Πρόσθετη άδεια που χορηγείται δυνάμει συλλογικής σύμβασης εργασίας μετά τη νόμιμη άδεια μητρότητας – Μη παροχή δικαιώματος πρόσθετης άδειας στους άνδρες εργαζομένους
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 18-11-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι εθνική συλλογική σύμβαση μπορεί να προβλέπει πρόσθετη άδεια μητρότητας μόνον για τις μητέρες.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ΔΕΕ, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η πρόσθετη αυτή άδεια αποσκοπεί στην προστασία των εργαζόμενων γυναικών σε σχέση με τα επακόλουθα τόσο της εγκυμοσύνης όσο και της μητρότητας.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Syndicat CFTC du personnel de la Caisse primaire d’assurance maladie de la Moselle (συνδικαλιστική οργάνωση CFTC του προσωπικού του Πρωτοβάθμιου Ταμείου Ασφαλίσεως Υγείας του Διοικητικού Διαμερίσματος του Μοζέλα) στράφηκε κατά της αρνήσεως του Caisse primaire d’assurance maladie de Moselle (Πρωτοβάθμιου Ταμείου Ασφαλίσεως Υγείας του Διοικητικού Διαμερίσματος του Μοζέλα) να χορηγήσει στον πατέρα τέκνου την άδεια η οποία προβλέπεται για τις εργαζόμενες που ασχολούνται οι ίδιες με την ανατροφή του τέκνου τους από τη συλλογική σύμβαση εργασίας του προσωπικού των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Επιληφθέν αγωγής της συνδικαλιστικής οργάνωσης, το conseil des prud’hommes de Metz (δικαστήριο εργατικών διαφορών Μετς, Γαλλία) αναφέρθηκε σε μια απόφαση του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) με την οποία κρίθηκε ότι η επίμαχη άδεια αποτελεί πρόσθετη άδεια μητρότητας, η οποία χορηγείται μετά τη λήξη της νόμιμης άδειας μητρότητας και αποσκοπεί στην προστασία της ειδικής σχέσης μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της κατά τη διάρκεια της περιόδου που έπεται της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Υπό το πρίσμα της αποφάσεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει τη δυνατότητα να προβλέπεται μόνο για τις γυναίκες υπαλλήλους οι οποίες ασχολούνται οι ίδιες με την ανατροφή των τέκνων τους άδεια τριών μηνών με μειωμένες κατά το ήμισυ αποδοχές ή άδεια ενάμιση μήνα με πλήρεις αποδοχές και άδεια άνευ αποδοχών ενός έτους, μετά την άδεια μητρότητας.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο υπενθύμισε, καταρχάς, ότι η οδηγία 2006/54/ΕΚ[οδηγία για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης] απαγορεύει κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά τους όρους εργασίας και απασχόλησης.
Εντούτοις, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, μετά τη λήξη της νόμιμης άδειας μητρότητας, ένα κράτος μέλος μπορεί να χορηγήσει στη μητέρα του τέκνου πρόσθετη άδεια, οσάκις η άδεια αυτή την αφορά όχι υπό την ιδιότητά της ως γονέα, αλλά υπό το πρίσμα των επακόλουθων τόσο της εγκυμοσύνης όσο και της μητρότητας. Συγκεκριμένα, μια τέτοια πρόσθετη άδεια πρέπει να αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας της βιολογικής κατάστασης της γυναίκας, καθώς και της ειδικής σχέσης μεταξύ αυτής και του τέκνου της κατά την περίοδο μετά τον τοκετό.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι συλλογική σύμβαση η οποία αποκλείει από το πλεονέκτημα μιας τέτοιας πρόσθετης άδειας τον άνδρα εργαζόμενο ο οποίος ασχολείται ο ίδιος με την ανατροφή του τέκνου του εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών εργαζομένων και γυναικών εργαζομένων. Μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση είναι συμβατή με την οδηγία 2006/54/ΕΚ μόνον εφόσον αποσκοπεί στην προστασία της μητέρας σε σχέση με τα επακόλουθα τόσο της εγκυμοσύνης όσο και της μητρότητας, ήτοι εφόσον αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας της βιολογικής κατάστασης της γυναίκας, καθώς και της ειδικής σχέσης μεταξύ αυτής και του τέκνου της κατά την περίοδο μετά τον τοκετό. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που η συλλογική σύμβαση είχε εφαρμογή στις γυναίκες υπό την ιδιότητά τους ως γονέων και μόνον, η σχετική διάταξη θα εισήγαγε άμεση διάκριση εις βάρος των ανδρών εργαζομένων.
Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η άδεια που χορηγείται μετά τη λήξη της νόμιμης άδειας μητρότητας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέρος μιας άδειας μητρότητας με μεγαλύτερη και ευνοϊκότερη, για τις εργαζόμενες, διάρκεια σε σχέση με εκείνη της νόμιμης άδειας μητρότητας. Εντούτοις, η δυνατότητα θεσπίσεως άδειας χορηγούμενης αποκλειστικά στις μητέρες μετά τη λήξη της νόμιμης άδειας μητρότητας τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η άδεια αυτή αποσκοπεί στην προστασία των γυναικών. Κατά συνέπεια, το γεγονός και μόνον ότι μια άδεια ακολουθεί αμέσως μετά τη νόμιμη άδεια μητρότητας δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η άδεια αυτή μπορεί να προβλέπεται μόνο για τις εργαζόμενες οι οποίες ασχολούνται οι ίδιες με την ανατροφή του τέκνου τους.
Επιπροσθέτως, κατά το Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει συγκεκριμένα αν η προβλεπόμενη άδεια αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στην προστασία της μητέρας σε σχέση με τα επακόλουθα τόσο της εγκυμοσύνης όσο και της μητρότητας.
Τέλος, το Δικαστήριο τόνισε ότι η διάρκεια της άδειας την οποία προβλέπει η συλλογική σύμβαση είναι δυνατόν να ποικίλλει σημαντικά, καθώς κυμαίνεται από ενάμιση μήνα μέχρι δύο έτη και τρεις μήνες. Επομένως, η διάρκεια αυτή μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη διάρκεια της νόμιμης άδειας μητρότητας δεκαέξι εβδομάδων η οποία προβλέπεται από τον εργατικό κώδικα, η δε άδεια αυτή, οσάκις λαμβάνεται για ένα ή δύο έτη, είναι «άνευ αποδοχών», γεγονός το οποίο δεν φαίνεται να διασφαλίζει τη διατήρηση αμοιβής και/ή την καταβολή κατάλληλου επιδόματος για τις εργαζόμενες γυναίκες, προϋπόθεση την οποία θέτει η οδηγία 92/85/ΕΟΚ [οδηγία σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων].
Το Δικαστήριο κατέληξε, βάσει των ανωτέρω, ότι η οδηγία 2006/54/ΕΚ δεν αντιτίθεται σε διάταξη εθνικής συλλογικής συμβάσεως η οποία προβλέπει μόνο για τις γυναίκες εργαζόμενες που ασχολούνται οι ίδιες με την ανατροφή του τέκνου τους το δικαίωμα σε άδεια μετά τη λήξη της νόμιμης άδειας μητρότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόσθετη αυτή άδεια αποσκοπεί στην προστασία των γυναικών εργαζομένων σε σχέση με τα επακόλουθα τόσο της εγκυμοσύνης όσο και της μητρότητας, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως του δικαιώματος στην εν λόγω άδεια, τις λεπτομέρειες χορηγήσεως και τη διάρκεια αυτής, καθώς και το επίπεδο έννομης προστασίας που παρέχεται στο πλαίσιο της εν λόγω άδειας
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA.