Διανομή από όργανα του Δήμου αντιγράφων τραπεζικής επιταγής με στοιχεία αστυνομικής ταυτότητας και ανάρτησή της στην ιστοσελίδα του Δήμου
Αστική Ευθύνη Δήμου για Παράνομη επεξεργασία (διάδοση) προσωπικών δεδομένων. Παραβίαση δικαιώματος πληροφοριακής αυτοδιάθεσης. Ηθική βλάβη.
ΔΠΑ 8325/2020, 28ο Τμήμα
Διανομή από όργανα του Δήμου αντιγράφων τραπεζικής επιταγής με τα στοιχεία της αστυνομικής ταυτότητας του ενάγοντος και ανάρτηση, μεταξύ άλλων, της εν λόγω επιταγής στην ιστοσελίδα του Δήμου.
Ως προσωπικά δεδομένα θεωρούνται όχι μόνο τα αναφερόμενα στην ιδιωτική ζωή του υποκειμένου, αλλά και τα προοριζόμενα για εξωτερίκευση στη δημόσια σφαίρα. Στην έννοια της επεξεργασίας υπάγεται και η συλλογή, κατοχή, καταχώριση σε κείμενο και περαιτέρω, η διαβίβαση, δημοσίευση ή με κάθε άλλο τρόπο διάθεση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που συνιστούν εργασίες χρήσης και διάδοσης αυτών. Εξάλλου, η εργασία που συνίσταται στην ανάρτηση, σε ιστοσελίδα του διαδικτύου, δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εμπίπτει επίσης στην έννοια της «επεξεργασίας» των δεδομένων αυτών (βλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2003, υπόθ. C-101/01 Lindqvist, σκέψεις 25-27, της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google, υπόθ. C-131/12, σκέψη 26, καθώς και της 14ης Φεβρουαρίου 2019, S. Buivids, υπόθ. C-345/17, σκέψη 37, πρβλ. ΣτΕ 1616/2012 7μ.). Προκειμένου τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, απαιτείται σε κάθε περίπτωση, ασυνδέτως δηλαδή προς συγκεκριμένο πρόσωπο, να συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2472/1997, που, μεταξύ άλλων, ορίζει ότι τα δεδομένα πρέπει να συλλέγονται και να υφίστανται επεξεργασία κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο, για σαφείς και νόμιμους σκοπούς (ΣτΕ 518/2018). Συνεπώς, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να προβλέπεται ειδικώς από διάταξη νόμου, σύμφωνη με το Σύνταγμα, άλλως η επεξεργασία είναι μη νόμιμη. Εφόσον δε, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2472/1997 (νόμιμη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων για σαφείς και νόμιμους σκοπούς), εξετάζεται περαιτέρω, αν συντρέχουν και οι προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 του ν. 2472/1997, κατά τις οποίες η επεξεργασία των δεδομένων επιτρέπεται κατ’ αρχήν μόνο εάν το υποκείμενο έχει δώσει τη συγκατάθεσή του, κατ’ εξαίρεση δε και χωρίς τη συναίνεση αυτού, όταν η επεξεργασία είτε είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του εκάστοτε υπευθύνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από τον νόμο, είτε είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημοσίου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα.
Τα όργανα του εναγομένου Δήμου δημοσιοποίησαν τόσο μέσω διανομής σε άγνωστο και μη δυνάμενο να προσδιορισθεί αριθμό ατόμων αντιγράφων της τραπεζικής επιταγής με τα στοιχεία της αστυνομικής ταυτότητας του ενάγοντος, όσο και μέσω ανάρτησης στην ιστοσελίδα του Δήμου, μεταξύ άλλων, του ως άνω εγγράφου (επιταγής) που περιείχε προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, χωρίς τέτοια μορφή επεξεργασίας να προβλέπεται από διάταξη νόμου για την επιδίωξη νόμιμου και θεμιτού σκοπού, αλλά και χωρίς τη συναίνεση του ενάγοντος. Από την πιο πάνω παράνομη συμπεριφορά ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην προσβολή της προσωπικότητάς του, αφού παραβιάστηκε το δικαίωμά του στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση, ενώ περαιτέρω, δημιουργήθηκε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ψυχική αναστάτωση και στεναχώρια ενόψει και των αυξημένων κινδύνων του διαδικτύου (καθολική και μη ελεγχόμενη πρόσβαση, απεριόριστη δυνατότητα συσχετισμού πληροφοριών, μεταφόρτωση πληροφοριών κ.λπ.).
Ακολούθως, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, τη βαρύτητα της πιο πάνω παράβασης, τις συνθήκες τέλεσής της, τη συμπεριφορά του εναγομένου και συγκεκριμένα, την αδιαφορία για διαγραφή της ανακοίνωσης από την ιστοσελίδα του, συνεκτιμώντας, όμως, και το γεγονός ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι επιβεβαιώθηκαν οι ανησυχίες του ενάγοντος για παράνομη χρησιμοποίηση των εν λόγω στοιχείων, ούτε ότι η ανωτέρω δημοσιοποίηση είχε αρνητικές συνέπειες στις συναλλαγές για τον ενάγοντα, το Δικαστήριο αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, εύλογο ποσό.
Εξάλλου, τα αιτήματα της κρινόμενης αγωγής να υποχρεωθεί το εναγόμενο να άρει την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος με τη διαγραφή από την ιστοσελίδα του, του ως άνω προσωπικού του δεδομένου, με την απειλή χρηματικής ποινής 50.000 ευρώ, καθώς και να απαγορευθεί στο εναγόμενο να χρησιμοποιεί, επεξεργαστεί και διαδώσει στο μέλλον τα στοιχεία της αστυνομικής του ταυτότητας και γενικά να απέχει στο μέλλον από παρόμοιες προσβλητικές πράξεις, με επιβολή για κάθε παράβαση χρηματικής ποινής 100.000 ευρώ, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα.
Και τούτο, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 71 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), αίτημα της αγωγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορεί να είναι μόνο η αναγνώριση ή καταψήφιση χρηματικού περιεχόμενου αξίωσης από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 7/2016, 616/2012 7μ., κ.ά.).