Οι εισαγγελείς διαφωνούν θεωρώντας – προφανώς – πως η νέα διάταξη που καταργεί τον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα της δίωξης ουσιαστικά οδηγεί στο αρχείο ως ανέγκλητες σοβαρές υποθέσεις.
Ηχηρή – θεσμική- παρέμβαση στην υπό κρίση υπόθεση ενώπιον του Αρείου Πάγου σχετικά με τη συνταγματικότητα της πρόσφατης διάταξης που καθορίζει με νέο τρόπο την διαδικασία δίωξης κατά τραπεζικών στελεχών, μετά τη νομική διχογνωμία που παρατηρήθηκε, πραγματοποιεί η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος , με ένα πακέτο προτάσεων που απέστειλε στην Επιτροπή Παρακολούθησης Κωδίκων, του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ως γνωστόν το Ανώτατο Δικαστήριο θα δικάσει την υπόθεση στο αρμόδιο Ποινικό Τμήμα μετά την αναίρεση που ασκήθηκε από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Παπαγεωργίου κατά βουλεύματος που εκδόθηκε για εκκρεμή ποινική υπόθεση από δικαστικό συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Η αναίρεση αφορά τον νόμο 4637/19 βάση του οποίου:
-Για τη δίωξη των τραπεζικών στελεχών απαιτείται έγκληση που θα υποβάλλουν, όταν το κρίνουν, τα πιστωτικά ιδρύματα. Παύει δηλαδή την αυτεπάγγελτη δίωξη από εισαγγελέα.
-Το αδίκημα της απιστίας για τα στελέχη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από κακούργημα στο εξής θα διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος.
Διαφωνούν
Οι εισαγγελείς διαφωνούν όμως θεωρώντας – προφανώς- πως η νέα διάταξη που καταργεί τον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα της δίωξης ουσιαστικά οδηγεί στο αρχείο ως ανέγκλητες σοβαρές υποθέσεις. Θεωρούν δε πως η προθεσμία εντός 3μήνου να υποβληθεί μήνυση από τον παθόντα ( δημόσιο, τραπεζικά ιδρύματα κλπ) είναι προβληματική ως «ασφυκτική». Υπογραμμίζουν πως το αυτεπάγγελτο πρέπει να επανέλθει κυρίως όταν παθών είναι το δημόσιο. Ενδεικτικά αναφέρουν στις παρατηρήσεις τους για το άρθρο 405 ΠΚ :
«Προβλέπεται κατ’ έγκληση δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 390 παρ.1 εδ. α, 386 παρ.1 και 386Α παρ. 1 ΠΚ. Να επανέλθει η αυτεπάγγελτη δίωξη ειδικά σε περιπτώσεις με παθόντα το δημόσιο. Η κατ’ έγκληση δίωξη δημιουργεί θέματα λόγω της ασφυκτικής 3μηνης προθεσμίας και στην νομιμοποίηση παθόντων νομικών προσώπων ή δημοσίου και στην κατ’ εξακολούθηση τέλεση με το 98 παρ.2-1 ΠΚ όταν υπάρχουν πολλοί παθόντες».
Υποθέσεις
Χαρακτηριστική υπόθεση που τίθεται επι τάπητος είναι π.χ αυτή του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, όπου το δικαστήριο έπαυσε τη δίωξη για τραπεζικά στελέχη για το αδίκημα της απιστίας, απόφαση η οποία αναμένεται μόλις καθαρογραφεί να απασχολήσει και αυτή την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου
Πάντως τα δικαστικά συμβούλια Πλημμελειοδικών ήδη έχουν εκδώσει αντίθετες αποφάσεις με τρία βουλεύματα να έχουν παύσει τη δίωξη κρίνοντας τον νόμο συνταγματικό και άλλα τρία έχουν κρίνει το αντίθετο, δηλαδή έχουν κρίνει τον νόμο αντισυνταγματικό.
Οι προτάσεις των εισαγγελέων
Η Ενωση αναφέρει:
Προς: Τον Πρόεδρο τα Μέλη της Διαρκούς Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής με αντικείμενο τη διαρκή παρακολούθηση του τρόπου εφαρμογής των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Προτεινόμενες Τροποποιήσεις του Π.Κ.
Άρθρο 57 ΠΚ :
Προτείνεται η επαναφορά της διάταξης του καταργούμενου άρθρου 57 ΠΚ, με τον απευθείας ορισμό της χρηματικής ποινής σε ευρώ χωρίς την αναφορά ημερήσιων μονάδων και επανυπολογισμού, διότι η ισχύουσα ρύθμιση επιβραδύνει την έκδοση των αποφάσεων των δικαστηρίων και της εκτέλεσης σχετικά με τον υπολογισμό μονάδων και ευρώ.
Άρθρο 85 παρ.1 στοιχ. δ ΠΚ :
Προτείνεται να αναδιατυπωθεί το στοιχείο δ’ της παραγράφου 1 και να οριστεί ότι : «αντί για τη μειωμένη ποινή της φυλάκισης μπορεί να επιβληθεί παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή» , ώστε να καταστεί σαφές ότι μπορεί να επιβληθεί και ποινή φυλάκισης .
Άρθρο 99 παρ. 1 ΠΚ:
Προτείνεται να αναδιατυπωθεί και να οριστεί ειδικότερα ότι ο χρόνος αναστολής αρχίζει μόλις γίνει εκτελεστή η απόφαση.
Άρθρο 101 ΠΚ :
Ο προβληματισμός που δημιουργείται είναι για το ποια είναι η συνολική ποινή άνω των 3ετών που απαιτείται κατά την γραμματική διατύπωση του ως άνω άρθρου για την ανάκληση της χορηγηθείσας αναστολής.
Με δεδομένο ότι η ανασταλείσα ποινή δεν δύναται να ενταχθεί σε συνολική ποινή κατ΄εφαρμογή των άρθρων 97 ΠΚ και 551 ΚΠΔ πριν την αυτοδίκαιη ανάκληση της αναστολής
Η διάταξη του προγενέστερου ΠΚ προέβλεπε και ορθά τον εκ των υστέρων καθορισμό συνολικής ποινής 94 ΠΚ 551 ΚΠΔ . «..Η ποινή που είχε ανασταλεί εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1..», εδώ έχουμε να κάνουμε με σχήμα πρωθύστερο και νομοθετική παραδρομή την οποία καλούμαστε να ερμηνεύσουμε.
Προτείνεται η ακόλουθη διατύπωση του άρθρου 101 του νέου ΠΚ: «Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη καταδίκη που απαγγέλθηκε με μία μόνη ή περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές τους υπερβαίνουν αθροιστικά τα 3 έτη για πράξη που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε ποτέ εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος για το οποίο απαγγέλθηκε η νέα καταδίκη».
Άρθρο 108 ΠΚ :
Προτείνεται να προστεθεί εδάφιο Γ’ ,στο οποίο να ορίζονται τα κάτωθι :
«Σε περίπτωση που χορηγήθηκε απόλυση για ποινή ισόβιας κάθειρξης το εκτιόμενο αθροιστικά υπόλοιπο αυτής ορίζεται σε πρόσκαιρη κάθειρξη δέκα ετών ( όσο ο χρόνος δοκιμασίας του άρθρου 109 ΠΚ).
Άρθρο 109 εδ. α ΠΚ :
Προτείνεται στην φράση « Αν από την απόλυση περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής το οποίο υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη, ή αν περάσουν τρία έτη χωρίς να γίνει ανάκληση ή άρση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε» να απαλειφθεί « ή άρση» , τούτο δε διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 108 η άρση της απόλυσης με όρο επέρχεται αν εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα με δόλο και του επιβληθεί ΟΠΟΤΕΔΗΠΟΤΕ (άρα όχι εντός του χρόνου δοκιμασίας) ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΑ ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από ένα έτος, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 109 αν δεν γίνει άρση εντός του χρόνου δοκιμασίας η ποινή θεωρείται ότι εκτέθηκε. Στην πράξη είναι σχεδόν αδύνατο να επέλθει αμετάκλητη καταδίκη εντός του χρόνου δοκιμασίας για έγκλημα που τελέσθηκε εντός του χρόνου αυτού , ιδίως αν το έγκλημα αυτό τελέστηκε σε χρόνο εγγίζοντα τη λήξη του χρόνου δοκιμασίας.
Άρθρο 127 ΠΚ :
Προτείνεταιγια τους ανήλικους δράστες να παρασχεθεί η δυνατότητα περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων σε όσους από τους ανήλικους συμπλήρωσαν το 15 έτος , εφόσον η πράξη τους , αν την τελούσε ενήλικος , θα ήταν κακούργημα και στρέφεται ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (προσθήκη στην ίδια διάταξη και των εγκλημάτων κατά ιδιοκτησίας σε συνδυασμό με το 374 περ. δ΄ « κλοπές που τελέστηκαν από δυο ή περισσότερους που είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών» ) .
Προτείνεται ακόμη στο άρθρο 133 περ. α ΠΚ να γίνει πρόβλεψη για το πως απολύονται με όρο οι νεαροί ενήλικες των οποίων διατάχθηκε ο περιορισμός σε κατάστημα κράτησης νέων ( με τη διαδικασία του άρθρου 129 ΠΚ ή με τη διαδικασία των άρθρων 105Βεπ. ΠΚ). Σήμερα δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη.
Άρθρο 372 ΠΚ :
Προτείνεται αντί της φράσης «η πράξη τελέστηκε με διάρρηξη» να τεθεί η σαφέστερη φράση «η πράξη τελέστηκε με την αθέμιτη είσοδο σε κλειστό χώρο κτιρίου» (επιρροή από την § 243 Abs. Ι Nr 1 του γερμΠΚ).
Άρθρο 375 σε συνδυασμό με 381 § 1 εδ. α΄ ΠΚ:
Η πράξη διώκεται πλέον μόνο κατ’ έγκληση. Μένει ατιμώρητη η υπεξαίρεση αρχαίου μνημείου (κινητού), (άρθρο 54 Ν. 3028/2002) όταν -κατά τις διατάξεις του νόμου περί αρχαιοτήτων – δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λόγω μη υποβολής έγκλησης. Σημειώνεται ότι πολλές φορές τα αντικείμενα που εμπίπτουν στις αρχαιότητες είναι μικρής αξίας, ιδίως νομίσματα, θραύσματα από μεγαλύτερα αντικείμενα κ.λπ. και δυσχερώς μπορούν να χαρακτηριστούν ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Προτείνεται η αυτεπάγγελτη δίωξη της πράξης, άλλως τουλάχιστον εξαίρεση ως προς την υπεξαίρεση πραγμάτων που εμπίπτουν στις αρχαιότητες, ακόμα κι αν δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Άρθρο 378 παρ 1 εδ. α’ – 381 παρ. 1 ΠΚ :
Ο ατομικός χαρακτήρας του πληττόμενου εννόμου αγαθού, δικαιολογεί απόλυτα μόνο την κατ’ έγκληση δίωξη της πράξης.
Άρθρο 405 ΠΚ :
Προβλέπεται κατ’ έγκληση δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 390 παρ.1 εδ. α, 386 παρ.1 και 386Α παρ. 1 ΠΚ. Να επανέλθει η αυτεπάγγελτη δίωξη ειδικά σε περιπτώσεις με παθόντα το δημόσιο. Η κατ’ έγκληση δίωξη δημιουργεί θέματα λόγω της ασφυκτικής 3μηνης προθεσμίας και στην νομιμοποίηση παθόντων νομικών προσώπων ή δημοσίου και στην κατ’ εξακολούθηση τέλεση με το 98 παρ.2-1 ΠΚ όταν υπάρχουν πολλοί παθόντες.
Άρθρο 469 ΠΚ :
Δημιουργούνται ερμηνευτικές δυσχέρειες σε σχέση με το ποια χρέη δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα χρεών του ν 1882/1990. Σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου «δεν υπολογίζονται χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας » . Ορθή διατύπωση «δεν υπολογίζονται χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται ΩΣ ΑΞΙΟΠΟΙΝΑ στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας » . Σκοπός θέσπισης της διάταξης ήταν η αποφυγή του διπλού αξιοποίνου ( φοροδιαφυγή και χρέη ) πλην όμως με βάση την διατύπωση που επιλέχθηκε από το νομοθέτη, διαγράφονται από τον πίνακα χρεών όλα τα φορολογικά αδικήματα ( βλ σχετική νομολογία ΑΠ 828/2020 ) , ανεξαρτήτως του εάν είναι αξιόποινα με βάση το άρθρο 66 ν 4174/2013. Συνεπώς οδηγούμαστε σε διπλή ατιμωρησία διότι για παράδειγμα φοροδιαφυγή Φ.Π.Α ποσού 45.000 ευρώ δεν είναι αξιόποινη με βάση το άρθρο 66 ν 4174/2013 ( διώκεται η μη απόδοση ΦΠΑ πάνω από 50.000 ευρώ) , αλλά δεν περιλαμβάνεται και ως χρέος στο δημόσιο.
Προτεινόμενες Τροποποιήσεις του Κ.Π.Δ.
Άρθρο 8 ΚΠΔ :
Προτείνεται ο ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών να προβλέπεται όχι μόνο για τα κακουργήματα αλλά και για τα πλημμελήματα, ενόψει σοβαρών δικών που διεξάγονται και στα πλημμελειοδικεία και έχουν μακρά διάρκεια, όπως λ.χ. πολύνεκρων ατυχημάτων με ανθρωποκτονίες ή φυσικών καταστροφών, ούτως ώστε να συμπαρεδρεύουν και άλλοι δικαστές, προκειμένου να αποφευχθεί κάποιο κώλυμα που θα επιφέρει μεγάλη καθυστέρηση της δίκης . (Αναγκαία η εναρμόνιση με τον ΚΟΔΚΔΛ)
Άρθρο 29 παρ. 4 προισχύοντος ΚΠΔ
Προτείνεται να επανέλθει σε ισχύ αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρθρου 29 παρ. 4 προισχύοντος ΚΠΔ σχετικά με την αρμοδιότητα διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης σε περίπτωση διερευνώμενης κακουργηματικής βαρύτητας αξιόποινης πράξης δικαστικού λειτουργού που άπτεται με την υπηρεσία.
Άρθρο 51 ΚΠΔ :
Προτείνεται σχετικά με την υποχρέωση επίδοσης της διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών στον εγκαλούντα , να περιληφθεί διάταξη « κατ΄εξαίρεση , σε περίπτωση που ο εγκαλών είναι κάτοικος αλλοδαπής , η επίδοση να γίνεται μόνο εάν έχει διορίσει αντίκλητο στην ημεδαπή» . Τούτο διότι δημιουργούνται δυσχέρειες με την επίδοση διάταξης σε κάτοικο αλλοδαπής , αφού ενεργοποιείται η διαδικασία της δικαστικής συνδρομής. Επίσης προτείνεται η δυνατότητα κατάθεσης της προσφυγής ΜΟΝΟ στη γραμματεία της Εισαγγελίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διάταξη και όχι κατ΄εφαρμογη του άρθρου 474 ( που αφορά τα ένδικα μέσα) στη γραμματεία του δικαστηρίου , του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής . Προέκυψαν διαδικαστικά ζητήματα από την επίδοση διάταξης σε εγκαλούντα που ήταν κάτοικος Κύπρου ( ενεργοποιήθηκε η διαδικασία της δικαστικής συνδρομής) , ο οποίος αντίστοιχα κατέθεσε προσφυγή στην προξενική αρχή ( αναζητούνταν τρόπος για την διαβίβαση της προσφυγής στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης) . Αντίστοιχα και ορθά στην αίτηση ακύρωσης διαδικασίας ( 341 ΚΠΔ ) προβλέπεται η κατάθεση της ΜΟΝΟ στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση
Άρθρο 115 ΚΠΔ :
Προτείνεται στην δεύτερη παράγραφο που θεμελιώνεται εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου να προστεθούν και τα πλημμελήματα των Ν. 4497/2017, 2168/1993, 2960/2001.
Άρθρο 147 ΚΠΔ :
Μετά την κατάργηση του αστικώς υπευθύνου πολλοί εκπρόσωποι των ασφαλιστικών εταιρειών ειδικά για τα τροχαία ατυχήματα δεν μπορούν να λάβουν αντίγραφα, αφού με το νέο άρθρο 147 ΚΠΔ το δικαίωμα λήψης αντιγράφων στον έχοντα έννομο συμφέρον δίδεται μετά την περάτωση της προκαταρτικής εξέτασης. Επίσης τίθενται και ζητήματα αστικών αξιώσεων (άσκησης αγωγής ), οπότε προτείνεται η τροποποίηση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 147 ΚΠΔ ως εξής : Σε οποιονδήποτε τρίτο που έχει έννομο συμφέρον είναι δυνατόν να δοθούν αντίγραφα με ομόφωνη έγκριση του Ανακριτή και του Εισαγγελέα, κατά δε την διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης με έγκριση του Εισαγγελέα.
Άρθρο 269 παρ. 3 ΚΠΔ :
Προτείνεται να αντικατασταθεί το εδάφιο β΄ ως εξής: «Κατά την προκαταρκτική εξέταση και την προανάκριση και στις περιπτώσεις των άρθρων 43 παρ. 3 και 4 και 51 παρ. 2 και 3 η άρση της κατάσχεσης διατάσσεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και κατά την κύρια ανάκριση από τον ανακριτή. Εναντίον της απορριπτικής διάταξης του εισαγγελέα ή του ανακριτή επιτρέπεται προσφυγή στο συμβούλιο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τότε που κοινοποιήθηκε η διάταξη σ’ εκείνον που αιτήθηκε την άρση της κατάσχεσης». Με τον τρόπο αυτό πρακτικά, ακόμη και αυθημερόν, θα αίρεται η κατάσχεση με απλή πράξη του εισαγγελέα πάνω στην αίτηση και για την κοινοποίηση θα συντάσσεται έκθεση (άρθρο 165 παρ. 1 ΚΠΔ) με τη θέση σχετικής σφραγίδας επί της απαντημένης αρνητικά αίτησης, η δε διατύπωση του άρθρου 307β ΚΠΔ δεν απαιτείται να τροποποιηθεί. Σημειώνεται ότι η δήμευση είναι ποινή και δεν μπορεί να επιβληθεί από τον εισαγγελέα, αντίθετα η κατάσχεση είναι μέτρο δικονομικής δέσμευσης της ιδιοκτησίας κι εφόσον επιβάλλεται με εντολή του εισαγγελέα ή αυτεπάγγελτα από τους προανακριτικούς υπαλλήλους, πρέπει να αίρεται με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να απαιτείται δικαστική κρίση.
Άρθρο 309 ΚΠΔ :
Προτείνεται η κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας των συμβουλίων για όλα τα αδικήματα αρμοδιότητας Εφετείου Κακουργημάτων και προσαρμογή της διάταξης 309 ΚΠΔ ως εξής «1. Στις περιπτώσεις των κακουργημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των Εφετείων, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών……………..». Είναι γεγονός ότι το 90% και πλέον των βουλευμάτων είναι παραπεμπτικά. Η διαδικασία ενώπιον των συμβουλίων, καθυστερεί την ποινική διαδικασία, συμπιέζει τις προθεσμίες ειδικά όταν συμπληρώνονται όρια προσωρινής κράτησης και πολλές φορές οδηγεί τον χειριζόμενο Ανακριτή, συνυπολογίζοντας και το χρονικό διάστημα της παραμονής της δικογραφίας στη διαδικασία των συμβουλίων, στην ταχεία περαίωσή της χωρίς την εξάντληση των ανακριτικών ενεργειών με ότι αυτό συνεπάγεται. Με την ανωτέρω νομοθετική παρέμβαση, προτείνεται η εξαιρετική διάταξη του άρθρου 309 ΚΠΔ να γίνει ο κανόνας για όλες τις πράξεις αρμοδιότητας Εφετείου Κακουργημάτων και η διαδικασία των συμβουλίων να ακολουθείται μόνο σε περίπτωση μη συμφωνίας Εισαγγελέα ή Προέδρου Εφετών για τήρηση της διαδικασίας απευθείας παραπομπής (άρθρο 309 παρ.3 ΚΠΔ).
Άρθρο 551 ΚΠΔ :
Προτείνεται να συμπληρωθεί ότι το αρμόδιο για τον καθορισμό συνολικής ποινής δικαστήριο είναι αρμόδιο για τον καθορισμό προθεσμίας καταβολής εφάπαξ ή σε δόσεις της συνολικής χρηματικής ποινής.