Πηγή: Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών
ΔΠΑ 681/2020, 13ο Τμήμα
Επιβολή περιβαλλοντικού προστίμου λόγω παράβασης της ισχύουσας περιβαλλοντικής νομοθεσίας και της Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (Α.Ε.Π.Ο.) που διείπε τη λειτουργία της προσφεύγουσας εταιρείας.
Η πάροδος 38 μηνών από την ακρόαση της προσφεύγουσας μέχρι την έκδοση της πράξης επιβολής προστίμου δεν υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, ενόψει της πολυπλοκότητας της υπόθεσης· άλλωστε για τον προσδιορισμό των ακραίων ευλόγων ορίων του άρθρου 6 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, συνεκτιμάται ότι με την τήρηση της διαδικασίας ακροάσεως το ελεγχόμενο πρόσωπο γνωρίζει ότι η υπόθεσή του βρίσκεται σε στάδιο διερεύνησης και, συνεπώς, δεν υφίσταται, καταρχήν, κίνδυνος αιφνιδιασμού του από τη λήψη του εις βάρος του δυσμενούς μέτρου. Σε κάθε περίπτωση, η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται ότι η πάροδος του ως άνω χρονικού διαστήματος είχε ως συνέπεια να δυσχερανθεί στην άσκηση των δικαιωμάτων άμυνάς της.
Στις διατάξεις των άρθρων 30 του ν. 1650/1986 και 9 του ν. 2947/2001 δεν προβλέπεται ειδικός τρόπος επίδοσης της κλήσης σε απολογία. Επομένως, αρκεί για τη νομιμότητα της επίδοσης, αυτή να γίνει με κάθε πρόσφορο μέσο· τέτοιο δε πρόσφορο μέσο αποτελεί η συστημένη επιστολή. Ανεξαρτήτως του αν συνιστά πλημμέλεια της κοινοποίησης της κλήσης σε απολογία μέσω συστημένης επιστολής η μη τήρηση αποδεικτικού επίδοσης, πάντως αυτή καλύπτεται με την ανεπιφύλακτη υποβολή απολογητικού υπομνήματος.
Όταν δεν έχει εκκινήσει η ποινική διαδικασία για την ίδια παράβαση, δεν τίθεται ζήτημα δέσμευσης του δικαστηρίου από απόφαση ποινικού δικαστηρίου κατ’ εφαρμογή της αρχής ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας.
Στο άρθρο 30 του ν. 1650/1986 δεν καθιερώνεται σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού του επιβαλλόμενου προστίμου, αντιθέτως η αρμόδια αρχή προσδιορίζει το ύψος του προστίμου κατ’ ενάσκηση εξουσίας επιμέτρησης.
Ο αριθμός της εντολής ελέγχου και ο αριθμός της απόφασης συγκρότησης του Κλιμακίου ελέγχου της Ε.Υ.Ε.Π., δεν απαιτούνται ούτε από το νόμο ούτε από γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ως τυπικά στοιχεία της πράξης επιβολής προστίμου ή της σχετικής εκθέσεως ελέγχου.
Αλυσιτελώς προβάλλεται ότι από τις επίδικες περιβαλλοντικές παραβάσεις δεν προκλήθηκε ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος, διότι για την επιβολή του προβλεπόμενου στη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 1650/1986 προστίμου, αρκεί να διαπιστωθεί παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού ή των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενων κανονιστικών αποφάσεων ή η παραβίαση της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων που έχουν τεθεί για την αντιμετώπιση της ρύπανσης ή της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, χωρίς να απαιτείται να έχει ήδη επέλθει βλάβη σ’ αυτό.
Οι περιβαλλοντικοί όροι δεν αποτελούν κατευθυντήριες απλώς οδηγίες, ως εκ τούτου, η τήρησή τους δεν εναπόκειται στην ευχέρεια του φορέα εκμετάλλευσης της δραστηριότητας και στην υποκειμενική του εκτίμηση σχετικά με τη σκοπιμότητά τους.
Το ύψος των επιβληθέντων περιβαλλοντικών προστίμων παρίσταται προσήκον και εύλογο ενόψει του είδους, της φύσης και της βαρύτητας των παραβάσεων, του σκοπού που εξυπηρετείται από την επιβολή τους, του εύρους του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί με βάση το ισχύον νομοθετικό καθεστώς και του γεγονότος ότι απέχουν πολύ από το ανώτατο όριο του δυνάμενου να επιβληθεί προστίμου.