ΑΡΙΘΜΟΣ 323/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ασφαλιστικό δίκαιο. Αυτοκινητικό ατύχημα. Έλλειψη άδειας οδήγησης. Σύνδεση της αιτιώδους συνάφειας της έλλειψης άδειας οδήγησης με την πρόκληση του ατυχήματος. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδάφ. γ’ του Ν. 3557/2007, η ισχύς του οποίου άρχισε από 14-5-2007, καταργήθηκε η Κ4/585/5-4-1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795, τ. ΑΕ και ΕΠΕ), ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε το άρθρο 6β στο ΠΔ 237/1986 (που κωδικοποίησε το Ν. 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”), το οποίο ορίζει ότι: 1. Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α) από οδηγό, ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί, β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν. 2696/1999, ΦΕΚ 57 Α’), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος…, γ) από αυτοκίνητο όχημα, του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. Οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που απαρτίζουν, περιοριστικά πλέον, τους τρεις (3) λόγους εξαίρεσης από την ασφάλιση, αποτελούν λόγους απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του, με την επισήμανση ότι επιτρέπεται με τη σύμβαση ασφάλισης να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων αυτών, και άλλες περιπτώσεις εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη (άρθρ. 6β παρ. 2 του ίδιου ΠΔ/τος). Από το συσχετισμό μεταξύ τους των τριών περιπτώσεων εξαίρεσης σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος προβλέπει την ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας, ως μιας περαιτέρω προϋπόθεσης για τη συγκρότηση των λόγων εξαίρεσης, μόνο στις περιπτώσεις β’ και γ’ , όχι όμως και στην περίπτωση α’ , δηλαδή στην πρόκληση ατυχήματος από οδηγό που στερείται άδειας ικανότητας οδήγησης για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί. Ειδικότερα, από τη γραμματική διατύπωση των τριών περιπτώσεων εξαίρεσης συνάγεται ότι στην α’ περίπτωση δεν εξετάζεται και δεν ερευνάται κατά πόσο η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού επηρέασε ή όχι την πρόκληση του ατυχήματος, αφού πρόκειται τυπικά για περίπτωση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, ενώ η ανάγκη συνδρομής της αιτιώδους συνάφειας ερευνάται μόνο στις δύο άλλες περιπτώσεις. Η διατύπωση αυτή στο νόμο, δηλαδή η μη αναφορά, σε αντίθεση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις, της σύνδεσης της αιτιώδους συνάφειας της έλλειψης άδειας οδήγησης με την πρόκληση του ατυχήματος, αποτελεί συνειδητή ρύθμιση του νομοθέτη, διαφοροποιημένη σε σχέση με τις δύο άλλες περιπτώσεις, και δεν πρόκειται για απλή παράλειψή του. Ναι μεν η σύγχρονη ασφαλιστική επιστήμη, η θεωρία και η πάγια νομολογία (ΑΠ 1068/2013, ΑΠ 1016/2013, ΑΠ 1451/2009, ΑΠ 1357/2008, ΑΠ 1517/2006) θεωρούσαν, μέχρι την κατάργηση της παραπάνω υπουργικής απόφασης, και τους λόγους αυτούς απαλλαγής ή εξαίρεσης (που αποτελούσαν συμβατικές εξαιρέσεις της κάλυψης του ασφαλισμένου), ως καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη (συμβατικά), δηλαδή η απαλλαγή του ασφαλιστή, στην επίμαχη περίπτωση, δεν επερχόταν μόλις διαπιστωνόταν η έλλειψη άδειας οδήγησης στο πρόσωπο του οδηγού που είχε εμπλακεί στο ατύχημα, αλλά τούτο επερχόταν, εφόσον συνέτρεχε υπαιτιότητα και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή της έλλειψης άδειας ικανότητας οδήγησης, και του ατυχήματος, πλην, όμως, τούτο δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης είναι δεσμευμένος (νομοθετικά) να ακολουθήσει οπωσδήποτε την παραδοχή αυτή. Αντίθετα, έχει την ευχέρεια να αποκλίνει, εφόσον, βέβαια, εκφράζεται σαφώς, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 6β του ΠΔ 237/1986, στην οποία, σε αντίθεση με τις άλλες δύο ρυθμιζόμενες περιπτώσεις ασφαλιστικών βαρών, δεν θέτει ως προϋπόθεση του λόγου απαλλαγής ή εξαίρεσης του ασφαλιστή την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πιο πάνω παράβασης και του ατυχήματος, χωρίς, περαιτέρω, να είναι υποχρεωμένος, όταν προβλέπει λόγους εξαίρεσης για τη ρύθμιση κάποιου θέματος, να θέτει, είτε μόνο λόγους εξαίρεσης, είτε μόνο καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη, αλλά έχει τη δυνατότητα να κάνει συνδυασμό μεταξύ τους.
– Με βάση την προπαρατιθέμενη ρύθμιση του νόμου, δεν έχει νομική επιρροή ο ισχυρισμός του οδηγού που έχει εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και δεν έχει άδεια ικανότητας οδήγησης ότι γνωρίζει να οδηγεί ή ότι λείπει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της έλλειψης της άδειας αυτής και του ατυχήματος (ΑΠ 71/2017, ΑΠ 324/2016). Όλα όσα προαναφέρθηκαν έχουν νομική αξία στις σχέσεις ασφαλιστή και ασφαλισμένου στη λεγόμενη δίκη αναγωγής του πρώτου κατά του δεύτερου, κατά την οποία παρέχεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να εναγάγει τα αναφερόμενα στο άρθρο 11 παρ. 1 του ΠΔ 237/1986 πρόσωπα και να ζητήσει απ’ αυτά ό,τι κατέβαλε ή θα καταβάλει σε εκείνον που ζημιώθηκε από το τροχαίο ατύχημα. Εξάλλου, κατά τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο του ατυχήματος, που ενδιαφέρουν στην εξεταζόμενη υπόθεση, ορίζονται τα εξής: α) άρθρο 13 παρ. 2 εδάφ. α’: “Ο οδηγός επιβάλλεται να έχει την, κατά τις σχετικές διατάξεις, προβλεπόμενη άδεια οδήγησης και την αναγκαία σωματική και διανοητική ικανότητα και να βρίσκεται σε κατάλληλη κατάσταση για να οδηγεί, οφείλει δε κατά το χρόνο της οδήγησης να είναι σε θέση να ελέγχει το όχημά του ή τα ζώα του”, β) άρθρο 94 παρ. 3: “Απαγορεύεται η οδήγηση αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών από πρόσωπα τα οποία δεν κατέχουν ισχύουσα ελληνική άδεια οδήγησης της κατάλληλης κατηγορίας ή υποκατηγορίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους του παρόντος άρθρου”, η οποία, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, απαιτείται να είναι κατηγορίας Β, για την οδήγηση επιβατηγού αυτοκινήτου, του οποίου ο μέγιστος αριθμός θέσεων καθημένων (χωρίς τη θέση του οδηγού) δεν υπερβαίνει τις οκτώ, γ) άρθρο 95 παρ. 1, εδάφ. α’ – ε’: “Οι άδειες οδήγησης των κατηγοριών Α, Β και των υποκατηγοριών Α1 και Β1 ισχύουν χρονικά μέχρι να συμπληρώσουν οι κάτοχοί τους το εξηκοστό πέμπτο (65) έτος της ηλικίας τους. Οι άδειες οδήγησης των κατηγοριών Β+Ε, Γ, Γ+Ε, Δ, Δ+Ε και της κατηγορίας Β, όταν αυτή χρησιμοποιείται για την οδήγηση επιβατηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, ισχύουν για πέντε (5) χρόνια από την ημερομηνία έκδοσης ή της προηγούμενης ανανέωσής τους. Με τη λήξη πενταετούς ισχύος των αδειών αυτών λήγει συγχρόνως και η ισχύς των αδειών οδήγησης των κατηγοριών Α, Β και των υποκατηγοριών Α1 και Β1 που είναι ενσωματωμένες στο έντυπο της άδειας οδήγησης. Μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα πέντε (65) ετών οι άδειες οδήγησης ανανεώνονται κάθε τρία (3) χρόνια από την έκδοση ή την προηγούμενη ανανέωσή τους. Η ανανέωση των αδειών οδήγησης γίνεται μετά από ιατρική εξέταση”, δ) άρθρο 95 παρ. 3: “Η ανανέωση της άδειας οδήγησης μπορεί να γίνει οποτεδήποτε όχι όμως προ του διμήνου, το οποίο προηγείται της ημερομηνίας λήξης της (εδάφ. α’)… Η ανανέωση γίνεται χωρίς θεωρητική και πρακτική εξέταση, έπειτα από ιατρική εξέταση, κατά την οποία πρέπει να κριθεί ότι ο ενδιαφερόμενος πληροί τις ελάχιστες απαιτούμενες προϋποθέσεις υγείας (εδάφ. γ’)” και ε) άρθρο 95 παρ. 5: “Η άδεια οδήγησης επιτρέπεται να ανανεωθεί και μετά τη λήξη της ισχύος της, αν υπάρχουν οι νόμιμες, προς τούτο, προϋποθέσεις. Η άδεια οδήγησης θεωρείται ότι δεν ισχύει: α. αν έληξε ο χρόνος ισχύος της, β. αν έχει φθαρεί ή αλλοιωθεί, σε τέτοιο βαθμό που να είναι δυσχερής ο έλεγχός της και γ. αν έπαψαν να ισχύουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε ή ανανεώθηκε” (ΑΠ 958/2015, ΑΠ 1628/2013, ΑΠ 242/2011). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανανέωση της άδειας οδήγησης που έληξε, λόγω της συμπλήρωσης της ηλικίας των 65 ετών, δεν καλύπτει τον ενδιάμεσο χρόνο (από τη λήξη μέχρι την ανανέωση), κατά τον οποίο ο οδηγός, που στερείται της άδειας, προκάλεσε το τροχαίο ατύχημα (ΑΠ 474/2017, ΑΠ 911/2002, πρβλ. ΑΠ 1628/2013, ΑΠ 859/2013, ΑΠ 242/2011).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του Ν. 2496/1997 και 11 παρ. 1 του ΠΔ 237/1986, προκύπτει ότι μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ότι αποκλείεται η κάλυψη από τον πρώτο των ζημιών που προκαλούνται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός του κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν διέθετε την από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγούσε προβλεπόμενη άδεια οδήγησης. Η συνομολόγηση του όρου αυτού δεν απαλλάσσει τον ασφαλιστή της υποχρεώσεώς του να αποζημιώσει το ζημιωθέντα τρίτο, δίνει όμως σ’ αυτόν δικαίωμα αναγωγής κατά του ασφαλισμένου του και του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ήτοι παρέχει στον πρώτο το δικαίωμα να εναγάγει τα εν λόγω πρόσωπα και να ζητήσει ότι κατέβαλε στο ζημιωθέντα τρίτο, είτε με δικαστική απόφαση είτε με εξώδικο συμβιβασμό. Η αναγωγή αυτή μπορεί να ασκηθεί και με αυτοτελή αγωγή μετά την πληρωμή του τρίτου. Η συνομολόγηση του ανωτέρω όρου, που παρέχει στον ασφαλιστή δικαίωμα αναγωγής κατά του ασφαλισμένου του και του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, μπορεί να γίνει είτε με την ενσωμάτωση του όρου αυτού στη σύμβαση ασφάλισης, είτε με παραπομπή της σύμβασης ασφάλισης στους όρους του ΠΔ 237/1986, όπως ισχύει μετά το Ν. 3557/2007, με το άρθρο 4 του οποίου προστέθηκε στο εν λόγω ΠΔ άρθρο 6β, στην παράγραφο 1α’ του οποίου ορίζεται ότι αποκλείονται από την ασφάλιση ζημίες που προκαλούνται από οδηγό που στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί (ΑΠ 859/2013, ΑΠ 1011/2004, υπό το προϊσχύσαν του Ν. 3557/2007 δίκαιο, με παραπομπή στους όρους της τότε ισχύουσας Κ4/585/1978 Α.Υ.Ε.). Ωστόσο ο εν λόγω συμβατικός όρος εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη είναι ασαφής ως προς το πότε ο οδηγός θεωρείται ότι δεν έχει την από το νόμο προβλεπόμενη άδεια οδήγησης. Ερμηνευόμενος δε με βάση τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα μέρη απέβλεψαν στο να είναι κατά το χρόνο του ατυχήματος ο οδηγός ικανός για την οδήγηση του ασφαλιζομένου αυτοκινήτου, και όχι σε τυχόν τυπικές ελλείψεις της άδειας οδήγησης, όπως είναι η περίπτωση λήξης ισχύος της και η μη ανανέωσή της (ad hoc ΑΠ 958/2015, ΕφΠατρ 891/2007, ΕφΠατρ 555/2002).