ΑΠΟΦΑΣΗ
Artashes Antonyan κατά Αρμενίας της 22.10.2020 (αρ. προσφ. 24313/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επιβολή εκπρόθεσμη τελωνιακού προστίμου. Κατάσχεση και εκπλειστηριασμός ακινήτων. Δικαίωμα στην περιουσία.
Στον προσφεύγοντα επιβλήθηκε πρόστιμο δυνάμει του τελωνειακού κώδικα λόγω ανακριβούς τιμολόγησης εισαγόμενων προϊόντων. Η επιβολή προστίμου συντελέστηκε μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης δίμηνης προθεσμίας από την διαπίστωση της παράβασης. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν με τελεσίδικη απόφαση την προσφυγή του προσφεύγοντος χωρίς να απαντήσουν στον ισχυρισμό του περί παραγραφής. Επιβλήθηκαν κρατήσεις στον μισθό του και κατάσχεση της περιουσίας του.
Το Στρασβούργο επανέλαβε την πάγια νομολογία του ότι κάθε παρέμβαση μιας δημόσιας αρχής στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας πρέπει να είναι νόμιμη και ο νόμος που την επιβάλει να είναι προβλέψιμος.
Στην υπό κρίση περίπτωση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εγχώρια Διοικητικά Δικαστήρια, ενώ ήταν ζωτικής σημασίας για τον προσφεύγοντα ο καθορισμός της ημερομηνίας της βεβαίωσης της παράβασης προκειμένου να διαπιστωθεί ότι είχε πραγματοποιηθεί στην προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία, δεν διενέργησαν ενδελεχή έλεγχο με αποτέλεσμα ο προσφεύγων να μην έχει αποτελεσματική προστασία.
Το ΕΔΔΑ έκρινε παραβίαση του δικαιώματός του στο σεβασμό της περιουσίας του (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 20.800 ευρώ για αποζημίωση και 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Artashes Antonyan, είναι Αρμένιος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1954 και ζει στο Kajaran (Αρμενία).
Στις 30 Ιουλίου 2008, μετά από έλεγχο αρμοδίων στην εταιρεία για την οποία εργαζόταν ο προσφεύγων, οι τελωνειακές αρχές εξέδωσαν έγγραφο στο οποίο ανέφερε ότι είχε υποβάλει ανακριβείς δηλώσεις όσον αφορά την τιμή ορισμένων εισαγόμενων εμπορευμάτων. Κατά συνέπεια, επιβλήθηκε πρόστιμο δυνάμει διοικητικών διαδικασιών που βεβαιώθηκαν σε αυτόν στις 17 Οκτωβρίου 2008.
Ο προσφεύγων αμφισβήτησε την πράξη επιβολής προστίμου στα διοικητικά δικαστήρια, υποστηρίζοντας ότι παραβίασε το άρθρο 37 του Κώδικα Διοικητικών Προστίμων (CAO) που προέβλεπε ότι για να επιβληθεί πρόστιμο για παραβίαση τελωνειακού κώδικα έπρεπε αυτό να επιβληθεί εντός δύο μηνών από την ημερομηνία διαπίστωσης της παράβασης. Δεδομένου ότι η επιθεώρηση είχε διενεργηθεί τον Ιούλιο του 2008, η προθεσμία για την επιβολή του προστίμου είχε λήξει στα τέλη Σεπτεμβρίου 2008. Το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του τον Αύγουστο του 2009, κρίνοντας ότι η παράβαση του διαπιστώθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2008, δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η αναφορά της παραβίασης του τελωνειακού κώδικα. Στη συνέχεια, η έφεση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε επί της ουσίας.
Κατά τη διαδικασία εκτέλεσης των αποφάσεων, ο εργοδότης του προσφεύγοντος παρακράτησε το 50% του μισθού του από τον Ιούνιο του 2011 έως τον Απρίλιο του 2012, και πολλά διαμερίσματα, κυριότητας του, κατασχέθηκαν και μεταβιβάστηκαν από τις αρχές.
Βασιζόμενος στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα δικαιώματα, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η επιβολή του προστίμου ήταν παράνομη, ιδιαίτερα επειδή παραβίαζε τη δίμηνη περίοδο που καθορίστηκε στο CAO.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η πρώτη και πιο σημαντική απαίτηση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου είναι ότι κάθε παρέμβαση μιας δημόσιας αρχής στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας πρέπει να είναι νόμιμη.
Συγκεκριμένα, ένας κανόνας είναι «προβλέψιμος» όταν παρέχει ένα μέτρο προστασίας έναντι αυθαίρετων παρεμβολών από τις δημόσιες αρχές. Για να εξακριβωθεί εάν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, πρέπει να ληφθεί συνολική άποψη της εφαρμοστέας δικαστικής και διοικητικής διαδικασίας.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε επίσης στη νομολογία του ότι, όσο κι αν είναι σαφώς διατυπωμένη μια νομική διάταξη, σε οποιοδήποτε σύστημα δικαίου υπάρχει αναπόφευκτο στοιχείο δικαστικής ερμηνείας. Θα υπάρχει πάντα ανάγκη για διασαφήνιση αμφισβητήσιμων σημείων και για προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Εν προκειμένω, τα μέρη διαφωνούν ως προς το αν το πρόστιμο για παραβίαση του τελωνειακού κώδικα, είχε επιβληθεί στον προσφεύγοντα σύμφωνα με τον κανόνα που ορίζεται στο άρθρο 37 του CAO και αν ο ίδιος ο κανόνας ήταν προβλέψιμος. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το άρθρο αυτό επέτρεπε επιβολή προστίμου για παραβίαση του τελωνειακού κώδικα το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία διαπίστωσης της παράβασης.
Το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι το άρθρο 37 του CAO ήταν από μόνο του απρόβλεπτο, δεδομένου ότι δεν είχε διατυπωθεί επαρκώς. Κατά το ΕΔΔΑ εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αποσαφηνίσουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την αφετηρία της περιόδου παράβασης που ορίζεται στο εν λόγω άρθρο. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, ωστόσο, το εγχώριο δικαστήριο δεν εκπλήρωσε αυτήν την υποχρέωση διεξοδικά και επιμελώς, όπως απαιτείται από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου της 28ης Αυγούστου 2009, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαπίστωση σχετικά με την ημερομηνία βεβαίωσης της παράβασης δεν φαίνεται να είχε πραγματοποιηθεί ως αποτέλεσμα σωστής αξιολόγησης του ζητήματος αυτού, ενώ η εκτίμηση αυτή ήταν ζωτικής σημασίας για τον προσδιορισμό της νομιμότητας της παρέμβασης στα περιουσιακά στοιχεία του προσφεύγοντος. Ενώ διαπίστωσε ότι η παράβαση στην υπόθεση του προσφεύγοντος είχε διαπιστωθεί κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο αρμόδιος υπάλληλος είχε συντάξει την πράξη παραβίασης του τελωνειακού κώδικα, το Διοικητικό Δικαστήριο παρέλειψε να παράσχει οιαδήποτε αιτιολογία για την απόφασή του.
Αγνόησε πλήρως το γεγονός ότι, πριν από την ημερομηνία αυτή, διενεργήθηκε τελωνειακός έλεγχος που αποκάλυψε τα πραγματικά στοιχεία της πράξης που διέπραξε ο προσφεύγων, συμπεριλαμβανομένων όλων των σχετικών ισχυρισμών του παρά το γεγονός ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, τα αποτελέσματα ενός τελωνειακού ελέγχου είχαν προηγουμένως διαπιστωθεί από το Ακυρωτικό Δικαστήριο και αποτελούσε την ημερομηνία διαπίστωσης μιας παραβίασης κατά την έννοια του άρθρου 37 του CAO. Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ο τελωνειακός έλεγχος στην παρούσα υπόθεση ήταν διαφορετικός από αυτόν που διενεργήθηκε στην υπόθεση που εξέτασε το Ακυρωτικό Δικαστήριο. Ωστόσο, εναπόκειτο στο Διοικητικό Δικαστήριο να καθορίσει το ερώτημα αυτό, αλλά η απόφασή του ήταν εντελώς δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θέμα.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η Σύμβαση έχει σχεδιαστεί για να εγγυάται όχι δικαιώματα θεωρητικά ή υποθετικά αλλά δικαιώματα στην πράξη. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, προκειμένου ο προσφεύγων να απολαύσει αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του που κατοχυρώνονται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, οι περιστάσεις της υπόθεσής του, απαιτούσαν έναν πιο εμπεριστατωμένο και ενδελεχή έλεγχο της διαπίστωσης του χρονικού σημείου της παράβασης. Το Διοικητικό Δικαστήριο διενήργησε μόνο μια περιορισμένη εξέταση και παρέλειψε να αντιμετωπίσει όλες τις σημαντικές προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό του ζητήματος αυτού, οι οποίες αφαίρεσαν από τον προσφεύγοντα, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσής του, αποτελεσματική προστασία που θα έπρεπε να είχε λάβει βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Ούτε μπορεί να ειπωθεί ότι μια τέτοια εφαρμογή του άρθρου 37 του CAO ήταν επαρκώς προβλέψιμη στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε ότι η παρέμβαση στην ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος δεν ήταν νόμιμη και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 20.800 ευρώ για αποζημίωση, 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).