ΑΡΙΘΜΟΣ 489/2020ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – Ιδιόγραφη διαθήκη. Ακυρότητα. – Κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 παρ. 1 εδ. α’ και β’ ΑΚ “Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος”. Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης ρητά ρυθμίζει το θέμα, μη αρκούμενος στη χρονολογία γενικά αλλά καθορίζοντας αυτή ειδικά, απαιτώντας ότι πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Από το συνδυασμό της ως άνω διάταξης, σκοπός της οποίας είναι η παροχή της δυνατότητας ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, της αληθούς βούλησής του και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της ιδιόγραφης διαθήκης όταν υπάρχουν και άλλες διαθήκες ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά, προς εκείνη του άρθρου 1718 ίδιου Κώδικα με την οποία ορίζεται ότι “Διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά”, συνάγεται ότι η ατελής ή ελλιπής ως προς ένα ή περισσότερα από τα αναγκαία στοιχεία της χρονολογίας ιδιόγραφης διαθήκης εξομοιώνεται προς την παντελώς ελλείπουσα και συνεπάγεται την ακυρότητα της διαθήκης, χωρίς τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, εκτός εάν το στοιχείο ή τα στοιχεία που λείπουν μπορεί να αναπληρωθούν επιτρεπτώς από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθεαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, τα οποία χρειάζεται να αποδειχθούν και λαμβάνονται υπόψη προς αποσαφήνιση εκείνων που είτε αναφέρονται ως προς την χρονολογία είτε συνάγονται από το κείμενο της διαθήκης (ΟλΑΠ7/2017, ΟλΑΠ 1234/1982, ΟλΑΠ 97/1979, ΑΠ 1051/2019, ΑΠ 1349/2014, ΑΠ 993/2012, ΑΠ 1811/2009, ΑΠ 107/2000).- Από την διάταξη του άρθρου 156 ΑΚ σε συνδυασμό προς τις περί ακυρότητας των δικαιοπραξιών διατάξεις των άρθρων 180 έως 183 ΑΚ, προκύπτει ότι, επί ακυρότητας δικαιοπραξίας, όπως είναι και η διαθήκη, που επέρχεται χωρίς ανάγκη να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση, αφού η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε, δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 156 ΑΚ, η οποία προβλέπει την απόσβεση του δικαιώματος προς ακύρωση, συνεπεία παραίτησης, και προϋποθέτει δικαιοπραξία που υπάρχει και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της μέχρι να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση. Εάν δε η τέτοια παραίτηση θεωρηθεί ως αναγνώριση της άκυρης διαθήκης δεν καθιστά έγκυρη την άκυρη διαθήκη, ώστε να αποκλείει, ως αποσβεσθείσα, την αγωγή περί αναγνώρισης της ακυρότητας, αλλά, εάν έχει γίνει μονομερώς, αποτελεί ενδεχομένως εξώδικη ομολογία του αναγνωρίζοντος, για την ανυπαρξία ελαττωμάτων που συνεπάγονται ακυρότητα. Στην περίπτωση όμως που η αναγνώριση αυτή έχει την έννοια της παραίτησης του νομιμοποιουμένου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του διαθέτη από τυχόν δικαίωμά του να προσβάλει την διαθήκη ως άκυρη ή και από το εξ αδιαθέτου κληρονομικό του δικαίωμα που θίγεται από αυτήν, είτε η παραίτηση αυτή γίνεται με σύμβαση είτε και μονομερώς, αφορά δε κληρονομιαία ακίνητα, απαιτείται μεταξύ των όρων της έγκυρης παραίτησης από απαλλοτριωτό δικαίωμα και η υποβολή της στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, διότι διαφορετικά θα ματαιωνόταν ο επιδιωκόμενος, από τον νομοθέτη (άρθρα 369, 1033, 1121, 1143, 1266, 166, 217 παρ.2, 1942 παρ.2 ΑΚ) με την επιβολή του τύπου σκοπός (ΑΠ 980/2010, ΑΠ 278/2010, ΑΠ 879/2002).