνω συμπέρασμα, το Δικαστήριο τόνισε κατ’ αρχάς ότι, ασφαλώς, ο δικαστικός έλεγχος εκ μέρους των δικαστηρίων του κράτους μέλους που έχει λάβει την τελική απορριπτική απόφαση επί της αίτησης θεώρησης έχει ως αντικείμενο την εξέταση της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής. Ωστόσο, οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαθέτουν, κατά την εξέταση των αιτήσεων θεώρησης, ευρύ περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής των λόγων απόρριψης που προβλέπονται από τον κώδικα θεωρήσεων και την αξιολόγηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών. Συνεπώς, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου αυτού του περιθωρίου εκτίμησης, ο δικαστής περιορίζεται στο να εξετάσει αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε αρκούντως στέρεα πραγματική βάση και να βεβαιωθεί ότι δεν ενέχει πρόδηλο σφάλμα. Όταν δε η απόρριψη της αίτησης θεώρησης δικαιολογείται από το γεγονός ότι ένα άλλο κράτος μέλος εναντιώθηκε στη χορήγηση της θεώρησης, τα δικαστήρια αυτά πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν αν η προβλεπόμενη στον κώδικα θεωρήσεων διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης με τα άλλα κράτη μέλη εφαρμόστηκε ορθώς και, ιδίως, να επαληθεύσουν αν ο αιτών ταυτοποιήθηκε ορθώς ως το πρόσωπο το οποίο αφορά η επίμαχη αντίρρηση. Τα δικαστήρια αυτά πρέπει επίσης να μπορούν να εξετάσουν αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως η υποχρέωση αιτιολογήσεως. Αντιθέτως, ο έλεγχος της βασιμότητας της αντίρρησης την οποία διατύπωσε άλλο κράτος μέλος εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια του άλλου αυτού κράτους μέλους.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA