Αυτό αποφάσισε το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, δικαιώνοντας τους μη συμπεριληφθέντες συμβασιούχους εργαζόμενους της Υπηρεσίας Ασύλου για την μη ανανέωση των συμβάσεων τους όπως στους υπόλοιπους εργαζόμενους οι συμβάσεις των οποίων ανανεώθηκαν μέχρι τον Απρίλιο του 2021, λόγω των αυξημένων προσφυγικών ροών.
Την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της ισότητας, παραβίασε το δημόσιο ως εργοδότης με το να μην παρατείνει συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου κάποιων μόνο εργαζομένων από όσους προσλήφθηκαν κατόπιν συμμετοχής τους σε προκηρύξεις εποπτευόμενες από το Α.Σ.Ε.Π., ενώ παράτεινε τις ίδιες συμβάσεις άλλων εργαζομένων.
Αυτό αποφάσισε το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, δικαιώνοντας τους μη συμπεριληφθέντες συμβασιούχους εργαζόμενους της Υπηρεσίας Ασύλου για την μη ανανέωση των συμβάσεων τους όπως στους υπόλοιπους εργαζόμενους οι συμβάσεις των οποίων ανανεώθηκαν μέχρι τον Απρίλιο του 2021, λόγω των αυξημένων προσφυγικών ροών.
Και τούτο μάλιστα – κατά την απόφαση- ” χωρίς να συντρέχει σοβαρός κατ’ αντικειμενική κρίση λόγος για τη μη συμπερίληψή τους στη παράταση και παρά το γεγονός ότι, και στη δική τους περίπτωση συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του κανόνα περί παράτασης”.
Σύμφωνα με το epoli.gr που αποκάλυψε την σημαντική αυτή απόφαση όλοι οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί κατόπιν επιτυχούς συμμετοχής τους σε μια σειρά προκηρύξεων της Υπηρεσίας Ασύλου με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Όλες οι προκηρύξεις διέπονταν από το άρθρο 21 του ν. 2190/1994 και εποπτεύονταν από το Α.Σ.Ε.Π.
Παράταση λόγω των αυξημένων προσφυγικών ροών
Σύμφωνα με την τελευταία κατά σειρά προκήρυξη, η εργασία τους θα αφορούσε στην υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενου προγράμματος και σε αυτή προβλεπόταν όρος ότι, οι συμβάσεις εργασίας της δικής τους κατηγορίας συνάπτονταν για 12 μήνες, με δυνατότητα παράτασης για άλλους 12 μήνες. Πράγματι, από 4.5.2017, οπότε και είχε μόλις λήξει η αρχική σύμβαση, άρχισαν οι συνεχόμενες παρατάσεις μέχρι το 2020, σε συμμόρφωση πάντα με τις αντίστοιχες αποφάσεις του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής που εκδόθηκαν προς τούτο.
Αν και επιτυχόντες εξαιρέθηκαν
Ωστόσο, στο πλαίσιο της αλληλουχίας αυτής των παρατάσεων, εκδόθηκε και η υπ’ αριθμ. 7943/21.04.2020 απόφαση του Υπουργού με την οποία αποφασίστηκε η παράταση πρόσληψης υπαλλήλων με σύμβαση ορισμένου χρόνου για την υλοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία παράταση θα διαρκέσει ως τις 30.04.2021 και δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, λόγω των αυξημένων προσφυγικών ροών.
Πλην όμως από την συγκεκριμένη παράταση εξαιρέθηκαν μερικοί μόνο εργαζόμενοι συμβασιούχοι, οι οποίοι είχαν όλοι κριθεί επιτυχόντες και παρ’ όλα αυτά δεν ανανεώθηκαν οι συμβάσεις τους.
Οι μη συμπεριληφθέντες στην παράταση άσκησαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έχοντας ως κύρια βάση ότι πληρώθηκε η αναβλητική αίρεση -ρητά θεσπισθείσα- περί παράτασης ή ανανέωσης των συμβάσεων σε περίπτωση παράτασης ή έγκρισης του προγράμματος «Ενίσχυση της Υπηρεσίας Ασύλου» και ως επικουρική βάση την παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της ισότητας και την προσβολή της προσωπικότητάς τους, ενώ με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζήτησαν επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση λόγω οικονομικής τους ανάγκης, να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο στη προσωρινή αποδοχή των υπηρεσιών τους στις θέσεις εργασίας που κατείχαν, μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας αγωγής.
Συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις παράτασης
Σύμφωνα πάντα με το “epoli.gr“, το Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμη την κύρια βάση, καθόσον προβλεπόταν μόνο η δυνατότητα εκ νέου παράτασης, διατύπωση από την οποία συνάγεται η διακριτική ευχέρεια του καθ’ ου – εργοδότη για την παράταση και όχι η αυτοδίκαιη παράταση. Εντούτοις, δέχθηκε το επικουρικό σκέλος, καθώς θεώρησε ότι το Ελληνικό Δημόσιο παραβίασε πράγματι τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της ισότητας, προσβάλλοντας και την προσωπικότητά τους, χωρίς να συντρέχει σοβαρός αντικειμενικός λόγος για τον αποκλεισμό τους από την παράταση, ενώ ταυτόχρονα συνέτρεχαν και στην περίπτωσή τους όλες οι προϋποθέσεις του κανόνα περί παράτασης. Επομένως, η διαφοροποίηση στην οποία τους υπέβαλε εν προκειμένω το Δημόσιο ήταν απολύτως αυθαίρετη και δεν υπηρετεί τον επιδιωκόμενο με την παροχή εργασίας, δεδομένου του ότι η παροχή εργασίας των εργαζομένων ήταν απολύτως αναγκαία στις υπηρεσίες τους.