Την άνιση κατανομή των οικονομικών επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού υπογραμμίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), σε νέα έκθεση για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.
«Η πανδημία και η οικονομική ύφεση έχουν άνισες επιδράσεις, οι οποίες συνήθως εντείνονται από τις προϋπάρχουσες ανισότητες» σημειώνει μεταξύ άλλων. Για παράδειγμα, οι χαμηλού ή μέσου επιπέδου εξειδίκευσης εργαζόμενοι έχουν επηρεαστεί περισσότερο από την αύξηση της ανεργίας σε σχέση με τους υψηλού επιπέδου εξειδίκευσης εργαζόμενους.
Ως αποτέλεσμα, διαπιστώνεται ότι η κρίση έχει ιδιαίτερο αποτύπωμα στα φτωχά κοινωνικά στρώματα, τα μέλη των οποίων συνήθως διαθέτουν χαμηλά αμειβόμενες δουλειές. Την ίδια ώρα, τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού απασχολούνται σε υψηλότερο επίπεδο σε μη επίσημους κλάδους, όπου οι σχέσεις εργασίας είναι πιο εύθραυστες και χαλαρές.
Δυσανάλογες επιπτώσεις από την κρίση καταγράφονται και στην κοινωνική ομάδα των γυναικών, κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στη σημαντική μείωση του μεριδίου τους στη συνολική απασχόληση αρκετών οικονομιών. Το συγκεκριμένο φαινόμενο αποδίδεται , σύμφωνα με το ΔΝΤ, αφενός στις λιγότερες ευκαιρίες για εργασίες, αφετέρου στις παραδοσιακές οικογενειακές ευθύνες που συνοδεύουν τον κοινωνικό ρόλο μίας γυναίκας.
Ομοίως, το ποσοστό των νέων στους δείκτες ανεργίας έχει σημειώσει αξιοσημείωτη διόγκωση το τελευταίο διάστημα, γεγονός το οποίο συμβάλλει στην απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου και στην απώλεια ενός μόνιμου εισοδήματος.
Η μεγαλύτερη αύξηση χρέους από τον Β’ Π.Π.
Το ΔΝΤ δεν παραλείπει, στη συνέχεια, να αναφερθεί και στο δημόσιο χρέος, το οποίο από την αρχή της υγειονομικής κρίσης έχει παρουσιάσει αλματώδη άνοδο, χάρη στις αυξημένες δημοσιονομικές ανάγκες των κρατών για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αναπτυγμένες οικονομίες των G20 το δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019, αντανακλώντας την υψηλότερη αύξηση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πέραν των αυξημένων δημοσιονομικών δαπανών, η διόγκωση των χρεών οφείλεται και στη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία επιδεινώνει την αναλογία χρέους/ΑΕΠ.
Όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες των G20, η μέση αύξηση του χρέος εκτιμάται πέριξ του 10% του ΑΕΠ. Ωστόσο, πέραν των δημοσιονομικών προβλημάτων, τα συγκεκριμένα κράτη είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσουν και μία άλλη κρίση, τη νομισματική, με την αξία των εγχώριων νομισημάτων να υποχωρεί με δραματικούς ρυθμούς.