Δικαστήριο ΕΕ: Τέτοια νομοθεσία για την εμπορία κανναβιδιόλης (CBD) είναι ασύμβατη με το δίκαιο ΕΕ, όταν αυτή εκχυλίζεται από το σύνολο του φυτού της κάνναβης και όχι μόνο από τις ίνες και τους σπόρους του
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 19-11-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να απαγορεύσει την εμπορία της νομίμως παραγόμενης σε άλλο κράτος μέλος κανναβιδιόλης (CBD) όταν αυτή εκχυλίζεται από το σύνολο του φυτού cannabis sativa και όχι μόνον από τις ίνες και τους σπόρους του.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η εν λόγω απαγόρευση μπορεί να δικαιολογηθεί από σκοπό προστασίας της δημόσιας υγείας, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.
Ιστορικό της υπόθεσης
Οι B S και C A είναι τα πρώην διευθυντικά στελέχη εταιρίας έχουσας ως αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία και τη διανομή ηλεκτρονικού τσιγάρου με έλαιο κανναβιδιόλης (ή CBD), μορίου το οποίο υπάρχει στην κάνναβη (ή cannabis sativa) και ανήκει στην οικογένεια των κανναβινοειδών. Εν προκειμένω, η CBD παραγόταν στην Τσεχική Δημοκρατία από φυτά κάνναβης καλλιεργούμενα νομίμως και χρησιμοποιούμενα στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων των φύλλων και των ανθέων τους. Στη συνέχεια, η εν λόγω CBD εισαγόταν στη Γαλλία, όπου γεμίζονταν με αυτήν φυσίγγια ηλεκτρονικών τσιγάρων.
Κατά των B S και C A κινήθηκε ποινική διαδικασία, διότι, βάσει της γαλλικής κανονιστικής ρύθμισης1, μόνον οι ίνες και οι σπόροι της κάνναβης μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικής χρήσης. Μετά την καταδίκη τους από το tribunal correctionnel de Marseille (πλημμελειοδικείο Μασσαλίας) σε 18 και 15 μήνες φυλάκισης με αναστολή, καθώς και σε χρηματική ποινή ύψους 10.000 ευρώ, οι B S και C A άσκησαν έφεση ενώπιον του cour d’appel d’Aix-en-Provence (εφετείου Aix-en-Provence, Γαλλία). Στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης η γαλλική κανονιστική ρύθμιση, η οποία απαγορεύει την εμπορία της νομίμως παραγόμενης σε άλλο κράτος μέλος CBD, όταν αυτή εκχυλίζεται από το σύνολο του φυτού cannabis sativa και όχι μόνον από τις ίνες και τους σπόρους του.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (ήτοι τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ), αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση.
Κατά πρώτον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με το δίκαιο που έχει εφαρμογή στην περίπτωση της υπό κρίση υπόθεσης.
Συναφώς, το Δικαστήριο απέρριψε την εφαρμογή των σχετικών με την κοινή γεωργική πολιτική κανονισμών [τον κανονισμό (ΕΕ) 1307/2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της Κοινής γεωργικής πολιτικής, καθώς και τον κανονισμό (ΕΕ) 1308/2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων]. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω πράξεις του παράγωγου δικαίου εφαρμόζονται μόνο στα «γεωργικά προϊόντα» που διαλαμβάνονται στο παράρτημα Ι των Συνθηκών. Η CBD, όμως, η οποία εκχυλίζεται από το σύνολο του φυτού cannabis sativa δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γεωργικό προϊόν, σε αντίθεση, παραδείγματος χάριν, με την ακατέργαστη κάνναβη. Επομένως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών αυτών.
Αντιθέτως, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Ένωσης (άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ), δεδομένου ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης CBD δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ναρκωτικό». Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο υπενθύμισε καταρχάς ότι τα πρόσωπα που εμπορεύονται ναρκωτικά δεν δύνανται να επικαλεστούν την εφαρμογή των ελευθεριών κυκλοφορίας, καθώς η εμπορία ναρκωτικών απαγορεύεται εντός όλων των κρατών μελών, με εξαίρεση την αυστηρώς ελεγχόμενη εμπορία προς χρήση για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς.
Ακολούθως, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, για τον ορισμό της έννοιας του «ναρκωτικού», το δίκαιο της Ένωσης παραπέμπει2 σε δύο συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών: τη Σύμβαση για τις ψυχοτρόπους ουσίες [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1019, αριθ. 14956] και την Ενιαία Σύμβαση για τα ναρκωτικά [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 520, αριθ. 7515]. Η CBD, όμως, δεν μνημονεύεται στην πρώτη και, μολονότι είναι αληθές ότι, βάσει της γραμματικής ερμηνείας της δεύτερης, η CBD θα μπορούσε να καταταγεί ως ναρκωτικό, καθόσον συνιστά εκχύλισμα κάνναβης, εντούτοις η ερμηνεία αυτή θα ήταν αντίθετη προς το γενικό πνεύμα της εν λόγω Σύμβασης και προς τον σκοπό της περί προστασίας της «σωματικής και ψυχικής υγείας της ανθρωπότητας». Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις τρέχουσες επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, η επίμαχη CBD δεν έχει ψυχοτρόπο επίδραση ούτε επιβλαβή επίδραση στην ανθρώπινη υγεία, σε αντίθεση με την τετραϋδροκανναβινόλη (κοινώς αποκαλούμενη THC), ένα άλλο κανναβινοειδές της κάνναβης.
Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση εμπορίας της CBD συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς κατά την εισαγωγή, το οποίο απαγορεύεται από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο διευκρινίζει, ωστόσο, ότι η ρύθμιση αυτή μπορεί να δικαιολογείται από έναν από τους λόγους γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ, όπως είναι ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας τον οποίο επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση είναι ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη του εν λόγω σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο. Η τελευταία αυτή εκτίμηση εναπόκειται μεν στο εθνικό δικαστήριο, πλην όμως το Δικαστήριο παρέχει δύο σχετικά στοιχεία. Αφενός, επισημαίνει ότι, όπως φαίνεται, η απαγόρευση εμπορίας δεν θα έθιγε τη συνθετική CBD, η οποία φέρεται να έχει τις ίδιες ιδιότητες με την επίμαχη CBD και η οποία θα μπορούσε, επομένως, να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο της τελευταίας. Εάν η περίσταση αυτή αποδειχθεί, μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι η γαλλική κανονιστική ρύθμιση δεν είναι ικανή να επιτύχει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας. Αφετέρου, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η Γαλλία δεν υποχρεούται, βεβαίως, να αποδείξει ότι η επικινδυνότητα της CBD είναι πανομοιότυπη με εκείνη ορισμένων ναρκωτικών. εξίσου επικίνδυνη με ορισμένα ναρκωτικά. Ωστόσο, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο προβαλλόμενος πραγματικός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία δεν στηρίζεται σε αμιγώς υποθετικές εκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση εμπορίας της CBD, η οποία αποτελεί, εξάλλου, το πλέον περιοριστικό εμπόδιο στο εμπόριο των προϊόντων έχουν παραχθεί και τεθεί νομίμως σε κυκλοφορία νομίμως σε άλλα κράτη μέλη, μπορεί να επιβληθεί μόνον αν ο κίνδυνος αυτός αποδεικνύεται επαρκώς.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
- 1.Απόφαση της 22ας Αυγούστου 1990, περί εφαρμογής του άρθρου R. 5132-86 του κώδικα δημόσιας υγείας για την κάνναβη (JORF της 4ης Οκτωβρίου 1990, σ. 12041), όπως ερμηνεύθηκε με την εγκύκλιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης αριθ. 2018/F/0069/FD 2, της 23ης Ιουλίου 2018, με αντικείμενο το νομικό καθεστώς που ισχύει για τα καταστήματα τα οποία διαθέτουν προς πώληση στο κοινό προϊόντα προερχόμενα από την κάνναβη (coffee shops)
- 2.Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της απόφασης-πλαισίου 2004/757/ΔΕΥ, για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών.