ΑΡΙΘΜΟΣ 672/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Επιταγή. Αγωγή κομιστή της επιταγής κατά των οπισθογράφων. Αλλοίωση του κειμένου της επιταγής. Συναίνεση του εκδότη της επιταγής για τη μεταβολή της χρονολογίας έκδοσης αυτής. Αντιπροσώπευση.
– Μεταξύ των ουσιωδών στοιχείων της επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 5960/1933, είναι και η χρονολογία έκδοσης αυτής. Η έλλειψή της καθιστά την επιταγή άκυρη. Κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του ίδιου νόμου, η επιταγή, πρέπει να εμφανίζεται για πληρωμή εντός προθεσμίας οκτώ ημερών, από τη χρονολογία έκδοσης, κατά, δε, το άρθρο 40 αυτού, ο κομιστής μπορεί να ασκήσει την αγωγή του κατά των οπισθογράφων, του εκδότη και των άλλων υπόχρεων, μόνον εάν η επιταγή, εμφανίστηκε εντός της ως άνω προθεσμίας στην πληρώτρια τράπεζα και δεν πληρώθηκε. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, σαφώς προκύπτει, ότι αν η επιταγή δεν εμφανιστεί για πληρωμή εντός οκτώ ημερών από της επομένης της εκδόσεώς της, ο κομιστής εκπίπτει από τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτή έναντι όλων των υπόχρεων, περιλαμβανομένου και του εκδότη.
– Όπως προκύπτει από το άρθρο 51 Ν. 5960/1933, με το οποίο ορίζεται, ότι “Εν περιπτώσει αλλοιώσεως του κειμένου της επιταγής οι μεταγενέστεροι της αλλοιώσεως ταύτης υπογραφείς υποχρεούνται εντός των όρων του αλλοιωθέντος κειμένου οι προγενέστεροι υπογραφείς υποχρεούνται εντός των όρων του αρχικού κειμένου”, στους προγενέστερους της αλλοίωσης του κειμένου της επιταγής υπογραφείς παρέχεται η ένσταση της αλλοίωσης του κειμένου, που ενεργεί εναντίον κάθε μεταγενέστερου της αλλοίωσης κομιστή και συνεπάγεται τον περιορισμό της ευθύνης του ενιστάμενου μέσα στα όρια του αρχικού κειμένου της επιταγής. Η μεταβολή της ημερομηνίας έκδοσης της επιταγής μετά την κυκλοφορία της και χωρίς τη συναίνεση των εξ αυτής υπόχρεων, ώστε να φέρεται εκδοθείσα σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου κατά τον οποίον πράγματι εκδόθηκε, έχει σαν αποτέλεσμα, εξ αιτίας της επιμηκύνσεως, λόγω της αλλοίωσης, του χρόνου εμφάνισής της, να διατηρείται φαινομενικά το κύρος της, ενώ πράγματι, εάν η επιταγή δεν εμφανίστηκε εντός της οκταήμερης προθεσμίας από την πραγματική χρονολογία της έκδοσής της, ο κομιστής έχει εκπέσει των εξ αυτής δικαιωμάτων του, ή θα είχε συμπληρωθεί η παραγραφή της από την επιταγή αξίωσης του κομιστή κατά των οφειλετών της. Η χωρίς τη συναίνεση αλλοίωση της χρονολογίας, συνιστά νόθευση. Η απόδειξη δε αυτής, επάγεται απόρριψη της σχετικής αγωγής, αφού δεν υπάρχει πράγματι αξίωση από την επιταγή (ΑΠ 1720/1998, ΑΠ 1528/1992). Ο εκδότης ή ο οπισθογράφος, προστατεύεται σ’ αυτή την περίπτωση με σχετική ένσταση, την οποία μπορεί να προβάλει με λόγο ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, η οποία, τυχόν, έχει εκδοθεί με βάση την επιταγή (ΑΠ 1567/2013, ΑΠ 687/2008). Η συναίνεση του εκδότη της επιταγής για τη μεταβολή της χρονολογίας έκδοσης αυτής, παρέχεται ρητά ή σιωπηρά. Ακόμη μπορεί και να τεκμαίρεται. Δεν είναι απαραίτητο να χορηγείται με έγγραφο. Δεν πρόκειται σ’ αυτή την περίπτωση της μεταβολής του στοιχείου αυτού, ομοιότητα με την περίπτωση που εκδίδεται επιταγή με αντιπρόσωπο. Στην τελευταία περίπτωση αναλαμβάνεται υποχρέωση από τον τίτλο και, όπως σαφώς συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2, 10 και 11 του Ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, κατά τις οποίες, για την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης από επιταγή απαιτείται έγγραφη δήλωση βουλήσεως επί του τίτλου αυτού, η οποία μπορεί να γίνει και με αντιπρόσωπο, η διάταξη του άρθρου 217 παρ. 2 ΑΚ, έχει εφαρμογή και επί των αξιογράφων, όπως είναι και η επιταγή και η πληρεξουσιότητα ανάληψης υποχρέωσης από αυτή, όσο και η, εκ των υστέρων, έγκριση της εκπροσώπησης του αντιπρόσωπου, πρέπει να είναι έγγραφη και να παρέχεται με πληρεξούσιο έγγραφο, τουλάχιστον ιδιωτικό, δηλαδή και με έγγραφο εκτός του εγγράφου του τίτλου της επιταγής (ΟλΑΠ 19/2003, ΑΠ 321/2009). Τούτο επιβάλλεται από τις αρχές της προστασίας των τρίτων και της ασφάλειας των συναλλαγών. Διαφορετικά, ο αντιπροσωπευόμενος δεν ευθύνεται ούτε απέναντι του καλής πίστεως τρίτου, αφού δεν υπήρξε βούλησή του να δεσμευθεί υπό τον αυστηρό τύπο του αξιογράφου της επιταγής, έτσι δε και ο καλόπιστος τρίτος παραμένει απροστάτευτος. Η κρίση ότι στην περίπτωση της συναίνεσης για αλλοίωση του στοιχείου της χρονολογίας της επιταγής, η συναίνεση μπορεί να παρέχεται και χωρίς σχετικό έγγραφο, ενισχύεται και από το ότι και για τη συμπλήρωση με συμφωνία ατελούς κατά την έκδοσή της επιταγής, δεν είναι αναγκαίο να χορηγείται έγγραφο για να είναι νόμιμη η συμπλήρωση της χρονολογίας που αφέθηκε ασυμπλήρωτη, αλλά η σχετική συμφωνία μπορεί να είναι ρητή, αλλά και σιωπηρή, ακόμη και να τεκμαίρεται (ΑΠ 544/2015, ΑΠ 1687/2013).