Αριθμός 401/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αδικοπραξία. Παραγραφή. Αυτοκινητικό ατύχημα. Διετής παραγραφή αξιώσεων κατά ασφαλιστικής εταιρείας. Απρόβλεπτη επιδείνωση της υγείας του παθόντος. Άσκηση νέας αγωγής. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος απαίτηση αποζημίωσης για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, ενώ η παραγραφή της αντίστοιχης αξίωσης, έστω και αν αφορά μέλλουσα ζημία, που όμως είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι, κατ’ αρχήν, πενταετής και, εφόσον η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης αυτής είναι δυνατή, πράγμα που, εξαιρέσει σχετικού νομικού κωλύματος, πάντοτε συμβαίνει, η παραγραφή αυτή αρχίζει να τρέχει, για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της πρώτης επιζήμιας συνέπειας και του υπόχρεου προς αποζημίωση (ΑΠ 247/2019, ΑΠ 1158/2017), με εξαίρεση τις ζημίες που είναι από την αρχή απρόβλεπτες, όπως, στη συνέχεια, θα εκτεθεί. Ως γνώση της ζημίας νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας, χωρίς, ωστόσο, να είναι απαραίτητη η γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης (ΑΠ 750/2018, ΑΠ 674/2013, ΑΠ 666/2010).
– Κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 και 2 του N. 489/1976 “Περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης” (που κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 237/1986), όπως η παράγραφος 2 ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 7 του Ν. 3557/2007 (ΦΕΚ 100/Α/14-5-2007) – που ορίζει πλέον πενταετή παραγραφή – και εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση, ως εκ του χρόνου που έλαβε χώρα το επίδικο τροχαίο ατύχημα, “το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή” (παρ. 1) και “η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η εν λόγω διετής παραγραφή που έχει ως αφετηρία το γεγονός του ατυχήματος αρχίζει, αν ληφθεί υπόψη και το άρθρο 241 ΑΚ, από την επόμενη ημέρα του ατυχήματος. Μέσα στη διετία αυτή πρέπει να ολοκληρωθεί η άσκηση της αγωγής (ΚΠολΔ 215), δηλαδή κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου και επίδοση αυτής στον εναγόμενο. Αν η επίδοση γίνει μετά τη συμπλήρωση της διετίας, επιτρεπτά προτείνεται από τον εναγόμενο ασφαλιστή η ένσταση της διετούς παραγραφής. Για την έναρξη της διετούς αυτής παραγραφής δεν έχει σημασία αν και πότε λαμβάνει γνώση της ζημίας ο ζημιωθείς. Το άρθρο 937 ΑΚ δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, γιατί τούτο ισχύει στην αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ.2 του ΚΝ 489/1976, η οποία ρυθμίζει ειδικά την αξίωση αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή που ευθύνεται έναντι του παθόντος, όχι από αδικοπραξία αλλά από το νόμο, επικρατεί της γενικής διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ (ΑΠ 732/2019, ΑΠ 750/2018, ΑΠ 1158/2017). Η παραπάνω διετής παραγραφή, ως προς την αφετηρία της, καλύπτει όλες τις ζημίες που έχουν επέλθει, καθώς και τις προβλεπτές από την αρχή μέλλουσες ζημίες του παθόντος. Δεν εφαρμόζεται αν η ζημία είναι από την αρχή απρόβλεπτη, όπως τούτο μπορεί να συμβεί σε περίπτωση απρόβλεπτης, κατά τα ιατρικά δεδομένα, επιδείνωσης της υγείας του παθόντος. Σε περίπτωση απρόβλεπτης ζημίας, η νέα διετής παραγραφή αρχίζει από τότε που αντικειμενικά καθίσταται δυνατή η πρόβλεψη της νέας δυσμενούς εξέλιξης (ΑΠ 750/2018, ΑΠ 747/2018, ΑΠ 52/2018). Και στη διετή αυτή παραγραφή ισχύουν οι γενικές ρυθμίσεις του ΑΚ ως προς την αναστολή και διακοπή της παραγραφής κατά τις διατάξεις των άρθρων 255 επ. και 260 επ. του ΑΚ (ΑΠ 1158/2017, ΑΠ 33/2013, ΑΠ 1368/2010). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το προβλεπτό ή μη της μέλλουσας επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του παθόντος, επειδή προκύπτει από τις αποδείξεις (ή τα εκτιθέμενα στην αγωγή), ως εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 750/2018, ΑΠ 637/2017, ΑΠ 790/2015).
– Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 εδάφ. α’ ΑΚ (ήδη παρ.1 εδάφ. α’ , μετά την αντικατάσταση του άρθρου αυτού με το άρθρο 101 παρ.1 Ν. 4139/2013) και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, σε περίπτωση άσκησης αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται, αντίστοιχα, εκκρεμοδικία (ΑΠ 996/2014, ΑΠ 1993/2013, ΑΠ 323/2013). Επομένως, αν ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης προς αποκατάσταση ορισμένων από τις ζημίες που προκλήθηκαν από την αδικοπραξία, όπως π.χ. για διαφυγόντα κέρδη ορισμένης χρονικής περιόδου, μόνο οι ζημίες αυτές κατάγονται σε δικαστική κρίση και μόνο ως προς αυτές διακόπτεται η παραγραφή της αξίωσης. Εάν μεταγενέστερα ασκηθεί άλλη κύρια αγωγή, για καταβολή πρόσθετου ποσού αποζημίωσης ή διαφυγόντων κερδών για επόμενο χρονικό διάστημα, από λόγους, όμως, που μπορούσαν να προβλεφθούν εξαρχής, δεν ισχύει για την αξίωση αυτή η διακοπτική ενέργεια της πρώτης αγωγής, διότι η ζητούμενη με τη δεύτερη αγωγή πρόσθετη αποζημίωση είναι διαφορετική απαίτηση για άλλο μέρος της ζημίας του παθόντος, εκτός εκείνου που είχε καταχθεί στη δίκη με την πρώτη αγωγή. Έτσι, αν από το χρόνο γνώσης από τον παθόντα των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας παρήλθε πενταετία ή διετία από την επόμενη του ατυχήματος, αναφορικά με τον ασφαλιστή, η αξίωση αποζημίωσης που κατάγεται σε κρίση με τη δεύτερη αγωγή έχει υποκύψει στην παραγραφή. Όπως έχει προεκτεθεί, μόνο αν οι συνέπειες της αδικοπραξίας δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν, όταν καθορίστηκε το ποσό της αρχικής αποζημίωσης, η παραγραφή της με τη δεύτερη αγωγή ασκούμενης αξιώσεως αρχίζει να διανύεται από τότε που ο δικαιούχος αυτής αντιλήφθηκε τις νέες επιζήμιες συνέπειες της αδικοπραξίας και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ εκείνων και αυτής (ΑΠ 747/2018). Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδάφ. α’ ΑΚ, κατά την οποία “κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή”, αν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξίωσης για θετική ή αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται, κατ’ αρχήν, στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ (ή στη διετή του άρθρου 10 παρ.2 του Ν. 3557/2007), από την τελεσιδικία, ήτοι από το χρόνο δημοσίευσης της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης (ΑΠ 89/2002), αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης αποζημιώσεως για αποθετική ζημία, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου για τον οποίο επιδικάστηκε αποζημίωση. Και τούτο, διότι και το μέρος αυτό της αξίωσης, αν και δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 331 ΚΠολΔ) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία, για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος γενικά για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Η νέα, όμως, αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξίωσης που δεν έχει ήδη υποκύψει στη μέχρι την τελεσιδικία ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξίωσης δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατά το άρθρο 261 ΑΚ (ΟλΑΠ 24/2003, 38/1996, ΑΠ 732/2019, ΑΠ 274/2019, ΑΠ 52/2018).